Οι αυτόκλητοι υπέρμαχοι της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι λεγόμενοι «νεοταξίτες», φαίνεται πως σέβονται τις ελευθερίες των πολιτών μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί συμφωνούν με τις ιδεοληψίες τους.
Όταν κάποιος τολμήσει να εκφράσει αντίθετη άποψη ή να υποστηρίξει διαφορετικές αξίες από εκείνες που προβάλλει η συγκεκριμένη ιδεολογική ομάδα, τότε οι αρχές της ελευθερίας λόγου και της δημοκρατίας παύουν να έχουν ισχύ, και στη θέση τους προκρίνεται η φίμωση, η στοχοποίηση, ακόμα και η βίαιη εξόντωση των αντιφρονούντων.
Αφορμή για τις παραπάνω διαπιστώσεις αποτελεί η αποτρόπαια δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, ενός πατριώτη, βαθιά θρησκευόμενου χριστιανού, οικογενειάρχη και ενεργού αγωνιστή της συντηρητικής πολιτικής παράταξης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επίθεση εις βάρος του προκάλεσε σοκ και θλίψη σε κάθε πολίτη που εξακολουθεί να πιστεύει στο αυτονόητο: το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή, στην ασφάλεια, στην τιμή και την ατομική ελευθερία.
Οι πολίτες που επιμένουν να διατηρούν τον σεβασμό στις θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες αντέδρασαν άμεσα και με ενιαία φωνή καταδίκασαν το στυγερό έγκλημα. Ωστόσο, υπήρξαν και εκείνοι που όχι μόνο δίστασαν να το καταδικάσουν με σαφήνεια, αλλά και επιχείρησαν να το σχετικοποιήσουν ή ακόμη και να το δικαιολογήσουν, αφήνοντας υπαινιγμούς πως ο νεκρός… άξιζε αυτό που έπαθε.
Η εικόνα αυτή έγινε πιο έντονη στις ΗΠΑ, μια χώρα όπου ο κοινωνικός και πολιτικός διχασμός έχει πλέον παγιωθεί, ενώ η δικαιωματιστική ρητορική έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια συνείδηση. Οι αντιδράσεις μετά τη δολοφονία του Κερκ δεν περιορίστηκαν μόνο σε αμφίσημες δηλώσεις, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, εκδηλώθηκαν με πανηγυρισμούς ή ψιθύρους αποδοχής, υπονοώντας ότι το έγκλημα ήταν σε κάποιο βαθμό «κατανοητό» ή και «αναμενόμενο».
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η στάση μερίδας της αμερικανικής ελίτ, η οποία είχε δείξει παρόμοια ενόχληση στο παρελθόν όταν απέτυχε η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ. Η στάση τους αποκαλύπτει μια βαθιά αντιδημοκρατική νοοτροπία, όπου η φυσική εξόντωση πολιτικών αντιπάλων δεν αντιμετωπίζεται με αποτροπιασμό, αλλά σχεδόν με ικανοποίηση.
Η κυρίαρχη φράση που αναπαρήχθη από όσους προσποιήθηκαν ότι καταδικάζουν τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ ήταν η εξής: «Δεν είναι σωστό να σκοτώνεις άνθρωπο, αλλά ο Κερκ ήταν ακροδεξιός». Με τη δήλωση αυτή επιχειρείται να αφαιρεθεί από έναν ιδεολογικό αντίπαλο η ίδια η ανθρώπινη ιδιότητα, μόνο και μόνο επειδή πίστευε στον Θεό, στην πατρίδα και στην οικογένεια.
Δηλαδή, οι αξίες που κάποτε αποτελούσαν κοινό τόπο σε μια πολιτισμένη κοινωνία, τώρα αντιμετωπίζονται περίπου ως εγκληματικές απόψεις που δεν αξίζουν προστασία ή σεβασμό. Η ηθική απαξίωση του αντιπάλου αποτελεί για ορισμένους λόγο αποδοχής ή και επικρότησης της εξόντωσής του.
Η ίδια υποκριτική και κυνική στάση διαπιστώθηκε και στην Ελλάδα. Άτομα που παρουσιάζονται ως δημοσιογράφοι, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν ως φερέφωνα προπαγάνδας, αυτόκλητοι «διανοούμενοι» χαμηλού επιπέδου και πολιτικά πρόσωπα του περιθωρίου, αντί να εκφράσουν ρητά και κατηγορηματικά την καταδίκη τους για τη δολοφονία, αρκέστηκαν σε αόριστα σχόλια και φράσεις του τύπου «ναι μεν αλλά», επαναλαμβάνοντας τη ρητορική περί «ακροδεξιού» που δεν άξιζε καλύτερης τύχης.
Έτσι, οι υποτιθέμενοι προοδευτικοί, που στο όνομα της δήθεν αλληλεγγύης και της ελευθερίας των ιδεών κατακεραυνώνουν την παραμικρή έκφραση συντηρητικής σκέψης, φανερώνουν το πραγματικό τους πρόσωπο: αυτό της επιλεκτικής ηθικής, της ιδεολογικής βίας και του απόλυτου μηδενισμού.
Στην πραγματικότητα, όσοι διατηρούν τέτοια στάση απέχουν ελάχιστα από εκείνους που στο παρελθόν υποστήριζαν ή συγκαλύπταν την τρομοκρατική δράση της 17 Νοέμβρη, επιχειρώντας να συκοφαντήσουν και να απονομιμοποιήσουν τα ίδια τα θύματα των εγκλημάτων της. Τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι απλώς ανήθικες· είναι επικίνδυνες για την κοινωνική συνοχή και τον σεβασμό στις αρχές του κράτους δικαίου. Οτιδήποτε λιγότερο από την ξεκάθαρη και απόλυτη καταδίκη της πολιτικής βίας –απ’ όπου κι αν προέρχεται– αποτελεί ουσιαστικά συνενοχή.

