Ο Μαρκ Ρούτε ανήκει σε μια μικρή, αλλά ιδιαίτερα προνομιούχα μειοψηφία ανθρώπων που είχαν την τύχη να βρουν ακριβώς τη θέση που τους ταιριάζει, παρά τη θέση που μπορεί να δείχνει στον έξω κόσμο. Ο σημερινός γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, αν και διατέλεσε πρωθυπουργός της Ολλανδίας για 13 ολόκληρα χρόνια, είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο το πολιτικό ύψος και τα αξιώματα μάλλον παραμένουν δευτερεύουσας σημασίας, καθώς φαίνεται ότι γεννήθηκε για να υπηρετεί. Η πορεία του, από τη θέση του πρωθυπουργού στην Ολλανδία μέχρι τον κορυφαίο πολιτικό θρόνο του ΝΑΤΟ, δεν διαφοροποιείται σε βάθος. Οι τίτλοι αλλάζουν, τα κοστούμια μεταβάλλονται, αλλά η υπαλληλική του διάθεση παραμένει σταθερή και αμετάβλητη.
Η ιδιοσυγκρασία του Ρούτε χαρακτηρίζεται από μια υπαλληλική προθυμία και υπακοή που δεν επιτρέπει την έκφραση προσωπικών θέσεων ή αγώνων για αυτές. Αντίθετα, δείχνει μια βαθιά έλλειψη επιθυμίας για αντίσταση ή για εκφορά προσωπικής γνώμης, αρκούμενος στο να υποστηρίζει ό,τι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ανωτέρων του. Είναι ο τύπος του ανθρώπου που μπορεί εύκολα να υποστηρίζει το ένα και στην επόμενη στιγμή ακριβώς το αντίθετο, αρκεί να εξυπηρετεί τη στρατηγική των αφεντικών του.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής του πορείας ήταν η στάση του στην οικονομική κρίση της Ελλάδας. Πιστός στις πολιτικές του Βερολίνου, ο Ρούτε υπήρξε ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της λιτότητας, επιμένοντας στις συνεχείς περικοπές για να «γίνουν οι χώρες του Νότου πιο ανταγωνιστικές». Οι δαπάνες ήταν για εκείνον ένα κόκκινο πανί. Προχώρησε μάλιστα σε προτάσεις για την εφαρμογή ενός βέτο από μία χώρα στο εθνικό πρόγραμμα μιας άλλης, προκειμένου να επιβάλει τις «μεταρρυθμίσεις» του, όπως περικοπές στις συντάξεις και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Παρά την απόρριψη αυτής της πρότασης, κατάφερε να εισάγει έναν μηχανισμό που επέτρεπε την παραπομπή οποιωνδήποτε διαφωνιών στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ για συζήτηση.
Με το πέρασμα των χρόνων και την αλλαγή του ρόλου του, ο Ρούτε φαίνεται να έχει αλλάξει και την πολιτική του στάση. Ως πρώην στέλεχος της Unilever, όπου είχε χαρακτηριστεί ως το «παιδί των μεγάλων αφεντικών», η στάση του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ φαίνεται να έχει εξελιχθεί. Παρόλο που υπήρξε αρνητικός απέναντι στις αυξήσεις των δαπανών της ΕΕ ακόμη και κατά την πανδημία, σήμερα υποστηρίζει με ενθουσιασμό την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, αποδεχόμενος χωρίς αμφισβήτηση τις αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις που του θέτουν οι ΗΠΑ, υπό την καθοδήγηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Η υποταγή αυτή πήρε χαρακτηριστική μορφή στις προσωπικές τους επικοινωνίες, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν από τον ίδιο τον Τραμπ μέσω του Truth Social. Σε αυτές, ο Ρούτε επαινούσε τον Αμερικανό πρόεδρο για τις πολιτικές του, ακόμα και για τη στρατηγική του στο Ιράν, κάνοντας λόγο για «εκπληκτική» απόφαση που «κανείς άλλος δεν τόλμησε να πάρει». Αυτές οι δηλώσεις έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις που είχε εκφράσει στο παρελθόν, όταν το 2011 είχε αντιταχθεί στους βομβαρδισμούς στη Λιβύη, δηλώνοντας ότι η Ολλανδία δεν συμμετέχει σε τέτοιες ενέργειες.
Σήμερα, ως γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Ρούτε αναλαμβάνει έναν νέο ρόλο, προσπαθώντας να πείσει τα ευρωπαϊκά κράτη να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ΗΠΑ και να ενισχύσουν την ατλαντική συμμαχία. Σε πρόσφατες δηλώσεις του, υποστήριξε ότι η πλήρης δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ εξαρτάται από τη δέσμευση της Ευρώπης να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, κάτι που φυσικά θα έχει σοβαρές συνέπειες για τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς τομείς των ευρωπαϊκών κρατών, καθώς οι δαπάνες για την άμυνα θα μειώσουν την χρηματοδότηση σε άλλες κρίσιμες υπηρεσίες.
Το σχέδιο που προτείνει για την Ευρώπη περιλαμβάνει την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035, με επιπλέον 1,5% να διατίθεται σε τομείς όπως ο κυβερνοχώρος και οι υποδομές, οδηγώντας σε μια αύξηση της στρατιωτικής χρηματοδότησης και των εθνικών χρεών. Αυτή η πολιτική, φυσικά, έρχεται σε αντίθεση με τις αρχικές του θέσεις σχετικά με τη λιτότητα και τις περικοπές.
