18 Ιουλίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης του Υπαρκτού Μητσοτακισμού

Η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια των υποστηρικτών του Υπαρκτού Μητσοτακισμού να περισώσουν ό,τι έχει απομείνει από την εικόνα ενός πρωθυπουργού που επί έξι χρόνια εμφανιζόταν ως «τεχνοκράτης-εκσυγχρονιστής», είναι η εξής: ότι δήθεν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήξερε. Ότι αγνοούσε τα έργα και τις ημέρες υπουργών του, που δρούσαν ως δερβέναγες στα χωράφια της Δημόσιας Διοίκησης. Ότι τώρα, που (ω του θαύματος) ενημερώθηκε, επιτέλους θα βάλει τάξη, με αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση – και μάλιστα “παρά το πολιτικό κόστος”.

Πρόκειται για μια εκδοχή τόσο προκλητικά υποτιμητική για τη νοημοσύνη των πολιτών, που μόνο μέσα στην αποσύνθεση ενός πολιτικού περιβάλλοντος που βαυκαλίζεται με το «επιτελικό κράτος» και στην πραγματικότητα συγκαλύπτει ένα συγκεντρωτικό και αυθαίρετο καθεστώς εξουσίας, θα μπορούσε να αρθρωθεί με τέτοια ευκολία.

Το αφήγημα που διακινείται είναι εντυπωσιακά απλοϊκό: ο Πρωθυπουργός είναι ένας πολιτικός «άλλης πάστας», που δεν έχει καμία σχέση με τα «δωσ’ τα όλα» και τους Γκρούεζες. Είναι ένας παιδαγωγικός ηγέτης, ένας φωτισμένος διαχειριστής, που έπεσε θύμα των παλαιοκομματικών πρακτικών ορισμένων υπουργών – τους οποίους, φευ, ο ίδιος διόρισε. Δηλαδή, έπεσε σε παγίδα που του έστησαν οι επιλογές του. Πρώτα τους έκανε υπουργούς, μετά τους άφησε ανεξέλεγκτους, και τώρα – λέει – θα τους “καθαρίσει”, σαν αυστηρός πατέρας που επέτρεψε στα παιδιά να παίξουν με τα σπίρτα και μόλις είδε τη φωτιά, τους μαλώνει.

Αν, λοιπόν, δεχτούμε αυτό το αφήγημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι είτε άβουλος και πολιτικά αφελής, είτε εντυπωσιακά ανίκανος, αφού δεν κατάφερε να ελέγξει τους στενούς του συνεργάτες. Μόνο που η πραγματικότητα δεν του επιτρέπει ούτε αυτή τη δικαιολογία.

Διότι, από το 2019, με δική του πρωτοβουλία, θεσπίστηκε ο περιβόητος Νόμος 4622 για το Επιτελικό Κράτος. Ένας συγκεντρωτικός μηχανισμός εξουσίας που φέρει την προσωπική του σφραγίδα, δομημένος με τρόπο που τίποτα δεν ξεφεύγει από τον έλεγχο του Πρωθυπουργικού Γραφείου. Η Προεδρία της Κυβέρνησης διαθέτει πλέγμα γραμματειών και δομών συντονισμού, αξιολόγησης, παρακολούθησης, νομοτεχνικής υποστήριξης και πληροφορικής επεξεργασίας δεδομένων. Δεν πρόκειται για κάποιο χαλαρό σύστημα πολιτικής παρακολούθησης, αλλά για έναν ακριβή και αυστηρά ελεγχόμενο μηχανισμό, που έχει ως προμετωπίδα την προσωπική ευθύνη και γνώση του Πρωθυπουργού για κάθε κρίσιμο ζήτημα διακυβέρνησης.

Η Ειδική Γραμματεία Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, η Γραμματεία Συντονισμού, η Γραμματεία Νομικών Θεμάτων, οι θεσμοθετημένοι μηχανισμοί αξιολόγησης υπουργών μέσω Τακτικών Συμβουλίων, οι άμεσες γραμμές επικοινωνίας με τις Αρχές Διαφάνειας, και ένα σύνολο τεχνοκρατικών εργαλείων που καταγράφουν καθημερινά το κυβερνητικό έργο, διαψεύδουν κάθε εκδοχή άγνοιας. Δεν ήταν ένας παθητικός ηγέτης που διάβαζε εφημερίδες για να ενημερωθεί – ήταν ο δημιουργός του ίδιου του μοντέλου ελέγχου.

