17 Νοεμβρίου, 2025
Οικονομία

Ιντζές (ΝΙΚΗ): Η αθέατη αλήθεια πίσω από τη «μείωση του χρέους»

- Τι θα συμβεί όταν τα εξωτερικά «καύσιμα» τελειώσουν και η χώρα μείνει χωρίς μια πραγματική παραγωγική βάση για να στηρίξει την ανάπτυξή της;

Μια καίρια και αιχμηρή παρέμβαση για το δημόσιο χρέος και τη συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας έκανε μέσω ανάρτησής του ο Ιωάννης Ιντζές, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του προέδρου της ΝΙΚΗΣ, φέρνοντας στο προσκήνιο την απόσταση ανάμεσα στους οικονομικούς δείκτες και τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες.

Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «πολύ συχνά ακούμε για την καλή πορεία του δημοσίου χρέους» και ότι η Ελλάδα εμφανίζεται ως «η χώρα με την ταχύτερη μείωση χρέους στην ΕΕ». Ωστόσο, αυτή η εικόνα προκύπτει από την επιλογή να παρουσιάζεται το χρέος μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ και όχι με βάση την ονομαστική του αξία, η οποία, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία πενταετία.

Συγκεκριμένα, από το 2019 έως το 2024, ενώ το δημόσιο χρέος φέρεται να μειώθηκε από το 180% στο 154% του ΑΕΠ, στην πραγματικότητα, η ονομαστική του αξία αυξήθηκε κατά 33 δισ. ευρώ, από τα 331 στα 364 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται πρωτίστως στην ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού και όχι σε ουσιαστική μείωση του χρέους.

Ο κ. Ιντζές επισημαίνει πως η πραγματική οικονομία δεν αποτυπώνεται στους δείκτες, ιδίως όταν η χώρα χάνει τη δυνατότητα να παράγει: «Όταν αποδιαρθρώνεται η παραγωγική βάση, εξαφανίζεται η βιομηχανία και μειώνεται συνεχώς η αγροτική παραγωγή, η αλιεία και η κτηνοτροφία, τότε δεν μπορούμε να επικαλούμαστε επιλεκτικά κάποιους δείκτες. Οι δείκτες δεν χορταίνουν, όπως θα έλεγε ο θυμόσοφος λαός μας», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η παρέμβασή του αυτή έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου η κυβέρνηση προβάλλει έντονα τη «σταθεροποίηση της οικονομίας», την επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα και τη συνεπή εκτέλεση του προϋπολογισμού. Ωστόσο, η ΝΙΚΗ, δια του κ. Ιντζέ, αμφισβητεί όχι μόνο την ουσία αυτών των επιτυχιών αλλά και τη βιωσιμότητα του οικονομικού μοντέλου που προωθείται.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στο γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης τελειώνουν το 2026, αφήνοντας ένα δυνητικό κενό χρηματοδότησης για την ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, τα έσοδα από την εκποίηση δημόσιας περιουσίας είναι κατώτερα των προσδοκιών, καθώς – όπως καταγγέλλει – «πρόκειται για ξεπούλημα και όχι για αξιοποίηση».

Το ερώτημα που θέτει εύγλωττα ο κ. Ιντζές είναι: «Και τότε;» Τι θα συμβεί όταν τα εξωτερικά «καύσιμα» τελειώσουν και η χώρα μείνει χωρίς μια πραγματική παραγωγική βάση για να στηρίξει την ανάπτυξή της;

Στην ίδια γραμμή, η ΝΙΚΗ καταγγέλλει την επίφαση ευημερίας που επιχειρείται μέσω επικοινωνιακής διαχείρισης μακροοικονομικών μεγεθών, ενώ την ίδια στιγμή, η καθημερινότητα των πολιτών επιβαρύνεται από ακρίβεια, μείωση εισοδημάτων και περιορισμό της ελληνικής παραγωγής.