18 Νοεμβρίου, 2025
Dislike

Η συνέντευξη που αποκάλυψε περισσότερα απ’ όσα ειπώθηκαν

Η χθεσινή έκτακτη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΣΚΑΪ δεν οργανώθηκε για λόγους ενημέρωσης, αλλά ως άσκηση ελέγχου ζημιών. Η «ανταρσία Δένδια» και η πολιτική αναταραχή που προκάλεσε στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας ανάγκασαν το Μέγαρο Μαξίμου να περάσει στην αντεπίθεση. Ή μάλλον, σε μια προσπάθεια να επαναφέρει τον πρωθυπουργό στο προσκήνιο ως τον «απόλυτο ελεγκτή» του αφηγήματος. Κι όμως, μέσα σε αυτή την εμφανώς σκηνοθετημένη συζήτηση, εκεί όπου τα ερωτήματα ήταν προσεκτικά δομημένα και οι απαντήσεις απολύτως ελεγχόμενες, υπήρξε μια στιγμή που αποκάλυψε περισσότερα απ’ όσα ειπώθηκαν: το φινάλε.

Λίγο πριν από το τέλος, ο Άρης Πορτοσάλτε έθεσε μια ερώτηση που για τον οποιονδήποτε πρωθυπουργό της Ελλάδας θα ήταν αυτονόητα απλή και απαιτούσε μόνο μια μονολεκτική απάντηση: «Θα δώσετε χωρικά ύδατα στην Τουρκία;» Αν ο κ. Μητσοτάκης ήθελε να είναι σαφής, θα αρκούσε ένα «όχι». Όμως, αντί γι’ αυτό, απάντησε με έναν αμήχανο ελιγμό: «Επειδή μένει ένα λεπτό, νομίζω, από την εκπομπή, ας κάνουμε μια ξεχωριστή συζήτηση, άμα θέλετε, για τα εξωτερικά, γιατί νομίζω ότι χρειάζονται πολύ παραπάνω χώρο». Και συνέχισε με μια γενικόλογη αναφορά περί «προϋποθέσεων» και «σεβασμού στο Διεθνές Δίκαιο», αποφεύγοντας μεθοδικά να πει οτιδήποτε για το επίμαχο ζήτημα των χωρικών υδάτων.

Το περιστατικό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο μέσα στη δίνη της εσωκομματικής κρίσης, αλλά έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Διότι φανερώνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο πολιτικής συμπεριφοράς: ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλείται τον «περιορισμένο χρόνο» κάθε φορά που βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ερώτηση που δεν θέλει —ή δεν μπορεί— να απαντήσει ευθέως. Το «τελείωσε ο χρόνος» έχει γίνει το πιο αποτελεσματικό εργαλείο αποφυγής.

Το ίδιο τέχνασμα είχε χρησιμοποιήσει και τον Ιανουάριο του 2024 στο Νταβός, όταν, σε συνέντευξή του με τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Foreign Policy Ράβι Αγκράουαλ, ρωτήθηκε για το πώς βλέπει το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και τις επιπτώσεις που θα είχε για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η απάντησή του ήταν σχεδόν πανομοιότυπη: «Νόμιζα ότι είχε τελειώσει ο χρόνος μας». Μόνο που αυτή τη φορά ο συνομιλητής του δεν ήταν ο συμπολιτευόμενος δημοσιογράφος ενός φιλικού σταθμού, αλλά ένας ξένος συντάκτης που δεν είχε λόγο να του προσφέρει διέξοδο. «Εγώ δεν βλέπω ρολόι», του απάντησε ψύχραιμα ο Αγκράουαλ, αναγκάζοντάς τον τελικά να μιλήσει, έστω και διστακτικά. «Έχω συνεργαστεί και με τον πρόεδρο Τραμπ και με τον πρόεδρο Μπάιντεν», είπε, προσθέτοντας μια αμήχανη φράση περί σεβασμού στη «δημοκρατική επιλογή του αμερικανικού λαού».

Η σύγκριση των δύο σκηνών —της χθεσινής με τον Πορτοσάλτε και της περσινής στο Νταβός— είναι αποκαλυπτική. Στη μία περίπτωση, ο χρόνος έγινε άλλοθι για να αποφευχθεί ένα καυτό ερώτημα για τα εθνικά θέματα. Στην άλλη, η ίδια δικαιολογία χρησιμοποιήθηκε για να αποφευχθεί μια σαφής τοποθέτηση για τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια σταθερή επικοινωνιακή μέθοδο: η αποφυγή ευθείας απάντησης ντύνεται με τον μανδύα της «έλλειψης χρόνου» ή της «ανάγκης για ευρύτερη συζήτηση». Ένας τρόπος να μη δεσμευτεί σε τίποτα, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τα λόγια του όπως τον εξυπηρετεί πολιτικά.

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι στην ερώτηση για τα χωρικά ύδατα δεν είπε ούτε «όχι» ούτε «ναι», αλλά μίλησε για «πολυμερείς συζητήσεις», «προετοιμασία» και «σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο». Με άλλα λόγια, περιέγραψε το πλαίσιο μιας διαδικασίας διαλόγου που, χωρίς να το λέει ρητά, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο παραχωρήσεων — ακριβώς αυτό που η ερώτηση επιχειρούσε να ξεκαθαρίσει.

Η τακτική αυτή δεν είναι τυχαία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει ότι κάθε σαφής τοποθέτηση σε θέματα εθνικής κυριαρχίας έχει πολιτικό κόστος. Προτιμά, επομένως, να καλύπτει τη σιωπή του με έναν μανδύα «θεσμικής σοβαρότητας» ή «διπλωματικής ευγένειας». Μόνο που, όταν ο πρωθυπουργός μιας χώρας αποφεύγει να πει ρητά ότι δεν πρόκειται να παραχωρήσει εθνικά δικαιώματα, το μήνυμα που εκπέμπεται δεν είναι ψυχραιμία — είναι αδυναμία.

Και κάπως έτσι, το ρολόι γίνεται η πιο πιστή ασπίδα του. Όποτε το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, ο χρόνος «τελειώνει». Όποτε μια ερώτηση γίνεται επικίνδυνη, η συζήτηση «πρέπει να συνεχιστεί άλλη φορά». Η μέθοδος δουλεύει μόνο σε φιλικά στούντιο και πρόθυμα μικρόφωνα. Όταν, όμως, απέναντί του βρίσκεται κάποιος που δεν χαρίζει χρόνο, το προσωπείο του ψύχραιμου τεχνοκράτη ραγίζει.

Κι έτσι, πίσω από τη φαινομενική ψυχραιμία του πρωθυπουργού, διαφαίνεται ένας μόνιμος φόβος: μήπως, απαντώντας ευθέως, αποκαλυφθεί η αλήθεια για τις προθέσεις του. Διότι ο χρόνος, όσο κι αν επικαλείται πως τελειώνει, κάποια στιγμή σταματά να λειτουργεί ως άλλοθι. Και τότε, τα ερωτήματα —όπως εκείνο για τα χωρικά ύδατα— θα απαιτήσουν επιτέλους απαντήσεις.