18 Νοεμβρίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Η βία ως νέα κανονικότητα

Βία: Όταν ο άνθρωπος επιχειρεί να στηριχθεί σε κάτι σταθερό για να μη χαθεί μέσα στη δίνη της εποχής του, οι ίδιες του οι αμφιβολίες μετατρέπονται σε κύματα που τον παρασύρουν προς τη σύγχυση. Όσα κάποτε έμοιαζαν καθαρά, σήμερα διαλύονται κάτω από το βάρος της αβεβαιότητας.

Η συνείδηση, όπως μας υπενθυμίζουν οι στοχαστές της εποχής, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια κοινωνική κατασκευή — και ο εαυτός, μια σκιά άγνωστη ακόμη και σε εκείνον που τη φέρει. Μόνο μέσα από τα όνειρα, τη μνήμη και την αφήγηση, ο άνθρωπος μπορεί να ανασύρει ψήγματα ταυτότητας, ένα προσωρινό «εγώ» που του επιτρέπει να σταθεί απέναντι στον χρόνο χωρίς να συντριβεί.

Η γλώσσα, θεοποιημένη ως φορέας συμβόλων και αντανάκλαση του ανθρώπινου πνεύματος, παρουσιάστηκε για αιώνες ως η μεγάλη δύναμη που συγκροτεί τον πολιτισμό. Όμως η γοητεία αυτής της ιδέας ίσως να κρύβει μια ρομαντική πλάνη — την πολυτέλεια μιας σκέψης που δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ από τη βία, τη στέρηση ή την ανάγκη. Στον κόσμο του 21ου αιώνα, όπου η τεχνολογία έχει μεταβάλει ριζικά την έννοια της γνώσης, όλο και λιγότεροι άνθρωποι συμμετέχουν στο «θαύμα» της προόδου.

Νέες κλειστές κάστες συγκροτούνται, αυτοαναπαράγονται και επιβάλλουν ψευδείς συνειδήσεις στις κοινωνίες που μένουν έξω από το προνόμιο. Οι παλαιοί μηχανισμοί εξισορρόπησης — το κράτος πρόνοιας, οι κοινωνικές εγγυήσεις, η παιδεία — έχουν αποδυναμωθεί ή αφομοιωθεί πλήρως από την αγορά.

Η γνώση των εγκλημάτων του παρελθόντος δεν αρκεί πια για να προφυλάξει το παρόν. Οι άνθρωποι της ευημερίας έχασαν τη μνήμη του πόνου και έγιναν εγωιστές· εκείνοι της ανέχειας παλεύουν μόνο για επιβίωση. Έτσι, η ιστορική εμπειρία, αποκομμένη από το βίωμα, παύει να λειτουργεί ως ανάχωμα απέναντι στο κακό.

Η κοινωνική ανισότητα γεννά νέες συμπεριφορές, και η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον εαυτό του καθιστά αναπόφευκτη τη διολίσθηση στη βία. Οι πράξεις ωμής παραβατικότητας, που προέρχονται πλέον και από ανθρώπους φαινομενικά «κανονικούς», δεν εκπλήσσουν· απλώς επιβεβαιώνουν τη διάλυση του ηθικού ιστού.

Ο πόλεμος δεν είναι πια η εξαίρεση, έγινε ένα μόνιμο υπόστρωμα της ανθρώπινης κατάστασης. Οι θηριωδίες του παρελθόντος αναπαράγονται με άλλες μορφές, νομιμοφανώς, μέσα σε κοινωνίες που έχουν χάσει τα όριά τους. Η ανθρωποκτονία έπαψε να είναι ταμπού. Ο ατομικισμός, στο όνομα της «αυτοπραγμάτωσης», νομιμοποίησε την επιθετικότητα, τη φτώχεια και τελικά τη βία ως μέσο αυτοπροστασίας. Η κοινωνία εξοικειώθηκε με τη φρίκη, την έκανε καθημερινό θέαμα και την καταναλώνει μέσα από οθόνες.

Ο εθισμός στη βία είναι το νέο ήπιο αναισθητικό των συνειδήσεων. Τα μέσα ενημέρωσης, με την αδιάκοπη προβολή εγκλημάτων, λειτουργούν σαν μηχανισμοί απονεύρωσης. Οι νεότεροι δεν μιμούνται όσα τους λέγονται, αλλά όσα βλέπουν να γίνονται.

Η νεανική βία που ξεσπά στα σχολεία, στους δρόμους, στα βίντεο του διαδικτύου, δεν είναι παρά η καθρέφτιση μιας κοινωνίας που έχει πάψει να αναγνωρίζει το θύμα. Το πρόσωπο που υποφέρει μετατρέπεται σε εικόνα, και η εικόνα σε θέαμα. Ο πόνος γίνεται περιττός· ο φόβος των ενόχων γεννά αποστροφή αντί για συμπόνια.

Μια δολοφονία δεν αφορά μόνο το θύμα της. Είναι μια ρωγμή στο συλλογικό σώμα, μια πληγή που δεν επουλώνεται. Το τελευταίο βλέμμα εκείνου που χάνεται γίνεται μόνιμη υπενθύμιση της απώλειας για όσους μένουν πίσω, ενώ η κοινωνία σταδιακά αποσύρεται, κουρασμένη από τη θλίψη, αμήχανη μπροστά στη φθορά. Η βία διαπερνά τον χώρο, τον τόπο, τις αναμνήσεις. Οι άνθρωποι απομακρύνονται ενστικτωδώς από το σημείο του πόνου, όπως αποφεύγουν την ίδια τη μνήμη. Και την ίδια στιγμή προβάλλουν πάνω στα θύματα τη δική τους ανασφάλεια, τον φόβο ότι μπορεί αύριο να είναι στη θέση τους.

Το έγκλημα σήμερα δεν είναι μόνο πράξη, αλλά σύμπτωμα είναι διαδικασία αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού, διάβρωση των δεσμών εμπιστοσύνης. Ο φόβος της αποκάλυψης, τόσο για τους θύτες όσο και για τους μάρτυρες, παρατείνει τη σιωπή.

Κάθε νέα πράξη βίας ξύνει την ίδια πληγή, μετατρέποντας τη δυσλειτουργία σε κανόνα. Ο βίαιος θάνατος δεν στερεί μόνο μια ζωή· αφαιρεί και ένα κομμάτι από την ανθρωπιά εκείνου που τον προκαλεί. Μαζί με τον νεκρό, χάνεται και η αισθητική του κόσμου, η ευγένεια, η ικανότητα να αντέχουμε τον πόνο του άλλου.

Μέσα σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα, η κοινωνία μοιάζει να συνηθίζει το αδιανόητο. Η αλληλοσφαγή έγινε μια μορφή συλλογικού μουδιάσματος. Ο πολιτισμός που γέννησε τη λογική και τη συμπόνια αποσύρεται αργά, αφήνοντας πίσω του μια εποχή όπου η απώλεια παύει να σοκάρει. Μαζί με κάθε θύμα, χάνεται κάτι περισσότερο από μια ζωή: χάνεται η ικανότητα να αναγνωρίζουμε το ανθρώπινο στον άλλο. Και μαζί της, ίσως, χάνεται και η εποχή που ονομάζαμε άνθρωπο.