Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διεξήχθη η κρίσιμη ψηφοφορία για το ψήφισμα που ζητά να καταργηθεί το δικαίωμα βέτο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Οι τρεις ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Παπανδρέου, Γιάννης Μανιάτης και Σάκης Αρναούτογλου, επέλεξαν να απόσχουν από τη διαδικασία, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και ερωτήματα για τη στάση τους απέναντι σε μια μεταρρύθμιση που θίγει ευθέως την εθνική κυριαρχία. Σύμφωνα με το documentonews.gr, η αποχή τους ερμηνεύεται ως σιωπηρή αποδοχή μιας θεσμικής αλλαγής που περιορίζει τη δυνατότητα της Ελλάδας να υπερασπίζεται τα εθνικά της συμφέροντα μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αφού σε αυτή την περίπτωση η σιωπή ισοδυναμεί με παραίτηση από το ίδιο το δικαίωμα του βέτο.
Η λεγόμενη «πρόταση Gozi», που εγκρίθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2025 με 310 ψήφους υπέρ, 277 κατά και 53 αποχές, εισηγείται μια θεμελιώδη θεσμική μεταρρύθμιση που ανατρέπει τον τρόπο λήψης αποφάσεων στην ΕΕ. Εισηγητής της ήταν ο Ιταλός ευρωβουλευτής Sandro Gozi του Renew Europe, και το ψήφισμα, υπό τον τίτλο «Θεσμικές συνέπειες της διεύρυνσης της ΕΕ», προβλέπει ότι η Ένωση θα μπορεί να αποφασίζει με «ειδική πλειοψηφία» αντί για ομοφωνία στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας. Η «ειδική πλειοψηφία» ορίζεται στο 65% του πληθυσμού και το 55% των κρατών-μελών, γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι οι μεγάλες και ισχυρές χώρες, εφόσον συμφωνούν μεταξύ τους, θα μπορούν να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους στις μικρότερες, στερώντας από χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος το δικαίωμα να μπλοκάρουν αποφάσεις που θίγουν τα ζωτικά τους συμφέροντα.
Οι ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ είχαν καταψηφίσει τις παραγράφους 3 και 24 του άρθρου 4 του ψηφίσματος, δηλαδή τα σημεία που συνδέονται άμεσα με την κατάργηση της ομοφωνίας. Ωστόσο, στην τελική ψηφοφορία για το συνολικό κείμενο επέλεξαν την αποχή. Η αντίφαση είναι προφανής: ενώ αναγνώρισαν τον κίνδυνο στα επίμαχα σημεία, απέφυγαν να καταψηφίσουν ένα ψήφισμα που θεσμοθετεί ακριβώς αυτόν τον κίνδυνο. Ο Γιάννης Μανιάτης, μάλιστα, ως αντιπρόεδρος της Ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών (S&D), θα μπορούσε να ασκήσει την επιρροή του, ώστε το ψήφισμα να μην περάσει, δεδομένης της οριακής διαφοράς με την οποία εγκρίθηκε.
Η καταψήφιση ( – ) της άρσης του βέτο (§4/3) από τους ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ pic.twitter.com/ElzHlGjGoJ
— Yannis Maniatis (@Yannis_Maniatis) October 25, 2025
Οι παράγραφοι 3 και 24 του άρθρου 4 αποτελούν τον πυρήνα της θεσμικής μεταβολής που ουσιαστικά αίρει το δικαίωμα βέτο. Η παράγραφος 3 επισημαίνει ότι η αρχή της ομοφωνίας δημιουργεί «δυσκολίες» και «καθυστερήσεις» στη διαδικασία διεύρυνσης, υπονοώντας ότι οι χώρες που χρησιμοποιούν το βέτο για να προστατεύσουν εθνικά συμφέροντα εμποδίζουν την ένταξη νέων μελών. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι η δυνατότητα να απαιτεί εγγυήσεις πριν την ένταξη χωρών όπως η Τουρκία ή τα Σκόπια θεωρείται πλέον «παρεμπόδιση». Έτσι, η ΕΕ αντιμετωπίζει το ελληνικό βέτο όχι ως εργαλείο ασφάλειας, αλλά ως παράγοντα καθυστέρησης.
