23 Ιουνίου, 2025
Διεθνή

ΗΠΑ: Δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει εμφύλιος πόλεμος για να καταρρεύσει μια χώρα

ΗΠΑ: Όταν στο παρελθόν διεθνείς αναλυτές συζητούσαν για την ενότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, ο εσωτερικός διχασμός παρουσιαζόταν συνήθως ως ένα παρελθόν ξεπερασμένο, απομεινάρι του Εμφυλίου Πολέμου του 19ου αιώνα. Η αμερικανική δημοκρατία, με τη σταθερότητα των θεσμών της και την ισχυρή της οικονομία, αποτελούσε πρότυπο προς μίμηση. Οι εσωτερικές διαφορές θεωρούνταν απολύτως εντός των πλαισίων του δημοκρατικού πλουραλισμού. Όμως τα δεδομένα των τελευταίων ετών επαναπροσδιορίζουν το τοπίο. Μια μακρόσυρτη διαδικασία φθοράς της εμπιστοσύνης στους ομοσπονδιακούς θεσμούς, η πολιτειακή ανυπακοή και η ενίσχυση της εσωτερικής πόλωσης, επανεισάγουν το ερώτημα: μπορεί η Αμερική να παραμείνει ενιαία;

Η αυξανόμενη τάση αποσπασματικής δράσης πολιτειών απέναντι στην Ουάσιγκτον δεν αποτελεί πλέον περιθωριακό φαινόμενο. Η κρίση στα σύνορα του Τέξας υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εθνοφρουροί, δηλαδή πολιτειακές στρατιωτικές δυνάμεις, ανέλαβαν πρωτοβουλίες που παρέκαμπταν ευθέως τις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες. Στην πράξη, ανέλαβαν την επιτήρηση των συνόρων με το Μεξικό σε περιοχή που ανήκε στην αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Τελωνείων και Προστασίας Συνόρων, εμποδίζοντας την πρόσβαση ομοσπονδιακών πρακτόρων στο σημείο. Η διοίκηση Μπάιντεν εξέφρασε με σαφήνεια την πρόθεση να διασφαλίσει την εφαρμογή του νόμου, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τείχος ενότητας πολιτειακής εξουσίας.

Ο Κυβερνήτης του Τέξας απέρριψε κάθε απόπειρα υποβάθμισης της πολιτειακής αρμοδιότητας και ενισχύθηκε πολιτικά από παρόμοιες δηλώσεις Κυβερνητών γειτονικών πολιτειών, οι οποίοι δήλωσαν έτοιμοι να αποστείλουν δικές τους δυνάμεις Εθνοφρουράς εάν το Τέξας δεχόταν στρατιωτική πίεση από την Ουάσιγκτον. Το επεισόδιο, που έμοιαζε να οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση μεταξύ Πολιτείας και Ομοσπονδίας, εκτονώθηκε όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επέλεξε τη στρατηγική υποχώρηση. Ωστόσο, το μήνυμα ήταν σαφές: οι Πολιτείες, ιδίως όσες διοικούνται από Ρεπουμπλικάνους, δεν θεωρούν δεδομένη την υπακοή σε ομοσπονδιακές επιταγές.

Παρόμοια ήταν η εικόνα στο Λος Άντζελες, όταν η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων προχώρησε σε εντατικούς ελέγχους σε συνοικίες με έντονη ισπανόφωνη παρουσία. Η κοινωνική ένταση ήταν άμεση και ταραχές ξέσπασαν σε γειτονιές που ένιωσαν ότι στοχοποιούνται. Η πολιτεία της Καλιφόρνια και η δημοτική διοίκηση του Λος Άντζελες επιχείρησαν να επαναφέρουν την τάξη χωρίς τη συνδρομή της Ουάσιγκτον. Ωστόσο, ο Πρόεδρος Τραμπ επέλεξε την άμεση ανάμειξη, διατάσσοντας επέμβαση της πολιτειακής Εθνοφρουράς, χωρίς να έχει τη συγκατάθεση του Κυβερνήτη. Ακολούθησε αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων, μια ενέργεια που προκάλεσε θεσμική αναταραχή και νομικές προσφυγές, με το επιχείρημα ότι παραβιάστηκαν οι εξουσίες των πολιτειακών αρχών.

