14 Δεκεμβρίου, 2025
Αξίζει να δεις

Η σιωπή ως «ομερτά» και το γκανγκστερικό βέλασμα

Άλλος επικαλέστηκε το «δικαίωμα στη σιωπή», άλλος αδυνατούσε να θυμηθεί πότε και με ποιον τρόπο απέκτησε υπέρογκα εισοδήματα. Όσοι μεγαλοαγρότες πέρασαν από την Εξεταστική Επιτροπή για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ άφησαν πίσω τους μια εικόνα που δεν επιδέχεται παρερμηνείες.

Πρόκειται για ανθρώπους με σαφή πολιτική ταυτότητα, ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, με προσβάσεις σε υπουργούς και βουλευτές, που επί χρόνια εισέπρατταν χιλιάδες ή και εκατομμύρια ευρώ μέσω απάτης.

Οι σχέσεις τους με συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη αναδείχθηκαν ευθέως, με τα ονόματα των Βορίδη και Αυγενάκη να επανέρχονται σχεδόν σε κάθε υπόθεση ως πρόσωπα που φωτογραφίζονται ως άμεσα εμπλεκόμενα. Το συμπέρασμα είναι σαφές: κάποιοι λεηλάτησαν τον ΟΠΕΚΕΠΕ και το έπραξαν με πολιτικές πλάτες.

Τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας συγκλίνουν στο ίδιο σημείο. Υπήρξε οργάνωση, υπήρξε οικονομικός δόλος, υπήρξαν πολιτικά πρόσωπα – όλως τυχαίως βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης της ΝΔ – και όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα μιας καλοστημένης μαφίας. Μιας εγκληματικής δομής που στόχευε στην αρπαγή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και, τελικά, στην κλοπή των χρημάτων των τίμιων αγροτών.

Η εικόνα που παρουσίασαν ενώπιον της Βουλής όσοι αποκαλούνται φραπέδες, χασάπηδες και λοιποί πρωταγωνιστές της υπόθεσης αποδεικνύει ότι, με την κάλυψη – πλέον απροκάλυπτη – συγκεκριμένων υπουργών, ο ΟΠΕΚΕΠΕ μετατράπηκε σε πεδίο συστηματικής λεηλασίας.

Η πολιτεία οφείλει να αντιδράσει άμεσα. Οι μεγαλοαγρότες που εμπλέκονται σε απάτες πρέπει να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη χωρίς εκπτώσεις, με προφυλάκιση όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί δεν αρκεί να δεσμευθούν· απαιτείται δήμευση κάθε περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε από παράνομες πρακτικές.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η στάση συγκεκριμένων προσώπων, όπως εκείνου που είναι γνωστός με το προσωνύμιο «φραπές», ο οποίος εξέθεσε και ντρόπιασε την Κρήτη και τους τίμιους ανθρώπους της.

Στις τηλεφωνικές συνομιλίες εμφανίζεται να απειλεί και να εκφοβίζει, ενώ στην Εξεταστική προτίμησε τον ρόλο του θρασύδειλου, επικαλούμενος ένα δήθεν δικαίωμα σιωπής. Δεν επρόκειτο για θεσμική στάση, αλλά για όρκο σιωπής, για μια ομερτά που θυμίζει μαφιόζικες πρακτικές.

Οι πολιτικές ευθύνες είναι εξίσου βαριές. Οι βουλευτές Βορίδης και Αυγενάκης έχουν πλήξει καίρια τις αρχές της Νέας Δημοκρατίας, ατιμάζοντάς τες και εκθέτοντας το κόμμα. Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να αρκεστεί σε μισόλογα, οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες, να τους θέσει εκτός κομματικού πλαισίου και να αποκλείσει κάθε σκέψη επανεμφάνισής τους στα ψηφοδέλτια.