Άρα, τι ακριβώς δεν ήξερε; Δεν γνώριζε για τις αποκαλύψεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ ήδη από το 2021; Δεν ήξερε ότι στελέχη απομακρύνονταν όταν κατήγγειλαν παρανομίες; Δεν έμαθε τίποτα όταν πρώην πρόεδρος του Οργανισμού που απομακρύνθηκε από τον τότε υπουργό του, κατέληξε σύμβουλος του ίδιου του Πρωθυπουργού; Δηλαδή, ούτε τότε κατάλαβε ότι κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της Δανιμαρκίας; Και αν ναι, γιατί τώρα θυμήθηκε να ανακοινώσει “Task Force”; Τι άλλαξε σήμερα, εκτός από το ότι η κατάσταση δεν μπορούσε πια να κρυφτεί;

Η απάντηση είναι απλή. Ο Μητσοτάκης ήξερε και δεν μιλούσε, γιατί η πολιτική του λειτουργία δεν βασίζεται στην πρόληψη και την εποπτεία, αλλά στην επικοινωνιακή διαχείριση και την απόκρυψη μέχρι να ξεσπάσει το σκάνδαλο. Το «δεν ήξερα» ενεργοποιείται μόνο όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος διαφυγής. Και το «παίρνω μέτρα» μετατρέπεται σε θέατρο για τα τηλεοπτικά παράθυρα, ώστε να διατηρηθεί το προσωπείο του αυστηρού μεταρρυθμιστή.

Και εφόσον γνώριζε και δεν έπραξε, απομένουν δύο εκδοχές: είτε κάλυπτε συνειδητά τη διαφθορά, όντας ενορχηστρωτής της – είτε είναι τόσο ανεπαρκής, που δεν μπόρεσε να προστατέψει ούτε το ίδιο το αφήγημα της διακυβέρνησής του. Σε κάθε περίπτωση, ηθική και πολιτική νομιμοποίηση δεν υπάρχει.

Το πρόβλημα δεν είναι η πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού. Το πρόβλημα είναι ότι επιχειρείται να μετατραπεί η πολιτική συνενοχή σε πολιτικό θρίαμβο. Να βαφτιστεί «θάρρος» η καθυστερημένη αναγνώριση σκανδάλων, και «πολιτική γενναιότητα» η απόπειρα να καεί ορισμένος αριθμός υπουργών ως προσφορά για την προσωπική του επιβίωση.

Είναι αυτός ο νέος πολιτικός πολιτισμός που υποσχέθηκε το 2019; Είναι αυτή η «καλή διακυβέρνηση»; Ένα καθεστώς όπου οι ανομίες κουκουλώνονται με μεταρρυθμιστική φλυαρία, μέχρι να βγουν στη φόρα και τότε να κατασκευάζεται το αφήγημα του ανυποψίαστου ηγέτη;

Όχι. Αυτό δεν είναι διακυβέρνηση. Αυτό είναι διοίκηση με βάση το συμφέρον της στιγμής, μια κοσμική εκδοχή απολυταρχικής ελαφρότητας, όπου η αλήθεια είναι εργαλείο και η ευθύνη βάρος που πετιέται στον κάδο όταν κοστίζει. Και όσο πιο πολύ προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο Πρωθυπουργός “δεν ήξερε”, τόσο πιο πολύ αποδεικνύεται ότι ήξερε τα πάντα. Απλώς δεν τον συνέφερε να μιλήσει.

Και τώρα που όλα γκρεμίζονται, το θράσος περισσεύει. Ίσως επειδή, όπως και σε κάθε άλλη μορφή υπαρκτού αυταρχισμού, το σύστημα δεν ζητά συγγνώμη – απλώς αλλάζει την αφήγηση. Και όσο για τη «νέα πολιτική ηθική» που υποτίθεται ότι εισήγαγε, είναι πλέον σαφές πως αποτελεί την πιο παλιά δικαιολογία στον κόσμο:
«Δεν φταίω εγώ. Δεν ήξερα. Με πρόδωσαν». Ας ελπίσουμε ότι οι πολίτες, αυτή τη φορά, δεν θα ξεχάσουν.