Ο αστυνομικός από την Ηλιούπολη, παρά τις σοβαρές κατηγορίες που αντιμετώπιζε, επέστρεψε στην υπηρεσία του στη Διεύθυνση Τεχνικών Εφαρμογών της ΕΛ.ΑΣ. μετά τη λήξη της πειθαρχικής του ποινής. Συγκεκριμένα, είχε τεθεί σε διετή διαθεσιμότητα έπειτα από απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, λόγω της κατηγορίας που αφορούσε την εμπορία ανθρώπων. Με την ολοκλήρωση της ποινής αυτής, ο αστυνομικός επανήλθε στην υπηρεσία και ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του στη συγκεκριμένη Διεύθυνση.
Η επιστροφή του αυτή προκάλεσε έντονη αντίδραση, καθώς εγείρονται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την διαδικασία και τους κανονισμούς που ακολουθήθηκαν για την αποκατάστασή του. Ο αστυνομικός είχε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, επικαλούμενος αθωωτική απόφαση στο Εφετείο για κάποιες από τις κατηγορίες που του είχαν αποδοθεί. Η πειθαρχική δίωξη, υπενθυμίζεται, είχε ασκηθεί σύμφωνα με τον παλιό Πειθαρχικό Κώδικα, ο οποίος δεν περιλάμβανε ρητές διατάξεις για την αποτροπή επιστροφής ενός υπαλλήλου στην υπηρεσία του υπό τέτοιες συνθήκες.
Αντίθετα, σύμφωνα με τον νέο Πειθαρχικό Κώδικα, η επιστροφή στην υπηρεσία ενός αστυνομικού που έχει κατηγορηθεί για τόσο σοβαρά αδικήματα, όπως η εμπορία ανθρώπων, θα μπορούσε να είχε αποτραπεί. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή εξετάστηκε και αποφασίστηκε με βάση τις διατάξεις του παλιού Κώδικα, ο οποίος δεν έθετε περιορισμούς σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην αρχική δίκη, ο αστυνομικός είχε κριθεί ένοχος για την εμπορία ανθρώπων και άλλες κατηγορίες. Παρ’ όλα αυτά, η άσκηση έφεσης και η τελική αθωωτική απόφαση για κάποιες από τις κατηγορίες του, του έδωσαν το δικαίωμα να επιστρέψει στην υπηρεσία του.
Η επαναφορά του στην υπηρεσία έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και έχει θέσει σοβαρά ερωτήματα για τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα του πειθαρχικού συστήματος της ΕΛ.ΑΣ. Ειδικότερα, οι σοβαρές κατηγορίες που τον βαρύνουν, όπως η εμπορία ανθρώπων, θα έπρεπε να είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας και την τελική δικαστική απόφαση.
Αυτή η υπόθεση αναδεικνύει την ανάγκη για εφαρμογή του νέου Πειθαρχικού Κώδικα, ο οποίος περιλαμβάνει πιο αυστηρές διατάξεις και διαδικασίες για την αντιμετώπιση ανάλογων περιστατικών στο μέλλον. Παράλληλα, εγείρει ανησυχίες για την εμπιστοσύνη του κοινού στις διαδικασίες της αστυνομίας και τη διασφάλιση της δικαιοσύνης και της ασφάλειας στην εφαρμογή των πειθαρχικών μέτρων.
Η συνέχεια της υπόθεσης θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων και τη νέα εξέταση των στοιχείων που θα παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της έφεσης.