Ο Πρίαμος Ιερωνυμάκης, εντεταλμένος σύμβουλος της Περιφέρειας Κρήτης για τον Πρωτογενή Τομέα, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό ΡΗΓΜΑ 95,8 μίλησε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αγροτικός κόσμος στην Κρήτη, ασκώντας σκληρή κριτική τόσο στην πολιτεία όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση για τις επιλογές και τις παραλείψεις τους εδώ και δεκαετίες. Με λόγο αιχμηρό, υπογράμμισε ότι τα λάθη είναι διαχρονικά και ευθύνη έχουν όλοι: από τους κρατικούς φορείς και τις κυβερνήσεις, μέχρι τους αυτοδιοικητικούς και τους ίδιους τους πολίτες που αποδέχτηκαν τη λογική των “έργων βιτρίνας”, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις βασικές υποδομές, με κυριότερη την αξιοποίηση των υδάτινων πόρων.
Ο κ.Ιερωνυμάκης στάθηκε ιδιαίτερα στην τεράστια απώλεια εσόδων για την Κρήτη, η οποία –όπως τόνισε– χάνει κάθε χρόνο περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ από την υποβάθμιση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αδυναμία αξιοποίησης του νερού, με αποτέλεσμα χιλιάδες στρέμματα γης να μένουν ακαλλιέργητα, τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα να μαραίνονται και οι αγρότες να εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Αν υπήρχαν οι απαραίτητες υποδομές –φράγματα, μικρές λιμνοδεξαμενές, δίκτυα άρδευσης και αποθήκευσης νερού– το πρόβλημα θα είχε λυθεί. Με επενδύσεις της τάξης των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Κρήτη θα μπορούσε να εξασφαλίσει επάρκεια νερού, να προστατέψει την παραγωγή της και να ενισχύσει την τοπική της οικονομία.
Επισήμανε ότι το μεγαλύτερο παράδοξο είναι πως σε πολλές περιοχές της Κρήτης υπάρχουν διαθέσιμες ποσότητες νερού, αλλά αφήνονται να καταλήγουν στη θάλασσα, ενώ την ίδια στιγμή οι τοπικές κοινωνίες εξαρτώνται από γεωτρήσεις που είτε έχουν στερέψει είτε είναι ενεργοβόρες και μη βιώσιμες. Έφερε ως παραδείγματα τον Πλατύ ποταμό, το φράγμα Λαδούκου, το Μαριδάκι και άλλες περιοχές, όπου υπάρχουν έτοιμες μελέτες από γεωλόγους, αλλά δεν χρηματοδοτούνται. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «τα νερά τα βλέπεις με το μάτι, αλλά τα αφήνουμε να χαθούν, κι αντί να διεκδικήσουμε αυτά τα έργα, ζητούσαμε τόσα χρόνια πλατείες και άλλα επιφανειακά έργα».
Ο κ. Ιερωνυμάκης δεν δίστασε να ασκήσει κριτική και στη διαχείριση των αγροτικών ενισχύσεων, αλλά και στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιδομάτων. Έθεσε ευθέως το ερώτημα γιατί πληρώνουμε τους νέους για να κάθονται και δεν τους δίνουμε επιδότηση για να εργαστούν. Υπογράμμισε ότι η πολιτεία θα έπρεπε να καθιερώσει επίδομα εργασίας αντί για επίδομα ανεργίας, έτσι ώστε να δοθούν κίνητρα στους νέους να πάνε στο χωράφι. Όπως τόνισε, «αντί να δώσουμε 30 ευρώ για ημερομίσθιο και άλλα 50 από τον παραγωγό, δίνουμε 300 ευρώ για να κάθονται στις καφετέριες. Και μετά λέμε πως δεν βρίσκουμε εργάτες». Κατά τον ίδιο, είναι προτιμότερο να επενδύσουμε στους δικούς μας ανθρώπους, που ξέρουν τη γλώσσα, έχουν την παιδεία και μπορούν να ενταχθούν στο παραγωγικό μοντέλο, παρά να βασιζόμαστε σε εργάτες γης από τρίτες χώρες που τις περισσότερες φορές δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες.
Αναφέρθηκε επίσης και στην αποτυχία της φετινής δακοκτονίας, σημειώνοντας ότι δεν έγιναν εγκαίρως οι απαραίτητοι ψεκασμοί, με αποτέλεσμα οι ζουμερές ελιές, που αρδεύτηκαν όπου υπήρχε διαθέσιμο νερό, να καταστραφούν από τον δάκο. Όπως εξήγησε, το έντομο προσβάλλει τον καρπό που έχει υγρασία και ζωτικότητα, ενώ δεν ακουμπά τις ξερές ελιές, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν έχουν ελαιοπεριεκτικότητα. Επομένως, η αποτυχία του προγράμματος δακοκτονίας οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη απώλεια παραγωγής, επιτείνοντας την οικονομική ζημιά των παραγωγών.
Σε σχέση με την ελαιοκομική περίοδο που ξεκινά, ο Πρίαμος Ιερωνυμάκης δήλωσε ότι το λάδι της Κρήτης παραμένει ένα κορυφαίο προϊόν, με ασύγκριτη ποιότητα, το οποίο όμως δεν αξιοποιείται όπως του αξίζει. Επέμεινε στην ανάγκη της τυποποίησης και της δημιουργίας ισχυρών τοπικών εμπορικών σημάτων, όπως το “ΠΟΠ Κουτσουρά” και το “Κρήτη”, ώστε το προϊόν να αποκτήσει ταυτότητα, προστιθέμενη αξία και ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές. Ανέφερε ότι οι ντόπιοι τυποποιητές κάνουν σοβαρή και υπεύθυνη δουλειά, όμως χρειάζονται ενίσχυση και στήριξη για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό από τους μεγάλους πολυεθνικούς παίκτες του χώρου. Τόνισε ακόμη ότι δεν πρέπει να συγκρίνουμε την Κρήτη με χώρες που μαζεύουν ελιές μηχανοποιημένα σε τεράστιες πεδιάδες. Στην Κρήτη υπάρχουν ορεινές περιοχές, μικροί κλήροι και δύσκολα εδάφη, πράγμα που σημαίνει ότι η δουλειά είναι κοπιώδης και πιο δαπανηρή – ωστόσο η ποιότητα του προϊόντος παραμένει αξεπέραστη και αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί εμπορικά.
Τέλος, αναφέρθηκε στην αλλαγή νοοτροπίας που έχουν επιδείξει οι παραγωγοί της Κρήτης τα τελευταία χρόνια, λέγοντας ότι έχουν συμμορφωθεί πλήρως με τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και της αγοράς. Χρησιμοποιούν πιστοποιημένα φυτοφάρμακα, τηρούν τις κανονιστικές οδηγίες, άλλαξαν τις σακούλες συλλογής και υιοθέτησαν πρακτικές φιλικές προς τον καταναλωτή. Όπως είπε, «το λάδι μας είναι ασφαλές, δεν έχει κατάλοιπα, έχει ταυτοποιημένη προέλευση και υψηλή διατροφική αξία. Τώρα το κράτος πρέπει να σταθεί δίπλα στους ανθρώπους της παραγωγής. Αυτοί έκαναν το καθήκον τους. Η πολιτεία οφείλει να κάνει το δικό της».