Η παράγραφος 24 πηγαίνει ακόμη πιο πέρα, παρέχοντας τη νομική βάση για την παράκαμψη της ομοφωνίας μέσω των λεγόμενων «ρητρών γέφυρας» (passerelle clauses). Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ μπορεί να αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής χωρίς να αλλάξει τις Συνθήκες και χωρίς τη συναίνεση όλων των κρατών-μελών. Για την Ελλάδα, η συνέπεια είναι σαφής: χάνει το διπλωματικό της όπλο στις πιο κρίσιμες περιοχές —τις σχέσεις με την Τουρκία, την ενεργειακή πολιτική, το Κυπριακό και το Αιγαίο— αφού οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται ερήμην της.
Στις επόμενες παραγράφους (25–29) το ψήφισμα εισάγει τη λογική της «ευέλικτης ολοκλήρωσης» και της «πλειοψηφικής άμυνας», δίνοντας στις ισχυρές χώρες τη δυνατότητα να σχηματίζουν ομάδες προθύμων που θα αποφασίζουν για κοινές στρατιωτικές ή διπλωματικές δράσεις, χωρίς την ανάγκη συμμετοχής ή συναίνεσης όλων των κρατών. Αυτό σημαίνει ότι αν η Αθήνα διαφωνήσει με μια απόφαση που αφορά, για παράδειγμα, την Τουρκία ή την Κύπρο, η άρνησή της δεν θα έχει πρακτικό αποτέλεσμα. Οι υπόλοιποι εταίροι θα μπορούν να προχωρούν κανονικά, και η απόφασή τους θα ισχύει για όλους.
Η νέα αυτή αρχιτεκτονική δημιουργεί μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, όπου οι μεγάλες χώρες θα καθορίζουν την πολιτική γραμμή και οι μικρότερες θα ακολουθούν. Οι παράγραφοι 27 έως 29 ανοίγουν τον δρόμο για τη συγκρότηση μιας «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης» που θα αποφασίζει με πλειοψηφία, χωρίς ομοφωνία. Έτσι, η ΕΕ θα μπορεί να αναλαμβάνει στρατιωτικές αποστολές, εξοπλιστικά προγράμματα ή γεωπολιτικές πρωτοβουλίες, ακόμη κι αν εμπλέκουν άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα, χωρίς η χώρα μας να έχει λόγο ή δυνατότητα άσκησης βέτο. Αν η Ελλάδα δεν συμμετέχει, θα βρεθεί στο περιθώριο· αν συμμετέχει, θα δεσμεύεται από αποφάσεις που δεν μπορεί να ανατρέψει.
Η στάση των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ, επομένως, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η αρχική τους αντίδραση στις κρίσιμες παραγράφους δείχνει ότι αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο, όμως η τελική αποχή τους ακυρώνει πολιτικά το μήνυμα. Οι παράγραφοι 25 έως 29 εγκρίθηκαν με ανάταση των χεριών, οπότε δεν είναι σαφές αν οι «πράσινοι» ευρωβουλευτές διαφοροποιήθηκαν, αλλά οι υπόλοιποι του S&D τις υπερψήφισαν. Το αποτέλεσμα είναι πως, αντί να υπερασπιστούν ανοιχτά την εθνική θέση, προτίμησαν τη μέση λύση, αποφεύγοντας τη ρήξη με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που στήριξε την πρόταση.

Ωστόσο, σε τέτοιες θεσμικές στιγμές η ουδετερότητα δεν είναι πολιτικά αθώα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση περνά σε μια νέα φάση, όπου οι αποφάσεις για εξωτερική πολιτική και άμυνα θα λαμβάνονται από πλειοψηφίες, περιορίζοντας δραστικά την κυριαρχία των μικρότερων κρατών. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι το ιστορικό δικαίωμα του βέτο, το μοναδικό εργαλείο που εξασφάλιζε πως η φωνή της δεν μπορούσε να αγνοηθεί, κινδυνεύει να χαθεί. Το ψήφισμα Gozi δεν προσφέρει τίποτα θετικό για τη χώρα· αντίθετα, κατοχυρώνει θεσμικά την Ευρώπη των πλειοψηφιών, όπου οι ισχυροί αποφασίζουν και οι ασθενέστεροι ακολουθούν. Σε αυτή την Ευρώπη, η σιωπή ισοδυναμεί με συναίνεση — και η αποχή είναι ήδη μια μορφή παραίτησης.