Τα παραπάνω γεγονότα αναδεικνύουν κάτι βαθύτερο: η ομοσπονδιακή Αμερική αρχίζει να λειτουργεί σαν σύνολο αυτονομημένων κρατών με μερική προσκόλληση στο κέντρο. Επισήμως παραμένει μία χώρα. Στην πράξη, όμως, η λειτουργία της πλησιάζει τις συνθήκες μιας παρατεταμένα ασύνδετης πολιτείας. Οι θεσμικές γραμμές έχουν θολώσει, ενώ η εμπιστοσύνη στον ομοσπονδιακό έλεγχο έχει διαβρωθεί.

Η αποσταθεροποίηση αυτή δεν είναι τυχαία, ούτε προϊόν μεμονωμένων γεγονότων. Αντίθετα, εντάσσεται σε μια ευρύτερη πορεία απονομιμοποίησης της ομοσπονδιακής εξουσίας στα μάτια εκατομμυρίων Αμερικανών πολιτών. Πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές εστιάζουν όλο και περισσότερο στην έννοια της «ανωκρατίας» (anocracy), ενός καθεστώτος που δεν είναι ούτε πλήρως δημοκρατικό ούτε απολυταρχικό, αλλά χαρακτηρίζεται από αστάθεια, πολυκεντρισμό και έλλειψη ισορροπίας στις εξουσίες. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, οι χώρες που βρίσκονται σε τέτοιες μεταβατικές φάσεις έχουν υψηλότερες πιθανότητες εμφύλιων ή εθνοτικών συγκρούσεων.

Επιπλέον, η απομάκρυνση από τη θεσμική ομοιομορφία συνοδεύεται από μια έντονη πολιτισμική διάσπαση. Ολοένα και περισσότεροι πολίτες οργανώνονται γύρω από ταυτοτικές κατηγορίες: εθνοτικές, θρησκευτικές, φυλετικές ή σεξουαλικές. Αυτό δημιουργεί ένα επικίνδυνο μωσαϊκό πολιτικής συνειδητοποίησης, το οποίο δεν βασίζεται σε κοινό εθνικό όραμα, αλλά σε διακριτά συμφέροντα και αντιλήψεις περί αδικίας. Το φαινόμενο δεν είναι απλώς κοινωνιολογικό. Αποκτά διαστάσεις στρατηγικής αστάθειας.

Σε αυτό το περιβάλλον, το πρότυπο του πολίτη-διαδηλωτή μεταλλάσσεται. Οι διαμαρτυρίες δεν εκλαμβάνονται πλέον ως πρόσκληση σε θεσμικό διάλογο, αλλά ως προειδοποίηση για επικείμενη ρήξη. Και όταν η διαμαρτυρία αποτυγχάνει να εισακουστεί, η μετατόπιση προς τη ριζοσπαστική δράση μοιάζει φυσική εξέλιξη. Η πολιτική συμμετοχή αντικαθίσταται από την επιθετική ταυτοτική αφύπνιση. Η ειρηνική διεκδίκηση παραχωρεί τη θέση της σε μορφές συλλογικής αντίδρασης με αδιευκρίνιστα όρια.

