19 Νοεμβρίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Η τραγωδία στα Βορίζια δεν είναι ένα «μεμονωμένο περιστατικό»

Η τραγωδία στα Βορίζια της Κρήτης δεν είναι ένα «μεμονωμένο περιστατικό», όπως έσπευσαν πάλι να ψελλίσουν οι ίδιοι πολιτικοί που χρόνια τώρα συγκαλύπτουν τις πληγές του τόπου. Είναι το σύμπτωμα μιας βαθιάς και χρόνιας σήψης, που διαπερνά τη σχέση πολιτείας και κοινωνίας, κεντρικής εξουσίας και περιφέρειας, νόμου και βίας. Δεν αφορά μονάχα την Κρήτη – την Κρήτη των μεγάλων ηρώων, των αντιστασιακών και των φιλελεύθερων παραδόσεων· αφορά μια Ελλάδα που έχει μάθει να ζει με την παρανομία, να την ανέχεται, να τη βαφτίζει «ιδιαιτερότητα» και να την ανταμείβει στις κάλπες.

Η οπλοκατοχή, η αντεκδίκηση και η ψευδομαγκιά δεν είναι παρά οι επιφάνειες ενός βαθύτερου μηχανισμού. Για δεκαετίες ολόκληρες, η ελληνική πολιτεία άφησε περιθώρια να αναπτυχθούν τοπικά δίκτυα εξουσίας, μισοπαράνομα και μισοθεσμικά, όπου οι γραμμές ανάμεσα στον νόμο και την ανομία έγιναν θολές. Όπως σε κάθε πελατειακό καθεστώς, το δίκτυο των σχέσεων –το τρίγωνο ανάμεσα στους παραβατικούς, στους κρατικούς λειτουργούς και στους πολιτικούς προστάτες– απέκτησε αυτονομία, δική του «λογική», δικά του ανταλλάγματα. Εκεί όπου το κράτος έπρεπε να επιβάλει ισονομία, εγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς συναλλαγής, φόβου και ανταμοιβής.

Αυτό που πολλοί επιμένουν να ονομάζουν «παράδοση» δεν είναι τίποτα άλλο από θεσμική παραίτηση. Ο παραβατικός δεν είναι ο «αντάρτης» ενός αδίκου συστήματος, αλλά ο εκλεκτός του. Η ανοχή που έδειξε η πολιτεία δεν ήταν αφέλεια – ήταν συνενοχή. Γιατί πίσω από την καλλιεργημένη εικόνα του «σκληρού Κρητικού» που δεν σηκώνει προσβολή, κρύφτηκαν για χρόνια οι δουλειές με τα ναρκωτικά, οι παράνομες συναλλαγές, το ξέπλυμα, η ψήφος-αντάλλαγμα και η βουλευτική «προστασία». Η βεντέτα έγινε σκηνικό για να καλυφθούν τα πραγματικά εγκλήματα: η διαπλοκή και η συγκάλυψη.

Η Μεταπολίτευση, που τόσο περηφανεύτηκε για τη «δημοκρατική της ωρίμανση», γέννησε και συντήρησε αυτά τα δίκτυα εγκλήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ολόκληρες περιοχές της Ελλάδας, και ιδίως στην Κρήτη, διαμορφώθηκε ένα καθεστώς άτυπης κυριαρχίας, όπου η αστυνομία παρεμβαίνει με το σταγονόμετρο, η Δικαιοσύνη «σέβεται τις ιδιαιτερότητες», οι πολιτικοί χαμογελούν στα καφενεία και υπόσχονται «να μην ανοίξουν πληγές». Η δημοκρατία στα χαρτιά παραμένει· στην πράξη, η ανομία έχει γίνει αποδεκτή ως κοινωνική ισορροπία.

Και όταν, σπανίως, κάτι βγαίνει στο φως, το κράτος σπεύδει να το διαχειριστεί επικοινωνιακά. Κάθε φορά τα ίδια λόγια: «Δεν χαρακτηρίζουν αυτά όλους τους Κρητικούς». Φυσικά και δεν τους χαρακτηρίζουν. Αλλά το ζήτημα δεν είναι ποιοι «χαρακτηρίζονται»· είναι ποιοι προστατεύονται. Το έγκλημα δεν θα είχε ρίζες αν δεν είχε ομπρέλα. Και αυτή η ομπρέλα εκτείνεται από τα τοπικά γραφεία μέχρι τα υπουργεία. Ο λιμενάρχης που διώκεται για αμέλεια, οι υπηρεσιακοί που κάνουν τα στραβά μάτια, οι βουλευτές που τηλεφωνούν «να μην προχωρήσει η υπόθεση», είναι οι κρίκοι μιας ίδιας αλυσίδας συγκάλυψης.

