23 Ιουνίου, 2025
Εθνικά Ελλάδα

Η υπονόμευση της γεωπολιτικής αξιοπιστίας της Ελλάδας

Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη βρίσκεται στο επίκεντρο έντονης κριτικής, καθώς έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε μια βαθιά γεωπολιτική κρίση, υπονομεύοντας την αξιοπιστία της χώρας στη διεθνή σκηνή και ενισχύοντας τους εθνικούς κινδύνους. Η στρατηγική επιλογή της κατευναστικής στάσης απέναντι στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την υπογραφή της Διακήρυξης Φιλίας και Συνεργασίας, έχει ερμηνευτεί ως ένδειξη αδυναμίας, ενθαρρύνοντας την τουρκική επιθετικότητα σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και θαλάσσιων δικαιωμάτων. Η ανοχή της ελληνικής πλευράς σε συνεχείς τουρκικές προκλήσεις, όπως οι στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο και η ρητορική αναθεωρητισμού, θέτει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης διπλωματίας.

Η ελληνική στάση απέναντι στο τουρκολυβικό μνημόνιο αποτελεί μια ακόμη απόδειξη στρατηγικής αστοχίας. Ενώ η Άγκυρα ενισχύει τη θέση της στη Λιβύη μέσα από διπλωματικές συμμαχίες, όπως η προσέγγιση με τον στρατηγό Χαφτάρ, η Ελλάδα αδυνατεί να διατηρήσει γεωπολιτική επιρροή στη Βόρεια Αφρική, επιτρέποντας τη διεύρυνση της τουρκικής επιρροής εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Η υποβάθμιση του ζητήματος από την Αθήνα επιτείνει την εικόνα μιας χώρας που εγκαταλείπει κρίσιμες περιοχές επιρροής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ελληνική ΑΟΖ και τις διπλωματικές ισορροπίες.

Η αναστολή της κατασκευής του Καλωδίου Κάσου, υπό την πίεση τουρκικών αντιδράσεων, καταγράφεται ως ευθεία υποχώρηση. Η απόφαση αυτή, σε μια περίοδο αυξανόμενης έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο, στέλνει αρνητικά μηνύματα στους στρατηγικούς εταίρους της Ελλάδας, όπως το Ισραήλ και η Κύπρος, και δημιουργεί ερωτήματα για τη βούληση της Αθήνας να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ταυτόχρονα, η έλλειψη αντίδρασης στην υποβάθμιση της ιστορικής Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά αποκαλύπτει παραμέληση της ελληνικής πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς, πλήττοντας την εικόνα της Ελλάδας ως θεματοφύλακα της ορθόδοξης παράδοσης και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.

Η αποδοχή της συμμετοχής της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SHAFE χωρίς ουσιαστικές αντιρρήσεις ή βέτο επιβεβαιώνει την αδυναμία της Ελλάδας να επηρεάσει τις ευρωπαϊκές εξελίξεις προς όφελός της. Την ώρα που η Τουρκία παραμένει απειλητική και επιθετική, η ελληνική κυβέρνηση επιτρέπει την ευρωπαϊκή της ενίσχυση, χωρίς να διασφαλίζει έστω πολιτικά ανταλλάγματα, επιτείνοντας την ενδοευρωπαϊκή απομόνωση της χώρας.

Η διπλωματική εικόνα της Ελλάδας στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία δεν αποπνέει δυναμισμό ούτε στρατηγικό σχεδιασμό. Η έλλειψη επαφών με την αμερικανική διοίκηση Τραμπ, σε μια περίοδο που ο Ερντογάν καλλιεργεί σταθερές σχέσεις με την Ουάσινγκτον, υποβαθμίζει τη θέση της Ελλάδας στο ευρωατλαντικό πλαίσιο. Παράλληλα, η πλήρης ρήξη με τη Ρωσία και η απουσία διπλωματικής εξισορρόπησης θέτουν την Ελλάδα εκτός μεγάλων διεθνών διαπραγματεύσεων, μειώνοντας την ευελιξία της και ενισχύοντας την πολιτική της απομόνωσης.

Η “Γαλάζια Πατρίδα” επανέρχεται – Και η Ελλάδα;

Η νέα αναβάθμιση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» από την Τουρκία και η προετοιμασία του ψευδοκράτους για την ανακοίνωση δικού του Χάρτη Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) φέρνουν ξανά στο προσκήνιο τον επεκτατισμό της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και την αδυναμία της Αθήνας να αντιδράσει συντονισμένα και αποφασιστικά. Πίσω από τη φιλολογία περί περιβαλλοντικής προστασίας και θαλάσσιων πάρκων, αναδεικνύεται ξεκάθαρα ο γεωπολιτικός πόλεμος χαρτών που εξελίσσεται ανοιχτά και απειλεί άμεσα την Κύπρο αλλά και τα ελληνικά συμφέροντα.

