22 Ιουνίου, 2025
Τεχνολογία

Η τεχνητή νοημοσύνη στο επίκεντρο της αμερικανικής πολιτικής

Στις 8 Μαΐου 2025, η Επιτροπή Εμπορίου, Επιστήμης και Μεταφορών της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών αφιέρωσε πολύωρη ακρόαση στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), με επίκεντρο τις τεχνολογικές, στρατηγικές και γεωπολιτικές της διαστάσεις. Παρόντες ήταν κορυφαίοι εκπρόσωποι του τεχνολογικού τομέα, όπως ο Σαμ Άλτμαν της OpenAI, στελέχη της Microsoft, της AMD και της CoreWeave, σηματοδοτώντας την κοινή γραμμή μεταξύ του αμερικανικού κράτους και της τεχνολογικής του πρωτοπορίας για τη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής στην εποχή της AI.

Η ακρόαση δεν περιορίστηκε σε τυπικές τοποθετήσεις. Αντίθετα, εντάσσεται σε μια ευρύτερη θεσμική διαδικασία με σκοπό τον σχεδιασμό της νέας εθνικής πολιτικής για την AI. Το Κογκρέσο, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί ως σημείο σύγκλισης τεχνολογικών εξελίξεων, επιχειρηματικών συμφερόντων, γεωπολιτικών προβληματισμών και ιδεολογικών τοποθετήσεων. Μέσα από τέτοιου τύπου συζητήσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν όχι μόνο να θεσπίσουν εσωτερικούς κανόνες για την ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά και να διαμορφώσουν το παγκόσμιο πρότυπο με βάση τις δικές τους αξίες, θεσμούς και συμφέροντα.

Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην ανάγκη η Αμερική να διατηρήσει το τεχνολογικό της προβάδισμα απέναντι στην Κίνα, η οποία εμφανίζεται να επιταχύνει μέσω κρατικών επενδύσεων και ελέγχου. Η Γερουσία εξέτασε το πώς οι ΗΠΑ μπορούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές, με έμφαση στην ενίσχυση των υποδομών, στην επάρκεια υπολογιστικών πόρων και ενέργειας, καθώς και στη δυνατότητα εξαγωγής της τεχνολογίας AI ως εργαλείου ήπιας ισχύος.

Κεντρικός άξονας της συζήτησης ήταν η ανάγκη για επαρκή ενεργειακή υποστήριξη των μεγάλων AI μοντέλων, που ήδη καταναλώνουν τεράστια ποσά ενέργειας και αναμένεται να φτάσουν στο 12% της συνολικής ηλεκτρικής κατανάλωσης των ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, η έλλειψη υποδομών, όπως data centers, και οι καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις αναφέρθηκαν ως κρίσιμο εμπόδιο. Παρουσιάστηκε ως παράδειγμα το υπό ανάπτυξη υπερσύγχρονο κέντρο “Stargate” στο Τέξας, μια επένδυση-μαμούθ ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που υπογραμμίζει τη νέα κλίμακα των απαιτήσεων.

Η εξαγωγική διάσταση της AI αποτέλεσε επίσης πεδίο έντονου ενδιαφέροντος. Οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να καθορίσουν το παγκόσμιο “AI stack”, δηλαδή το σύνολο των τεχνολογικών επιπέδων από τα chips μέχρι τις εφαρμογές, ώστε να διασφαλίσουν όχι μόνο μερίδιο αγοράς, αλλά και πολιτική και πολιτισμική επιρροή, κατά το πρότυπο προηγούμενων τεχνολογικών επιτυχιών όπως τα λειτουργικά Windows ή τα smartphones της Apple.

Ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ υπερασπίστηκε το μοντέλο «ελαφριάς ρύθμισης» και κρατικής ενίσχυσης που είχε εφαρμοστεί κατά την έκρηξη του Διαδικτύου τη δεκαετία του 1990, προτείνοντας παρόμοια προσέγγιση για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Υποστήριξε ότι εάν το κράτος δεν “στραγγαλίσει” την καινοτομία με υπερβολική γραφειοκρατία, τότε η AI μπορεί να οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας, των εξαγωγών και των θέσεων εργασίας. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάστηκε ως αποτρεπτικό παράδειγμα υπερρύθμισης, που οδήγησε σε τεχνολογική υστέρηση.

Παρότι τέθηκαν στο τραπέζι σημαντικά τεχνικά ζητήματα, η ακρόαση έθιξε και βαθύτερα ερωτήματα, όπως το ποιος διαμορφώνει τις αξίες, τα ηθικά πρότυπα και τα ρυθμιστικά πλαίσια της ψηφιακής εποχής. Αναδείχθηκε η επιτακτική ανάγκη για εθνική πολιτική που να ενώνει τον τεχνολογικό φιλελευθερισμό με μία μορφή στρατηγικής εποπτείας, ικανής να διασφαλίσει τόσο την καινοτομία όσο και την ασφάλεια των πολιτών.

Στο τέλος της διαδικασίας, παρά την πλούσια ανταλλαγή επιχειρημάτων, στατιστικών και στρατηγικών προτάσεων, παρέμεινε ένα αναπάντητο ερώτημα που συνοψίζει το σημερινό δίλημμα: πώς μπορεί να ρυθμιστεί αποτελεσματικά μια τεχνολογία που εξελίσσεται ταχύτερα από τη δυνατότητα οποιουδήποτε θεσμικού οργάνου να την παρακολουθήσει. Το ερώτημα αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο, καθορίζει την κατεύθυνση που θα πάρει η παγκόσμια διαχείριση της AI.