Η κοινωνιολογική διάσταση είναι γνωστή, εκεί όπου το κράτος απουσιάζει ή εμφανίζεται μόνο για να καταστείλει, οι τοπικές κοινότητες χτίζουν δικούς τους άγραφους κώδικες τιμής. Αυτή η μετάλλαξη της παραδοσιακής τιμής σε νομιμοποιημένη βία είναι το πιο επικίνδυνο υπόλειμμα μιας προνεωτερικής κοινωνίας. Όμως εδώ έχουμε προχωρήσει πιο πέρα. Στην Κρήτη του 21ου αιώνα, η βία δεν είναι πια θέμα «τιμής» αλλά επιχείρησης. Η κατοχή όπλων δεν είναι σύμβολο «αντρισμού» αλλά εργαλείο εκφοβισμού και προστασίας παράνομων συμφερόντων. Η «βεντέτα» είναι το αφήγημα που καλύπτει το οργανωμένο έγκλημα.

Οικονομικά συμφέροντα, παράνομη αγροτική παραγωγή, διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα μέσω επιδοτήσεων και τοπικών έργων – όλα αυτά συνθέτουν ένα πλέγμα εξουσίας που παραμένει άθικτο. Και όσο η πολιτεία υποκρίνεται ότι δεν βλέπει, η ίδια τρέφει το τέρας που κάποτε θα στραφεί εναντίον της. Η δολοφονία στα Βορίζια δεν είναι ξέσπασμα πάθους· είναι μήνυμα ισχύος. Ένα μήνυμα που απευθύνεται όχι μόνο στους αντιπάλους των δραστών, αλλά σε ολόκληρη την κοινωνία, για να θυμίσει ποιος κάνει κουμάντο. Είναι η ασύμμετρη επίδειξη δύναμης απέναντι στο ίδιο το κράτος.

Αυτό το κράτος, που αντί να εξυγιάνει, συντηρεί. Που αντί να προστατεύσει τους πολίτες του, προστατεύει τους παραβάτες. Που αντί να εφαρμόσει τον νόμο, αναζητά πολιτικά ισοδύναμα. Η δήθεν «ιδιαιτερότητα» της Κρήτης έχει γίνει άλλοθι για τη διατήρηση ενός παρακρατικού συστήματος που διαπλέκεται με την εξουσία. Και όσο αυτό το σύστημα απολαμβάνει ασυλία, κάθε νέα τραγωδία θα μοιάζει με προαναγγελθέν έγκλημα.

Η ρήξη που ξέσπασε ανάμεσα σε κορυφαία κυβερνητικά στελέχη για τη δίωξη του λιμενάρχη Χανίων είναι ενδεικτική. Δεν είναι απλώς διαφωνία για υπηρεσιακές ευθύνες. Είναι μάχη μηχανισμών: ποιος ελέγχει την τοπική επιρροή, ποιος διατηρεί τις «γραμμές» με τα συμφέροντα, ποιος έχει λόγο στην ασυλία. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η πολιτική τάξη είναι όμηρος αυτού του συστήματος. Κανείς δεν θέλει να τα βάλει μαζί του, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η ψήφος μετράει, οι ισορροπίες είναι εύθραυστες, και η σιωπή εξαγοράζεται φθηνότερα από την αλήθεια.

Η τραγωδία στα Βορίζια πρέπει να ιδωθεί όχι ως στιγμιαίο γεγονός, αλλά ως ιστορική συνέχεια μιας παραμορφωμένης σχέσης μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας. Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, το πολιτικό σύστημα αντάλλαξε την εφαρμογή του νόμου με την εξασφάλιση εκλογικής επιρροής. Κάθε κυβέρνηση, ανεξαρτήτως χρώματος, φλέρταρε με την ανοχή, προστάτευσε «κομματικούς φίλους», άφησε τις τοπικές μαφίες να λειτουργούν ως ιδιότυποι διαχειριστές «τάξης». Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, όπου οι πολίτες ζητούν δικαιοσύνη και οι αρχές απαντούν με «έρευνα σε εξέλιξη».

