Στην εκπομπή «Προς τη Νίκη» του Ράδιο Ενημέρωση 92,2, ο δημοσιογράφος Γιάννης Καραβίδας φιλοξένησε τον Ιωάννη Ιντζέ, διευθυντή του πολιτικού γραφείου του προέδρου του Κινήματος ΝΙΚΗ και αντιστράτηγο ε.α., σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση που κάλυψε ζητήματα της επικαιρότητας, πολιτικά σκάνδαλα, γεωπολιτικές προκλήσεις και την εθνική πολιτική στάση της Ελλάδας.
Η εκπομπή ξεκίνησε με αναφορά στην ημερολογιακή συγκυρία της 21ης Ιουνίου, της μεγαλύτερης ημέρας του έτους, και στην ιστορική επέτειο της μάχης Κιλκίς-Λαχανά, με τον κ. Ιντζέ να σημειώνει τη σημασία της εθνικής μνήμης και να επισημαίνει τη συμμετοχή του προέδρου της ΝΙΚΗΣ στις σχετικές εκδηλώσεις. Υπογράμμισε πως η θυσία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας δεν πρέπει να ξεχνιέται, ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία χαρακτήρισε «προδοτική» και υπογράμμισε την ανάγκη ανατροπής της.
Στη συνέχεια, κλήθηκε να σχολιάσει την πρόσφατη ψήφιση της προανακριτικής επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη περί «χυδαίας πολιτικής εκμετάλλευσης» και του πρώην Υπουργού Μεταφορών Κώστα Καραμανλή, ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη. Ο κ. Ιντζές επεσήμανε ότι λίγες ημέρες πριν την τραγωδία, ο ίδιος ο Καραμανλής είχε δημόσια απορρίψει τις προειδοποιήσεις για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου ενώ τόνισε ότι, εάν είχε εφαρμοστεί η σύμβαση 717, η τραγωδία θα είχε αποφευχθεί λόγω ύπαρξης αυτόματων συστημάτων πέδησης.
Αναφερόμενος στα Τέμπη, χαρακτήρισε την υπόθεση ως «την επιτομή της διαφθοράς στην Ελλάδα» και ανέλυσε τη διάσπαση των αρμοδιοτήτων στον τομέα των σιδηροδρόμων που συνέβαλε στην αδυναμία απονομής ευθυνών. Επισήμανε ότι η διαχείριση της σύμβασης 717 έγινε προβληματικά, και εξέφρασε την άποψη ότι μετά την τραγωδία επιχειρήθηκε «μπάζωμα» της υπόθεσης, με την απώλεια βιντεοληπτικού υλικού και την καθυστερημένη κινητοποίηση των εισαγγελικών αρχών.
Ο κ. Ιντζές ανέφερε ότι οι συγγενείς των θυμάτων, και όχι κάποιο κόμμα, υπέβαλαν πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, η οποία δεν υιοθετήθηκε. Τόνισε πως η πρόταση της κυβέρνησης προέβλεπε την παραπομπή Καραμανλή για πλημμέλημα και όχι για τα σοβαρότερα ενδεχόμενα κακουργήματα, όπως η πρόκληση θανάτων, η διατάραξη συγκοινωνιών ή η παρακώλυση δικαστικού έργου.
Επεσήμανε ότι η στάση της κυβέρνησης αποτελεί εμπαιγμό, ενώ επισήμανε πως η δήλωση Μητσοτάκη περί ασφαλών τρένων μετά το 2027 αποτελεί ομολογία αποτυχίας και παραδοχής ότι σήμερα η μετακίνηση με τον σιδηρόδρομο ενέχει κίνδυνο. Τόνισε ότι σε στοιχειώδεις περιπτώσεις, όπως βλάβη φωτεινού σηματοδότη σε αστικό κέντρο, παρεμβαίνει άμεσα τροχονόμος, ενώ στο σιδηρόδρομο, παρά τα προβλήματα ασφαλείας, δεν ελήφθησαν τα απαιτούμενα μέτρα επιβράδυνσης ή προσωρινής αναστολής λειτουργίας.
Καυτηρίασε τις εξαγγελίες περί σύγχρονων τρένων τα οποία, παρότι διαφημίζονταν για υψηλές ταχύτητες, λειτουργούσαν χωρίς επαρκή συστήματα ασφαλείας. Ανέφερε χαρακτηριστικά την επικείμενη – τη μέρα μετά την τραγωδία – εκδήλωση για την τηλεδιοίκηση, που τελικά ματαιώθηκε.
