Όταν ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης μίλησε στην ΕΡΤ για το ελληνικό διαστημικό πρόγραμμα και το σμήνος πολυφασματικών δορυφόρων που θα τεθούν σε τροχιά το 2026, η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στην εικόνα μιας Ελλάδας που «απογειώνεται» τεχνολογικά και μπαίνει δυναμικά στον διαστημικό ανταγωνισμό. Όμως πίσω από αυτή τη θεαματική αφήγηση, κρύβεται μια πολύ σοβαρή διάσταση: τι μορφή εξουσίας αποκτά ένα κράτος που μπορεί να παρακολουθεί από το Διάστημα με ακρίβεια μισού μέτρου κάθε κίνηση που συμβαίνει στο έδαφός του.
Ο υπουργός δεν έμεινε στις ευγενικές αιτιολογίες περί περιβαλλοντικής έρευνας και γεωργικής παρακολούθησης. Εξέφρασε ρητά την ενόχλησή του ότι το προηγούμενο σύστημα «Κοπέρνικος» δεν έδινε αρκετή ευκρίνεια ώστε να αναγνωρίζονται «σπίτια και αυτοκίνητα». Η επιλογή αυτής της φράσης δεν είναι τυχαία και δεν αφορά τη μέτρηση της ποιότητας του εδάφους ή την καταγραφή πλημμυρικών φαινομένων. Αφορά την εστίαση στο επίπεδο του ιδιώτη και της καθημερινής μικροκίνησης. Όταν δηλώνεται ότι πλέον θα υπάρχει δυνατότητα λήψης πολλαπλών εικόνων την ίδια ημέρα, ακόμη και υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες, και ότι ο στόχος θα αποτυπώνεται με ακρίβεια μισού μέτρου, τότε το κράτος δεν αποκτά απλώς ένα εργαλείο επιστημονικής καταγραφής, αλλά ένα πανίσχυρο οπτικό σύστημα ελέγχου.
Οι επίσημες εξηγήσεις είναι αναμενόμενες: καλύτερη διαχείριση κρίσεων, κλιματική προστασία, βελτιωμένη δημόσια διοίκηση, καταπολέμηση ρύπανσης, ενίσχυση παραγωγικότητας. Κανείς δεν αρνείται ότι οι εφαρμογές αυτές υπάρχουν και έχουν χρησιμότητα. Όμως η πραγματική σημασία του ζητήματος αποκαλύπτεται όταν συγκρίνει κανείς το ερώτημα «τι μπορεί να κάνει η τεχνολογία» με το ερώτημα «τι έχει δικαίωμα να κάνει το κράτος». Όταν ένας υπουργός δηλώνει δημόσια ότι τώρα θα μπορούμε να βλέπουμε σπίτια και κινήσεις οχημάτων, μετατοπίζει τη συζήτηση από την δημόσια ωφέλεια στη δυνατότητα άσκησης μαζικής εποπτείας.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι αποκομμένη. Εντάσσεται σε ένα τεχνολογικό και πολιτικό υπόβαθρο όπου ήδη λειτουργούν συστήματα γεωεντοπισμού, δικτύων κινητής τηλεφωνίας, αναγνώρισης σημάτων, βάσεων φορολογικών και βιομετρικών δεδομένων, συνδυασμένων ψηφιακών αρχείων και ανάλυσης συμπεριφορών μέσω αλγορίθμων. Οι δορυφόροι δεν έρχονται να ξεκινήσουν κάτι νέο, αλλά να ολοκληρώσουν κάτι που ήδη έχει τεθεί σε λειτουργία: τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου περιβάλλοντος καταγραφής ανθρώπινης δραστηριότητας.
Από το GPS των κινητών μέχρι τις κάμερες στις πόλεις και από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές μέχρι τα ψηφιακά αποτυπώματα συμπεριφοράς, ο πολίτης των τελευταίων δεκαετιών έχει συνηθίσει να ζει αφήνοντας ίχνη παντού. Η διαστημική παρατήρηση συμπληρώνει αυτό το πλέγμα. Δεν αποτυπώνει μόνο την ψηφιακή παρουσία κάποιου, αλλά και τη φυσική του θέση στον χώρο: ποιος πήγε πού, ποιος συναντήθηκε με ποιον, ποιος συμμετείχε σε διαδήλωση, ποιος επισκέφθηκε κάποιο σημείο, ποιος τοποθετήθηκε σε κάποιο χώρο συγκεκριμένη ώρα.