Όμως η κοινωνία δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Οι πολίτες που γνωρίζουν και σιωπούν, που φοβούνται να καταγγείλουν, που εκλέγουν τους ίδιους ανθρώπους που συντηρούν το καθεστώς της ατιμωρησίας, είναι κι αυτοί κρίκος της ίδιας αλυσίδας. Η σιωπή, στο τέλος, γίνεται συνενοχή. Και όσο δεν σπάει αυτός ο κύκλος της σιωπής, καμία «εκστρατεία κατά της βεντέτας» δεν θα έχει αποτέλεσμα.

Το ζητούμενο δεν είναι άλλη μια σύσκεψη υπουργών ούτε μια «εκστρατεία ενημέρωσης». Είναι η ριζική αποκοπή της πολιτικής από την παρανομία. Είναι η αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου, όχι στα λόγια, αλλά στις πράξεις. Η Κρήτη δεν χρειάζεται νέους ήρωες, χρειάζεται κράτος. Χρειάζεται παρουσία αστυνομίας που να μην φοβάται να κάνει τη δουλειά της, δικαστές που να μην εκβιάζονται, πολιτικούς που να μην δειπνούν με τους «νονούς» των χωριών. Χρειάζεται μια κοινωνία που θα πάψει να χαμογελά στις κηδείες και να σιωπά στις απειλές.

Η ιστορία των Βοριζίων πρέπει να σημάνει το τέλος της ανοχής. Κάθε φορά που ένα παιδί πέφτει νεκρό από σφαίρες, κάθε φορά που μια οικογένεια θρηνεί για να διατηρηθεί το γόητρο κάποιου, είναι η δημοκρατία που αιμορραγεί. Η ατιμωρησία δεν είναι τοπικό φαινόμενο· είναι εθνικό. Και η αποκατάσταση του νόμου δεν είναι ζήτημα αστυνομικό, είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Αν η πολιτεία συνεχίσει να φοβάται, τότε η Κρήτη —κι όχι μόνο η Κρήτη— θα παραμείνει πεδίο όπου η νομιμότητα υποχωρεί μπροστά στην ιδιοκτησία της βίας.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Κρήτη έχει δώσει στην Ελλάδα ήρωες, διανοούμενους, επιστήμονες, ανθρώπους του πολιτισμού. Όμως δεν μπορεί μια ολόκληρη κοινωνία να παραμένει όμηρος μιας μειοψηφίας που νομιμοποιεί τον τρόμο. Η υπεράσπιση της τιμής δεν γίνεται με όπλα, αλλά με θεσμούς. Η ανδρεία δεν μετριέται με αίμα, αλλά με το θάρρος να σταθείς απέναντι στην αδικία. Και η πραγματική λεβεντιά είναι να σπάσεις τη σιωπή, όχι να πυροβολήσεις τον γείτονα.

Αν υπάρχει έστω και μια ελπίδα, αυτή βρίσκεται στην αποκάλυψη. Στην αποφασιστικότητα να ερευνηθούν τα κυκλώματα, να αποκαλυφθούν οι δεσμοί, να διακοπούν οι διαδρομές του χρήματος, να καθαιρεθούν όσοι πολιτικοί λειτουργούν ως προστάτες. Κι αν η πολιτεία θέλει να αποδείξει ότι δεν είναι συνένοχη, ας ξεκινήσει από το αυτονόητο: να εφαρμοστεί ο νόμος σε όλη την επικράτεια, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς πολιτικά φίλτρα, χωρίς «τοπικές ιδιαιτερότητες».

Η τραγωδία στα Βορίζια δεν πρέπει να γίνει άλλη μια στατιστική, άλλο ένα δελτίο ειδήσεων που θα ξεχαστεί σε δύο μέρες. Είναι η τελευταία ευκαιρία να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Γιατί όσο επιτρέπουμε στην ανομία να μεταμφιέζεται σε παράδοση, τόσο θα μετράμε νεκρούς στο όνομα μιας ψευδούς τιμής. Και τότε η ευθύνη δεν θα ανήκει μόνο στους δράστες, αλλά σε όλους μας.