ΑΟΖ: Με μια γνώριμη φρασεολογία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της 26ης Ιουνίου, προχώρησαν σε μια επανάληψη καταδίκης του τουρκολιβυκού μνημονίου για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο. Η διατύπωση, πανομοιότυπη με αυτή που είχε υιοθετηθεί πριν από σχεδόν τρία χρόνια, υπογραμμίζει ότι το εν λόγω μνημόνιο παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμβαδίζει με το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν μπορεί να έχει νομική ισχύ έναντι άλλων χωρών. Η επανάληψη αυτής της φράσης ήρθε μετά από αίτημα του Έλληνα πρωθυπουργού, εν μέσω νέας επιδείνωσης στις σχέσεις της Αθήνας με την Τρίπολη, λόγω τόσο της διαχείρισης του μεταναστευτικού όσο και της πρόθεσης της Τουρκίας να προχωρήσει σε θαλάσσιες εξορύξεις νοτίως της Κρήτης για λογαριασμό της λιβυκής κυβέρνησης.
Ωστόσο, πίσω από τη φραστική συμπαράσταση της Ε.Ε. κρύβεται μια ουσιαστική απουσία πολιτικής βούλησης. Οι 27 ηγέτες, παρότι δέχθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα του πρωθυπουργού, απέφυγαν για άλλη μια φορά να δεσμευτούν σε οποιαδήποτε διεθνή νομική ή διπλωματική ενέργεια εναντίον της Τουρκίας ή της Λιβύης. Αντιθέτως, η Ε.Ε. επέλεξε να «υπενθυμίσει» παλαιότερη δήλωσή της, καθιστώντας σαφές ότι δεν προτίθεται να κινητοποιηθεί συλλογικά για ένα ζήτημα που, στην ουσία, αφήνει στην ευχέρεια της Αθήνας.
Η χρήση της φράσης «τρίτα κράτη», χωρίς ρητή αναφορά στην Ελλάδα ή στην Κύπρο, επιβεβαιώνει πως οι ευρωπαίοι εταίροι δεν επιθυμούν να εμπλακούν άμεσα σε μια διαμάχη που θεωρούν περιφερειακή και εν πολλοίς ξένη προς τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα. Η φρασεολογία αυτή δεν επιφέρει δεσμευτικά νομικά ή πολιτικά αποτελέσματα για το σύνολο της Ένωσης, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για μονομερείς ενέργειες από τα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη.
Πρακτικά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μεταθέτει τη διαχείριση της κρίσης στην ελληνική κυβέρνηση, δίνοντάς της μια διατύπωση-εργαλείο, την οποία μπορεί να αξιοποιήσει σε διεθνή φόρα, όπως ο ΟΗΕ. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει μέχρι στιγμής προχωρήσει σε επίσημη καταγγελία της τουρκολιβυκής ΑΟΖ στους διεθνείς οργανισμούς, παρά το γεγονός ότι από το 2020 – οπότε και αναρτήθηκε επισήμως το μνημόνιο στον αρμόδιο πίνακα του ΟΗΕ – έχει περάσει σημαντικός χρόνος. Η απουσία καταγγελίας είχε ως αποτέλεσμα η εν λόγω συμφωνία να αποκτήσει, de facto, χαρακτήρα νομικής ισχύος στη διεθνή σκηνή, αφού δεν αμφισβητήθηκε επίσημα από κανένα κράτος ή οργανισμό.
Η ελληνική κυβέρνηση αρκέστηκε τότε – και φαίνεται να αρκείται ακόμη – σε δηλώσεις και αναφορές εντός της Ε.Ε., χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει τις διατυπώσεις των ευρωπαϊκών συμπερασμάτων για να στηρίξει μια σαφή, επίσημη και οργανωμένη καταγγελία στον ΟΗΕ. Ακόμη και μετά τη νέα αναφορά των Ευρωπαίων στη Σύνοδο Κορυφής, ο πρωθυπουργός δήλωσε ικανοποιημένος από την «ευρωπαϊκή συμπαράσταση», χωρίς να ανακοινώσει συγκεκριμένα βήματα στο διπλωματικό πεδίο. Έτσι, η τουρκολιβυκή συμφωνία, που αμφισβητεί ευθέως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή από το Καστελόριζο και την ανατολική Ρόδο μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο, παραμένει στον «αέρα» χωρίς την παραμικρή επίσημη διπλωματική αντίδραση εκ μέρους της Αθήνας.
Η μόνη αντίδραση εντός της κυβέρνησης ήρθε από τον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος επέρριψε ευθύνες στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια για ολιγωρία στο θέμα. Ωστόσο, ούτε αυτή η δημόσια αιχμή είχε κάποια συνέχεια ή απάντηση από το κυβερνητικό επιτελείο.