Παράλληλα, ορισμένοι βουλευτές της ΝΔ που συμμετείχαν στην Εξεταστική δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι η στάση τους δεν υπηρετεί ούτε την κάθαρση ούτε την εικόνα της κυβέρνησης. Όταν φτάνουν στο σημείο να επιχαίρουν επειδή ένας εμπλεκόμενος δηλώνει νεοδημοκράτης, αποδεικνύουν ότι αντιμετωπίζουν το κόμμα ως καταφύγιο απατεώνων και κλεφτών.

Οι συνέπειες για τη Νέα Δημοκρατία διαγράφονται ήδη τρομακτικές. Στους δρόμους βρίσκονται οι τίμιοι πολίτες, εξοργισμένοι από την ατιμωρησία, και αντί η κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι βουλιάζει σε έναν βούρκο, επιλέγει να προσφέρει κάλυψη σε πρόσωπα που η κοινωνία θεωρεί κοινά αποβράσματα. Είτε κάποιοι βουλευτές αγνοούν τον κίνδυνο είτε, ακόμη χειρότερα, επιχειρούν συνειδητά να συγκαλύψουν ένα σκάνδαλο που πλέον δεν κρύβεται.

Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ ανέδειξε μια βαθιά σήψη: ένα κόμμα που ποδοπάτησε τις ίδιες του τις αρχές και κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία ως το κόμμα των απατεώνων. Αν δεν προχωρήσει άμεσα σε ουσιαστική αυτοκάθαρση, το εκλογικό κόστος θα είναι βαρύ, με ποσοστά που απειλούν να καταρρεύσουν και κοινοβουλευτική παρουσία αποδυναμωμένη.

Μέσα σε αυτό το κλίμα επανέρχεται το ερώτημα για το περιβόητο «δικαίωμα της σιωπής». Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες αναγνωρίζονται τόσο στους υπόπτους όσο και στους κατηγορουμένους δύο διακριτά αλλά αλληλένδετα δικαιώματα: το δικαίωμα να μη μιλήσουν για τα εξεταζόμενα γεγονότα και το δικαίωμα να μη συμβάλουν στην αυτοενοχοποίησή τους.

Τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται τόσο στο ευρωπαϊκό δίκαιο όσο και στο Ελληνικό Σύνταγμα και την Ποινική Δικονομία. Η σιωπή αφορά τις δηλώσεις του κατηγορουμένου, ενώ η μη αυτοενοχοποίηση εκτείνεται σε κάθε αποδεικτικό μέσο που θα μπορούσε να τον επιβαρύνει.

Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν σημαίνει άρνηση παρουσίας. Ο καλούμενος οφείλει να εμφανιστεί ενώπιον των αρχών και να δηλώσει ότι το επικαλείται, διαφορετικά διαπράττει νέα αδικήματα. Γι’ αυτό και παρακολουθούμε συχνά μεγαλοσχήμονες, συνηθισμένους στον τσαμπουκά και τον ρεβανσισμό, να αυτογελοιοποιούνται σε ζωντανή μετάδοση. Η υπόθεση μπορούσε και έπρεπε να κινηθεί αυστηρά εντός ενός νομικού πλαισίου, χωρίς όμως να στερηθεί την πολιτική κριτική.

Τα περισσότερα από τα εξεταζόμενα πρόσωπα ήταν δημόσια, γνωστά στις τοπικές κοινωνίες πολύ πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο. Όφειλαν όχι μόνο να αντέξουν τη δημόσια κριτική, αλλά και να δώσουν καθαρές, πειστικές απαντήσεις, αντί να διαρρέουν απειλές για το ποιον θα «πάρουν μαζί τους».

Οι υπόγειες αυτές απειλές δεν παραπέμπουν σε κάποια δήθεν γκαγκστερική μεγαλοπρέπεια. Θυμίζουν περισσότερο τη σιωπή των αμνών. Και, ίσως, λίγο βέλασμα.