Η συζήτηση στράφηκε και στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τον κ. Ιντζέ να κάνει λόγο για διασπάθιση κονδυλίων άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ και απουσία ποινικής ή πολιτικής ευθύνης. Τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μιλά για «συστηματική απάτη», ενώ ήδη έχουν γίνει σχετικές ενέργειες και κατά δύο πρώην υπουργών. Επέκρινε την αδυναμία ανάκτησης των χρημάτων και επισήμανε την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου, ακόμα και εν μέσω ψηφιακής διακυβέρνησης και χρήσης τεχνητής νοημοσύνης.
Παράλληλα υπογράμμισε ότι η απαξίωση της Δικαιοσύνης οδηγεί σε διάλυση της κοινωνικής συνοχής και σε ανισότητα ευκαιριών. Καυτηρίασε τη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και τον κίνδυνο πολιτικής εξάρτησης των ανώτατων δικαστικών λειτουργών. Υπογράμμισε την ανάγκη επανεκκίνησης του συστήματος και κάθαρσης της δημόσιας διοίκησης, με ιδιαίτερη έμφαση στην αυστηρή απόδοση ευθυνών.
Αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, αναφέρθηκε στη Λιβύη και τις απειλές της κυβέρνησης της Βεγγάζης προς την Ελλάδα για τις έρευνες υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης. Σημείωσε ότι η ανακοίνωση του Λιβυκού ΥΠΕΞ μοιάζει με τουρκική ρητορική και υπογράμμισε ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη ανακηρύξει ΑΟΖ, κάτι που δημιουργεί νομικά κενά και επιτρέπει σε τρίτα κράτη να αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Στάθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις στρατηγικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, με ιδιαίτερη αναφορά στην πάγια πολιτική της Άγκυρας για διεκδίκηση του μισού Αιγαίου, αλλά και στην αδυναμία της ελληνικής πλευράς να ακολουθήσει σταθερή εξωτερική πολιτική. Αναφέρθηκε σε περιπτώσεις όπως η επιλογή του Υπουργού Εξωτερικών και οι σχέσεις του με μεγάλες επιχειρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να χαράσσεται με συμβιβασμούς και εξαρτήσεις.
Ειδική αναφορά έγινε στην παρουσίαση του γεωπολιτικού χάρτη της Τουρκίας και την απουσία ουσιαστικής απάντησης από την Ελλάδα, αλλά και στη συμμαχική υποκρισία που αποσιωπά τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από την Άγκυρα.
Στο σκέλος της διεθνούς ασφάλειας, αναφέρθηκε στον κίνδυνο γενικευμένης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή και στη γεωστρατηγική εμπλοκή των ΗΠΑ μέσω βάσεων όπως η Σούδα. Τόνισε ότι η Σούδα είναι καθαρά αμερικανική βάση και αποτελεί πιθανό στόχο αντιποίνων σε περίπτωση εμπλοκής των ΗΠΑ, με την Ελλάδα να κινδυνεύει να εμπλακεί σε πόλεμο που δεν την αφορά άμεσα.
Σε σχέση με το Ιράν, υπογράμμισε ότι, παρά τις επανειλημμένες προβλέψεις εδώ και δεκαετίες περί πυρηνικού οπλοστασίου, δεν έχει διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, κάνοντας λόγο για δυτική προπαγάνδα και υποστήριξε την ανάγκη εξωτερικής πολιτικής ουδετερότητας, όπως δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Κλείνοντας, έγινε αναφορά στο μεταναστευτικό ζήτημα, με έμφαση στην Κρήτη και τις πρόσφατες αφίξεις χιλιάδων παράτυπων μεταναστών, όπου ο κ. Ιντζές υποστήριξε πως η πολιτική της κυβέρνησης έχει μετατραπεί σε πολιτική διαχείρισης αντί αποτροπής, με τη Frontex και το Λιμενικό να επιδίδονται σε διασώσεις αντί επιστροφών και χαρακτήρισε την κατάσταση «ωρολογιακή βόμβα» και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις δημογραφικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Αναφέρθηκε επίσης σε νέα νομοθετικά δεδομένα (ΦΕΚ 194/15.4.2025), που προβλέπουν εγκαταστάσεις φιλοξενίας μεταναστών σε μικρούς οικισμούς, ενώ συνδέθηκε με παλαιότερες δηλώσεις πολιτικών για «ενσωμάτωση» και «ανάπτυξη». Έκλεισε υποστηρίζοντας πως η εν λόγω πολιτική είναι αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα και προειδοποίησε ότι όσοι την προωθούν θα πρέπει να λογοδοτήσουν στο μέλλον.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη