Δυσοίωνη παραμένει η εικόνα της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το 2025. Παρά τη μέτρια ανάπτυξη, η Ελλάδα κατατάσσεται ως η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν συνεκτιμώνται τα εισοδήματα και το κόστος ζωής.
Η έκθεση επισημαίνει πως η μεγέθυνση του ΑΕΠ έφτασε στο 2,3%, κυρίως λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων. Ωστόσο, ταυτόχρονα μειώθηκε η δημόσια κατανάλωση και κατέγραψαν πτώση οι καθαρές εξαγωγές.
Ανησυχητικό εύρημα αποτελεί η χρηματοδότηση του δημόσιου πλεονάσματος και του εξωτερικού ελλείμματος μέσω αύξησης του ιδιωτικού χρέους, γεγονός που –κατά το ΙΝΕ– εγκυμονεί κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Η εξάρτηση των ελληνικών επιχειρήσεων από επενδυτικές χορηγήσεις παραμένει εξαιρετικά υψηλή. Το 2023 έφτασε το 26% των επενδύσεων, έναντι 15% στην Πολωνία, τη δεύτερη χώρα στην ΕΕ.
Παρά την ενίσχυση των επενδύσεων σε τεχνολογικούς τομείς, όπως η πληροφορική και οι επαγγελματικές υπηρεσίες, η μεταποίηση παραμένει αδύναμη και η χώρα δεν έχει καταφέρει να περιορίσει την εξάρτηση από εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών, ιδιαίτερα υψηλής τεχνολογίας. Αυτό οδηγεί σε διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, παρά την άνοδο της εξωστρέφειας.
Ανεργία, απασχόληση και κοινωνικές ανισότητες
Η ανεργία το 2024 υποχώρησε στο 10,1%, ενώ το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε στο 63,3%. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ, υπερβαίνοντας μόνο την Ιταλία.
Εντοπίζονται σημαντικές ανισότητες στην απασχόληση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αλλά και μεταξύ μεγαλύτερων και νεότερων ηλικιών. Επιπλέον, η χώρα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ΕΕ, με μόλις 80,3%.
Παρά τις αυξήσεις της τελευταίας διετίας, οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλοί. Από το 2009 μέχρι το 2024, ο μέσος πραγματικός ετήσιος μισθός μειώθηκε κατά 32,8%, ενώ την τελευταία πενταετία η μείωση ήταν 1,1%.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ υπογραμμίζει πως οι σημερινοί μισθοί δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για μεγάλο μέρος των εργαζομένων, παρά τη σταδιακή ανάκαμψη μετά την πανδημία.