Ένα παλιό σιδηρουργείο που ξεκίνησε τη λειτουργία του στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια μεταφέρθηκε διαδοχικά στις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία, βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο των εξελίξεων γύρω από τη μελλοντική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου στον τομέα του χάλυβα. Η εγκατάσταση, που πλέον λειτουργεί στην παραθαλάσσια πόλη Νταμάμ της Σαουδικής Αραβίας, αποτελεί παράδειγμα της τεχνολογίας άμεσης αναγωγής σιδήρου (Direct Reduced Iron – DRI), με δυνατότητα παραγωγής έως 1 εκατομμύριο τόνους ετησίως — ένα κρίσιμο υλικό για την παραγωγή «πράσινου» χάλυβα.
Τώρα, δεκαετίες μετά τη μετεγκατάσταση του εργοστασίου, Βρετανοί αξιωματούχοι εξετάζουν το ενδεχόμενο χρηματοδότησης μιας νέας μονάδας DRI στη χώρα. Το σχέδιο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που υποστηρίζεται από κονδύλι 2,5 δισ. λιρών, με στόχο τον μετασχηματισμό της χαλυβουργίας σε μια πιο βιώσιμη και αυτάρκη βιομηχανία.
Η πρωτοβουλία ωστόσο προκαλεί σκεπτικισμό σε μεγάλο μέρος της βρετανικής βιομηχανίας χάλυβα. Η UK Steel, ο κεντρικός εμπορικός φορέας του κλάδου, εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις, χαρακτηρίζοντας την επένδυση σε DRI χαμηλής προτεραιότητας σε σύγκριση με πιο άμεσες ανάγκες, όπως η μείωση του ενεργειακού κόστους και η αντιμετώπιση της υπερπροσφοράς φθηνού εισαγόμενου χάλυβα που παρακάμπτει τους δασμούς των ΗΠΑ.
Ανώτερα στελέχη του κλάδου φοβούνται ότι μια τέτοια επένδυση –με κόστος που μπορεί να φτάσει έως τα 2 δισ. λίρες– ενδέχεται να εξελιχθεί σε «λευκό ελέφαντα», δηλαδή σε ένα υπερκοστολογημένο έργο με αμφίβολη απόδοση. Οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες του τομέα, Tata Steel και British Steel, φέρονται να μην ενδιαφέρονται για προμήθειες DRI σε τέτοια κλίμακα ώστε να δικαιολογείται η λειτουργία μιας αυτόνομης μονάδας.
Η συζήτηση για την ανάγκη διατήρησης της εγχώριας παραγωγής «παρθένου» χάλυβα φούντωσε μετά την παρέμβαση της κυβέρνησης στον κόμβο του Scunthorpe, όπου βρίσκονται οι τελευταίες δύο ενεργές υψικάμινοι του Ηνωμένου Βασιλείου. Με φόβους για επικείμενο κλείσιμο από τον κινεζικό ιδιοκτήτη Jingye, οι υπουργοί ζήτησαν τη νομοθετική έγκριση για επείγουσα κρατική παρέμβαση, προκειμένου να διατηρηθεί η πρωτογενής χαλυβουργία στη χώρα.
Η παραδοσιακή μέθοδος παραγωγής χάλυβα μέσω υψικαμίνων εξαρτάται από τη χρήση άνθρακα, γεγονός που οδηγεί σε υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Από την άλλη πλευρά, η τεχνολογία DRI –ιδίως με μελλοντική μετάβαση από μεθάνιο σε πράσινο υδρογόνο– υπόσχεται πολύ χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις
Η συζήτηση γύρω από το DRI δεν είναι μόνο τεχνοοικονομική, αλλά αγγίζει και κρίσιμα ζητήματα βιομηχανικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Ενώ στελέχη της αγοράς παραμένουν επιφυλακτικά, αρκετοί βουλευτές και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι υποστηρίζουν ότι η διατήρηση εγχώριων δυνατοτήτων παραγωγής χάλυβα είναι απαραίτητη, είτε για στρατηγικούς λόγους (όπως σε περιόδους πολέμου ή κρίσεων), είτε για λόγους οικονομικής ανθεκτικότητας.
Ο Άλασντερ ΜακΝτίαρμιντ της ένωσης Community τόνισε ότι η επένδυση σε DRI μπορεί να συμβάλει στην πράσινη μετάβαση του κλάδου και στη διατήρηση θέσεων εργασίας. Επεσήμανε ακόμη ότι η τεχνολογία είναι συμβατή με ηλεκτρικές καμίνους τόξου, οι οποίες κερδίζουν έδαφος στη χαλυβουργία με χαμηλότερο περιβαλλοντικό κόστος.
Η πρόκληση για το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αφορά μόνο την τεχνολογία, αλλά και το ενεργειακό κόστος. Οι μονάδες DRI απαιτούν σταθερή και φθηνή ενέργεια, κάτι που λείπει από τη βρετανική αγορά. Οι τιμές βιομηχανικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν από τις υψηλότερες παγκοσμίως, καθιστώντας δύσκολη την ανταγωνιστική λειτουργία ενεργοβόρων μονάδων.

Η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία διαθέτει δύο εργοστάσια DRI αλλά καθόλου υψικάμινους, καταδεικνύει πώς χώρες με αφθονία φθηνής ενέργειας μπορούν να καταστήσουν τη DRI βιώσιμη λύση ακόμη και για στρατηγικές ανάγκες.
Το Υπουργείο Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ζητήσει από το Ινστιτούτο Επεξεργασίας Υλικών μια αναλυτική μελέτη για τη βιωσιμότητα της DRI, η οποία αναμένεται να διαμορφώσει την τελική στάση της κυβέρνησης. Το αν τελικά θα προχωρήσει η δημιουργία νέας μονάδας θα εξαρτηθεί από την ικανότητα προσέλκυσης επενδυτών, την επίλυση ζητημάτων ενεργειακού κόστους και την πολιτική βούληση για ενίσχυση της εγχώριας χαλυβουργίας με όρους πράσινης ανάπτυξης.
Προς το παρόν, ο κλάδος παρακολουθεί με επιφύλαξη, καθώς η συζήτηση για το DRI εντείνεται εντός και εκτός κοινοβουλίου — μεταξύ τεχνοκρατικού σχεδιασμού, οικονομικών ρεαλισμών και πολιτικών επιδιώξεων.