Το Δημοκρατικό Κόμμα προσπαθεί να διατηρήσει την πολυπολιτισμική του ταυτότητα, προβάλλοντας την ανάγκη συμπερίληψης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όμως η πολιτική του προς τους μετανάστες και η υποστήριξη της προοδευτικής πολιτισμικής ατζέντας έχει εγείρει αντιδράσεις από τους πολιτικούς αντιπάλους. Οι Ρεπουμπλικάνοι, υπό την επιρροή του τραμπισμού, προβάλλουν το επιχείρημα ότι η πατρίδα χάνεται μέσα από μια εσωτερική ηθική διάλυση. Η χώρα, λένε, κυβερνάται πλέον από ελίτ που περιφρονούν τις παραδοσιακές αξίες, αρνούνται τα εθνικά σύμβολα και μετατρέπουν τη δημοκρατία σε ιδεολογικό δόγμα.

Αυτό το αφήγημα, όσο ακραίο κι αν φανεί σε κάποιους, βρίσκει απήχηση σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού που νιώθουν ότι περιθωριοποιούνται. Πρόκειται για τους «Γιους της Γης», μια έννοια που περιγράφει τους παραδοσιακούς κυρίαρχους που βλέπουν την εξουσία να απομακρύνεται από τα χέρια τους. Στην αντίληψή τους, δεν αμφισβητούν απλώς την πολιτική πορεία, αλλά διεκδικούν την «επαναφορά» της Αμερικής στην ιστορική της ταυτότητα.

Η εκλογή Τραμπ ήταν για αυτούς η πρώτη νίκη σε ένα μακρύ πολιτισμικό πόλεμο. Η δεύτερη εκλογή του – σε πιο αμιγώς τραμπικό πλαίσιο – μετέτρεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε πολιτικό όχημα αντι-συστημικής πολιτικής. Η παραδοσιακή ηγεσία του κόμματος περιθωριοποιήθηκε. Το κόμμα έγινε εργαλείο μιας νέας αντι-ελίτ, πρόθυμης να συγκρουστεί θεσμικά με κάθε πτυχή του ομοσπονδιακού κράτους.

Σε αυτό το σκηνικό, η εθνική ελίτ δεν παραμένει σταθερή. Αντίθετα, κατακερματίζεται σε φράξιες που ανταγωνίζονται για την ηγεμονία στο δημόσιο λόγο. Ο παλαιός πυρήνας της μεταπολεμικής συναίνεσης – με επίκεντρο τη δημοκρατία, την ελεύθερη αγορά και την κοινωνική ανοχή – χάνει τη συνοχή του. Νέα ρεύματα σκέψης εμφανίζονται. Άλλα από τα δεξιά, με εθνικιστικές ή ακόμη και ριζοσπαστικές αποχρώσεις. Άλλα από τα αριστερά, με έμφαση στις ιστορικές αποκαταστάσεις, την κοινωνική μηχανική και την αναθεώρηση των θεσμών.

Οι θεσμοί δείχνουν να ασφυκτιούν υπό την πίεση αυτού του νέου τοπίου. Οι θεμελιώδεις αρχές του αμερικανικού πολιτικού πειράματος – η πίστη στη διαδικασία, η εναλλαγή εξουσίας, η συνταγματική ισορροπία – τίθενται σε δοκιμασία. Η ίδια η έννοια της Αμερικής ως ενιαίας πολιτείας, με ομοιογενή διοικητική και θεσμική κουλτούρα, μοιάζει να αποδυναμώνεται μέρα με τη μέρα.

Δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει εμφύλιος πόλεμος για να καταρρεύσει μια χώρα. Αρκεί η χρόνια φθορά της θεσμικής συνοχής και η συστηματική υποκατάσταση της εθνικής ταυτότητας από ασύμβατες υποομάδες. Η σημερινή πραγματικότητα των ΗΠΑ φανερώνει τις πρώτες ενδείξεις ενός τέτοιου δρόμου. Εάν το φαινόμενο παγιωθεί, η χώρα ίσως συνεχίσει να υπάρχει στα χαρτιά, αλλά θα έχει μετατραπεί σε μια μωσαϊκή συνομοσπονδία συμφερόντων – χωρίς συνεκτική καρδιά.