Το αποτέλεσμα είναι πως το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης, με τις γεωπολιτικές του προεκτάσεις και τις σοβαρές συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα, παραμένει μια «καυτή πατάτα» στα χέρια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία φαίνεται να διστάζει να την αντιμετωπίσει αποφασιστικά. Και όσο η Ε.Ε. επιλέγει να κρατά αποστάσεις και η ελληνική πλευρά δεν αξιοποιεί τα διπλωματικά μέσα που διαθέτει, τόσο η Τουρκία συνεχίζει να ενισχύει την παρουσία της στην περιοχή, επιδιώκοντας εμπράκτως να κατοχυρώσει συμφέροντα εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Γιατί κινδυνεύει η Ελλάδα
Το σκηνικό που διαμορφώνεται γύρω από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, με φόντο τις εξελίξεις στο ΝΑΤΟ, την ενεργειακή συνεργασία και τις προσωπικές επαφές ηγετών, αναδεικνύει ένα δυσοίωνο – για τα ελληνικά συμφέροντα – περιβάλλον. Ο συνδυασμός θερμών σχέσεων Τραμπ – Ερντογάν, επενδυτικών συμφωνιών δισεκατομμυρίων, και η απουσία άμεσης επαφής Αθήνας – Ουάσιγκτον, συνιστά προειδοποιητικό σήμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι τυπικός Αμερικανός πρόεδρος με αυστηρή θεσμική προσέγγιση. Χαράσσει πολιτική στη βάση προσωπικών σχέσεων, επιχειρηματικών συμφερόντων και υποκειμενικών αξιολογήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση του με τον Ερντογάν δείχνει να είναι θερμή, λειτουργική και κυρίως διαδραστική, με έμφαση στα αμοιβαία οφέλη. Οι συνομιλίες τους, η διπλωματία των χειραψιών, αλλά και η παρουσία φίλων του Τραμπ στην Άγκυρα (όπως ο νέος πρέσβης), ενισχύουν το τουρκικό προφίλ στην Ουάσιγκτον.
Αντίθετα, η παντελής απουσία άμεσης επικοινωνίας του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ντόναλντ Τραμπ (ούτε τηλεφωνική, ούτε δια ζώσης), όπως και η καθυστέρηση άφιξης της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Αθήνα, υποβαθμίζουν το γεωπολιτικό εκτόπισμα της Ελλάδας στο Λευκό Οίκο του Τραμπ.
Η τριμερής συμφωνία Continental Resources – TPAO – TransAtlantic Petroleum στην τουρκική ενδοχώρα (Άμιδας, Ντιγιαρμπακίρ, Ανατολική Θράκη) είναι πολλαπλά κρίσιμη:
- Αφορά τεράστιες ποσότητες ενεργειακών αποθεμάτων, αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
- Συνδέεται άμεσα με τον στενό επιχειρηματικό κύκλο του Τραμπ, μέσω του Harold Hamm.
- Πραγματοποιείται σε μια ευαίσθητη περιοχή, που ενισχύει τον γεωενεργειακό ρόλο της Τουρκίας στον άξονα Ευρασίας – ΝΑΤΟ – Μέσης Ανατολής.
Αν προστεθούν και μελλοντικά σχέδια εξορύξεων στον κόλπο των Αδάνων ή τη Μαύρη Θάλασσα, διαφαίνεται η σταδιακή μετατροπή της Τουρκίας σε ενεργειακό εταίρο υψηλής στρατηγικής σημασίας για τις ΗΠΑ. Και όταν το οικονομικό συμφέρον συνδέεται με γεωστρατηγική σημασία, η Ουάσιγκτον δύσκολα θα πάρει θέσεις που ενοχλούν την Άγκυρα.
Η πολιτική αυτή σύγκλιση ΗΠΑ – Τουρκίας δημιουργεί σοβαρές απειλές για την Ελλάδα:
- Ο Ερντογάν, με καλύτερη πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, μπορεί να διαμορφώσει αφήγημα για το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
- Σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ αναζητούν σταθερούς και «χρήσιμους» συμμάχους για να ανασχέσουν ρωσική και κινεζική επιρροή, η τουρκική γεωγραφική θέση και οι ενεργειακοί πόροι αποκτούν μεγαλύτερο βάρος από τις ελληνικές «ευρωπαϊκές ευαισθησίες».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφανίζεται αδρανής ή απρόθυμη να ανταγωνιστεί την τουρκική διπλωματία σε διμερές επίπεδο ΗΠΑ – Ελλάδας:
- Δεν έχει επιδιώξει συστηματική προσέγγιση με το περιβάλλον Τραμπ, παρότι αυτό διαμορφώνει πλέον την εξωτερική πολιτική.
- Δεν έχει επενδύσει σε οικονομικές, επενδυτικές ή στρατιωτικές συνεργασίες που θα προσδώσουν βάθος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, πέραν της βάσης της Σούδας.
- Δεν έχει ενεργοποιήσει το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ, που ιστορικά επηρέαζε αποφάσεις σε κρίσιμα ζητήματα.
Τι πρέπει να γίνει άμεσα
- Άμεση προσωπική επαφή Μητσοτάκη – Τραμπ. Χρειάζεται επαναφορά της επικοινωνίας σε κορυφαίο επίπεδο, πέρα από διπλωματικά πρωτόκολλα.
- Δημιουργία οικονομικών συνεργασιών με αμερικανικά συμφέροντα εντός Ελλάδας (π.χ. εξορύξεις, ναυπηγεία, τεχνολογία), ώστε να υπάρχει και οικονομικό αποτύπωμα.
- Ενεργοποίηση του ελληνοαμερικανικού λόμπι, με συστηματική παρουσία στελεχών της ελληνικής κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον.
- Δημόσια και διπλωματική προβολή των ελληνικών θέσεων στα διεθνή φόρα, με αξιοποίηση των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου και αποφάσεων της Ε.Ε.
- Καταγγελία της τουρκολιβυκής ΑΟΖ στον ΟΗΕ, ως πράξη διεθνούς αντίστασης που θα στηριχθεί και με επιχειρηματολογία έναντι των συμμάχων.
Η Τουρκία, μέσω διπλωματικής ευελιξίας, προσωπικών σχέσεων και οικονομικής διείσδυσης, ενισχύει τη θέση της στην Ουάσιγκτον. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μένει θεατής. Ο κίνδυνος είναι ορατός: η μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής υπέρ της Τουρκίας εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Αν η Αθήνα δεν κινηθεί γρήγορα, στρατηγικά και χωρίς φοβικά σύνδρομα, τότε οι επόμενες εξελίξεις μπορεί να την βρουν απροετοίμαστη — με σοβαρό κόστος.