Η τουρκική φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Γενί Σαφάκ» περιγράφει με σαφήνεια την στρατηγική της Άγκυρας: οριοθέτηση θαλασσίων περιοχών βάσει μονομερών διεκδικήσεων, αμφισβήτηση των κυπριακών συμφωνιών ΑΟΖ με γειτονικά κράτη, και σταδιακή θεσμοθέτηση του ψευδοκράτους ως συνομιλητή και συνδιαχειριστή των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Όλα αυτά υποστηρίζονται και από κινήσεις έμπρακτης εφαρμογής, όπως η ενεργοποίηση ερευνητικών σκαφών, η ανακοίνωση συντεταγμένων και η επιμονή σε εσωτερική «νομιμότητα» των παραβιάσεων.

Η κατάσταση θυμίζει επικίνδυνα την εποχή του Αττίλα ΙΙ, όταν η τότε ελληνική ηγεσία, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, περιορίστηκε στην ιστορική και τραγική δήλωση «Η Κύπρος κείται μακράν». Σήμερα, σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά, η Κύπρος μοιάζει και πάλι μόνη, με την Άγκυρα να προελαύνει θεσμικά και στρατηγικά και την Αθήνα να αντιδρά με καθυστέρηση ή καθόλου. Η διπλωματική αδράνεια απέναντι στις προκλήσεις για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, η έλλειψη ουσιαστικής απάντησης στις επιθετικές κινήσεις Τουρκίας-ψευδοκράτους και ο περιορισμός της εξωτερικής πολιτικής σε απλές «παραστάσεις» σε διεθνείς οργανισμούς, αφήνουν χώρο για τη δημιουργία τετελεσμένων.

Η Τουρκία, χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως ο Χάρτης ΘΧΣ, εδραιώνει την παρουσία της σε περιοχές κυπριακής και ελληνικής δικαιοδοσίας, προσπαθώντας να νομιμοποιήσει τις παράνομες ενέργειες της στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Αντίθετα, η Ελλάδα συνεχίζει να εναποθέτει ελπίδες σε διασκέψεις, ανακοινώσεις και μαξιμαλιστικές εξαγγελίες, χωρίς τα αναγκαία πολιτικά, διπλωματικά και επιχειρησιακά αντίβαρα.

Η πρωτοβουλία για θαλάσσια πάρκα, που η Ελλάδα σκοπεύει να παρουσιάσει στη Διάσκεψη του ΟΗΕ στη Νίκαια, έχει μετατραπεί σε αφορμή για τουρκική αντίδραση και ενεργοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας». Ακόμα κι αν πρόκειται για περιβαλλοντικό εργαλείο, η Αθήνα δεν κατάφερε να το χρησιμοποιήσει ως μέσο διεθνούς πίεσης ή στρατηγικής ανάσχεσης. Αντιθέτως, έδωσε στην Τουρκία τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την πρωτοβουλία αυτή ως «επιθετική ενέργεια» και να κλιμακώσει θεσμικά τις δικές της αξιώσεις.

Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί. Η αναμενόμενη ανακοίνωση του χάρτη ΘΧΣ από την «τδβκ» δεν είναι απλώς συμβολική – είναι στρατηγική δήλωση παρουσίας και διεκδίκησης. Η Ελλάδα οφείλει να πάψει να παρακολουθεί αμήχανα. Χρειάζεται άμεσα αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, ενίσχυση της συμμαχίας με την Κύπρο, κινητοποίηση ευρωπαϊκών και διεθνών μηχανισμών, και αποφασιστική αντιμετώπιση κάθε μορφής τουρκικής επιθετικότητας. Γιατί αυτή τη φορά, η «Κύπρος δεν κείται μακράν»· είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού, και αν χαθεί η θάλασσά της, χάνεται σταδιακά και η εθνική κυριαρχία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η συνολική εικόνα παραπέμπει σε μια στρατηγική εξωτερική πολιτική που αδυνατεί να προασπίσει τις εθνικές θέσεις, να διασφαλίσει εθνική κυριαρχία και να οικοδομήσει σταθερές διεθνείς συμμαχίες. Η έλλειψη αποφασιστικότητας, οι αλλεπάλληλες υποχωρήσεις και η ανυπαρξία πολυδιάστατης διπλωματίας αφήνουν την Ελλάδα εκτεθειμένη σε αυξανόμενες γεωπολιτικές πιέσεις. Η σημερινή πορεία δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της χώρας. Απαιτείται μια άμεση και ριζική αναθεώρηση στρατηγικής, που θα ενισχύει την εθνική θέση, θα επαναπροσδιορίζει τις διεθνείς συμμαχίες και θα αποκαθιστά την αξιοπιστία της Ελλάδας στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.