Η μάχη της εικόνας μετά τα σκάνδαλα

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με πολιτικές εκτιμήσεις που κυκλοφορούν έντονα το τελευταίο διάστημα, εμφανίζεται έτοιμος να επενδύσει σημαντικά ποσά στον χώρο των δημοσκοπήσεων, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα του, η οποία έχει τραυματιστεί σοβαρά από μια σειρά αποκαλύψεων και κυβερνητικών υποθέσεων.

Τα όσα έρχονται στο φως γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ χαρακτηρίζονται από πολλούς ως πρωτοφανή, όχι μόνο λόγω της φύσης τους αλλά και λόγω της έκτασης των διασυνδέσεων που αποκαλύπτονται.

Στην πολιτική ιστορία της χώρας δεν έλειψαν ποτέ τα σκάνδαλα, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Ωστόσο, η συγκεκριμένη υπόθεση ξεχωρίζει, καθώς οι σχέσεις προσώπων όπως οι Ξυλούρης, Μαγειρία και Στρατάκης με υπουργούς και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εμφανίζονται εξαιρετικά στενές, δημιουργώντας ένα πλέγμα επαφών που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας, τόσο οι βουλευτές της ΝΔ όσο και ο ευρύτερος μηχανισμός του Μαξίμου έχουν υποστεί σοβαρή φθορά και απαξίωση.

Η κοινωνική αντίδραση κινείται σε δύο επίπεδα. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ειρωνεία και γέλιο για όσα ακούστηκαν στην Εξεταστική Επιτροπή, με αναφορές σε ξυστό, λαχεία και τζόκερ, αλλά και σε πολυτελή αυτοκίνητα όπως Ferrari και Porsche.

Από την άλλη, όμως, κυριαρχεί η οργή, καθώς η αίσθηση που έχει παγιωθεί είναι ότι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις κατέληξαν να μοιράζονται μεταξύ κοινών απατεώνων, οι οποίοι δρούσαν εντός του συστήματος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτή η εικόνα γενικευμένης σήψης και διαφθοράς πλήττει ευθέως την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό, γεγονός που, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, θα οδηγήσει το επόμενο διάστημα σε συγκεκριμένες κινήσεις διαχείρισης της κατάστασης. Ήδη καταγράφεται η εμφάνιση δημοσκοπήσεων που παρουσιάζουν τη ΝΔ να κινείται, στην εκτίμηση ψήφου, ακόμη και πάνω από το 30%.

Πρόκειται, όπως υποστηρίζεται, για ποσοστά που δεν αντανακλούν την πραγματική εικόνα της κοινωνίας, αλλά περισσότερο για μια πλασματική αποτύπωση, σχεδιασμένη να καλλιεργήσει την εντύπωση πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στόχος μιας τέτοιας τακτικής φέρεται να είναι η επιρροή πολιτών που βρίσκονται σε κατάσταση δυσαρέσκειας ή σκέφτονται την αποχή, αλλά και η αποδυνάμωση των πολιτικών αντιπάλων, πριν αυτοί αποκτήσουν δυναμική.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, όπως έχει αναδειχθεί σε παλαιότερα δημοσιεύματα, πολλές δημοσκοπικές εταιρείες αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα δεκτικές σε κρατικές αναθέσεις και συνεργασίες.

Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2026 ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αξιοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο για να αναστρέψει την αρνητική εικόνα που έχει διαμορφωθεί από τα μεγάλα σκάνδαλα, τις κυβερνητικές αστοχίες και τη συνεχιζόμενη ακρίβεια στην αγορά. Διαθέτοντας ακόμη ισχυρά οικονομικά εργαλεία, δεν αναμένεται να φεισθεί πόρων.

Οι δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης, με στόχο τη διατήρηση της πολιτικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας, την ώρα που, στην πραγματικότητα, το κόμμα φέρεται να κινείται πλέον κάτω από το 25% και σε καθοδική πορεία.

Exit mobile version