Σε αυτό το σημείο ανακύπτει το καθοριστικό ζήτημα εμπιστοσύνης. Ποιος διαχειρίζεται αυτή την τεχνολογία; Ποιος έχει πρόσβαση στα δεδομένα; Υπάρχουν όρια και αν ναι, ποιος τα ορίζει; Σε μια χώρα όπου η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει τραυματιστεί από σκάνδαλα υποκλοπών, λειτουργία παρακρατικών μηχανισμών και επανειλημμένη κατάχρηση κρατικής ισχύος, η εγκατάσταση ενός τέτοιου συστήματος δημιουργεί ανησυχίες που δεν μπορούν να απορριφθούν ως «υπερβολικές».
Η κοινωνική συμπεριφορά προσαρμόζεται όταν ο πολίτης γνωρίζει ότι παρακολουθείται. Η ίδια η ιδέα της ιδιωτικότητας υποχωρεί. Όσο περισσότερο εσωτερικεύεται η πιθανότητα ότι «κάποιος με βλέπει», τόσο αυξάνεται η αυτολογοκρισία. Ένα κράτος που έχει αυτή τη δυνατότητα μπορεί να μην την ασκήσει συστηματικά. Μπορεί να την ασκεί περιστασιακά. Μπορεί να την αφήνει ως πιθανότητα. Όμως η επίδραση στον ψυχολογικό ορίζοντα του πολίτη είναι ίδια: όταν δεν γνωρίζεις αν παρακολουθείσαι, συμπεριφέρεσαι σαν να παρακολουθείσαι.
Η τεχνολογία αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί για θετικούς σκοπούς. Όμως σε λάθος χέρια, με λάθος νομοθεσία και χωρίς ισχυρούς μηχανισμούς λογοδοσίας, μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενός καθεστώτος όπου η συγκέντρωση πληροφορίας στη μία πλευρά και η άγνοια στην άλλη δημιουργούν μια επικίνδυνη σχέση ανισορροπίας. Η σχέση πολίτη–κράτους παύει να είναι εξισορροπημένη και γίνεται μονόδρομος: το κράτος γνωρίζει, ο πολίτης δεν γνωρίζει τι γνωρίζει το κράτος.
Η συζήτηση που πρέπει να ανοίξει δεν είναι τεχνική αλλά πολιτική. Δεν αφορά το αν οι δορυφόροι έχουν ανάλυση 30 ή 50 εκατοστών. Αφορά το αν η δημοκρατία μπορεί να διατηρηθεί ολόκληρη σε μια εποχή όπου η εξουσία αποκτά οπτική και αναλυτική υπεροπλία πάνω στον πολίτη. Η τεχνολογία δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Γίνεται το ένα ή το άλλο ανάλογα με τον πολιτικό και θεσμικό πολιτισμό που τη χρησιμοποιεί.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σημείο όπου η επίκληση της ψηφιακής προόδου παρουσιάζεται ως αυταπόδεικτη ανάγκη. Η κρίσιμη ερώτηση όμως παραμένει: αυτή η πρόοδος προχωρά παράλληλα με την ενίσχυση των θεσμών ελέγχου πάνω στην εκτελεστική εξουσία ή απλώς αυξάνει την ισχύ ενός κράτους που ήδη λειτουργεί με τάσεις αυταρχισμού; Το ζητούμενο δεν είναι να απορρίψουμε την τεχνολογία, αλλά να απαιτήσουμε σαφείς εγγυήσεις, διαφάνεια, ανεξάρτητο έλεγχο και απόλυτη προστασία της ιδιωτικότητας.
Διότι αν η κοινωνία αποδεχθεί παθητικά ότι το κράτος θα μπορεί να μας παρακολουθεί από ψηλά, τότε αργά ή γρήγορα το βλέμμα της εξουσίας θα γίνει μια μόνιμη σκιά πάνω από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό μας βίο. Και τότε η δημοκρατία δεν θα περιοριστεί τυπικά. Θα περιοριστεί βιωματικά: όχι με νόμους που απαγορεύουν, αλλά με πολίτες που προσαρμόζουν τη ζωή τους στο γεγονός ότι παρακολουθούνται.