Είναι πλέον σαφές ότι ο Ρούτε έχει αναλάβει τον ρόλο του «yes man» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, σε μια Ευρώπη που προσπαθεί να διασφαλίσει την αμυντική της ανεξαρτησία, αλλά παράλληλα εξαρτάται από τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ των ΗΠΑ. Όσο και αν η νέα αυτή κατεύθυνση για τον Ρούτε δεν αντανακλά απαραίτητα τα συμφέροντα της Ευρώπης, φαίνεται ότι δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος είναι πλέον ο ρόλος του: Ο υπάλληλος που ακολουθεί τις οδηγίες χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα κι αν αυτές οδηγούν σε εκτελέσεις συμφωνιών που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών.
Γύρος του θριάμβου για τον Τραμπ
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη αναδείχθηκε ως μια από τις πιο πολυσυζητημένες διεθνείς συγκεντρώσεις, και όχι μόνο λόγω των αποφάσεων που λήφθηκαν, αλλά και για την ατμόσφαιρα και τη δυναμική που αναπτύχθηκε μεταξύ των παρευρισκόμενων ηγετών. Ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως συνήθως, δεν δίστασε να αποθεώσει τη Σύνοδο, χαρακτηρίζοντας τη ως «φανταστική» και αποκαλύπτοντας πως «φεύγει λίγο διαφορετικός», καθώς εντυπωσιάστηκε από το πάθος των ηγετών για την ασφάλεια των χωρών τους. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι χωρίς τις ΗΠΑ, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά τη σημαντικότητα της αμερικανικής ηγεσίας στην παγκόσμια σκηνή.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο Αμερικανός πρόεδρος έθιξε τόσο τις εξελίξεις στην Ουκρανία όσο και τις διαρκείς αναταραχές στη Μέση Ανατολή. Όσον αφορά τη Ρωσία, εκτίμησε ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ενδέχεται να έχει βλέψεις πέρα από την Ουκρανία. Μάλιστα, δήλωσε ότι σύντομα θα έχει νέα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο, αναδεικνύοντας την ανάγκη για διπλωματική διαχείριση των εξελίξεων στην περιοχή.
Όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να επενδύουν το 5% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτική και αμυντική υποδομή έως το 2035. Αυτή η απόφαση, παρά την αντίδραση της Ισπανίας, η οποία εξέφρασε τη διαφωνία της για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, προχωρά με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των κρατών-μελών. Ο Αμερικανός πρόεδρος, μάλιστα, χαρακτήρισε την ισπανική στάση «απαίσια» και προειδοποίησε ότι η Ισπανία θα κληθεί να καταβάλλει περισσότερα στο μέλλον για εμπορικές συμφωνίες.
Αναφορικά με την Ελλάδα, η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια της Συνόδου υπήρξε χαρακτηριστική. Παρά τη συμμετοχή του στη Σύνοδο, ο Έλληνας πρωθυπουργός φάνηκε να είναι απομονωμένος, γεγονός που φάνηκε και στη διάσημη ομαδική φωτογραφία των ηγετών του ΝΑΤΟ, όπου ο Μητσοτάκης «χάθηκε» στο βάθος, χωρίς ουσιαστική αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους ηγέτες. Αντίθετα, ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος είχε τακτικές επαφές με τον Τραμπ, φωτογραφήθηκε δίπλα του, ενισχύοντας την εικόνα του δυναμικού παίκτη στον διεθνή διπλωματικό χάρτη.
Η ελληνική απομόνωση φάνηκε και στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και δήλωσε τη στήριξή του στην πρόταση Τραμπ για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, τοποθετήθηκε ως αβοήθητος παρατηρητής των εξελίξεων, με τις αμυντικές πολιτικές της χώρας να είναι ήδη στο 2% του ΑΕΠ, χωρίς να διαφαίνονται ουσιαστικά ανταλλάγματα για την Ελλάδα.
Στο πλαίσιο της Συνόδου, ο Μητσοτάκης συνομίλησε και με τον Ταγίπ Ερντογάν για την κατάσταση στην περιοχή, με έμφαση στην εκεχειρία Ιράν – Ισραήλ και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η συνάντηση, αν και σύντομη, έδωσε την ευκαιρία στον Έλληνα πρωθυπουργό να εκφράσει την ανάγκη για μια βολική ημερομηνία για το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, ενώ παράλληλα δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν «ετεροπροσδιορίζεται» από εξωτερικές πιέσεις.
Πέρα από την ελληνική παρουσία, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για ενίσχυση της στρατηγικής της συνεργασίας με τις ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας τις συζητήσεις για την προμήθεια αεροσκαφών F-35, καθώς και για τις διαπραγματεύσεις με τη Βρετανία και τη Γερμανία για την απόκτηση των Eurofighter. Στο κέντρο αυτών των επαφών, ο Ερντογάν εξέφρασε τη στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας να ενισχύσει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, στοχεύοντας σε διμερή εμπορική συμφωνία ύψους 100 δισ. δολαρίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ στην Χάγη φαίνεται να κατέληξαν σε μια σειρά δεσμεύσεων για την ενίσχυση των αμυντικών τους δαπανών, ενώ η στρατηγική της Τουρκίας αναδεικνύεται ως ακόμα πιο σημαντική για την διαμόρφωση των περιφερειακών συμμαχιών και ισχυρών σχέσεων στον τομέα της άμυνας και της ενέργειας.