18 Νοεμβρίου, 2025
Top Επικαιρότητα Ελλάδα

Η ψυχική κόπωση γίνεται ο νέος δείκτης πίεσης της ελληνικής οικονομίας

Μειώνεται η εμπιστοσύνη στους εργοδότες - Ανησυχητικά τα ευρήματα πανελλαδικής έρευνας

Το άγχος, η ανασφάλεια και η ψυχολογική εξάντληση αναδεικνύονται πλέον σε κρίσιμους δείκτες πίεσης της ελληνικής οικονομίας, αποκαλύπτοντας μια βαθύτερη κρίση ψυχικής ανθεκτικότητας που διαπερνά την αγορά εργασίας. Η φετινή, τρίτη κατά σειρά μεγάλη έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του ΕΚΠΑ σκιαγραφεί ένα ανησυχητικό τοπίο: η ψυχική υγεία των εργαζομένων επιδεινώνεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, την ώρα που οι ίδιοι θεωρούν ότι οι εργοδότες τους αδυνατούν να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες στήριξης και πρόληψης.

Η μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 22 Μαΐου και 20 Ιουνίου 2025, αποτυπώνει την ένταση και τη διάρκεια της ψυχολογικής πίεσης στους χώρους εργασίας, με αυξανόμενα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης και θυμού. Τα δεδομένα δείχνουν σταθερή επιδείνωση των δεικτών ευεξίας, καθώς 44% των συμμετεχόντων δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά μελαγχολία – ποσοστό αυξημένο από το 40% του 2023 – ενώ 47% εκφράζουν απαισιοδοξία για το μέλλον, έναντι 35% που είχε καταγραφεί στην πρώτη έρευνα του 2021. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι 4% των ερωτηθέντων παραδέχονται πως έχουν σκεφτεί να δώσουν τέλος στη ζωή τους, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με δύο χρόνια πριν.

Τα συμπτώματα άγχους εμφανίζονται πλέον σε ποσοστά που προσεγγίζουν καθολικό επίπεδο. Οκτώ στους δέκα εργαζόμενους δηλώνουν ότι βιώνουν νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, ενώ ένας στους δύο νιώθει καθημερινά υπερένταση. Περίπου 13% αναφέρουν ότι έχουν υποστεί κρίσεις πανικού – σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από το 2021. Ο θυμός αποτελεί επίσης ένα αυξανόμενο φαινόμενο, με 80% να δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά εκνευρισμό, 32% να παραδέχονται ξεσπάσματα που δεν μπορούν να ελέγξουν και 14% να ομολογούν έντονη επιθυμία να βλάψουν κάποιον – τριπλάσιο ποσοστό από ό,τι πριν τέσσερα χρόνια.

Παρότι η μοναξιά δείχνει να μειώνεται ελαφρώς – με το 35% να δηλώνει ότι αισθάνεται συχνά μόνο του, έναντι 46% πέρυσι – η απομόνωση εξακολουθεί να επιμένει. Το 25% των εργαζομένων νιώθουν ότι τους λείπει συντροφιά, ενώ 21% δηλώνουν ότι παραμένουν αποκομμένοι από το κοινωνικό τους περιβάλλον, παρά την αυξημένη φυσική παρουσία στους χώρους εργασίας. Το ποσοστό όσων εργάζονται πλέον διά ζώσης έχει ανέλθει στο 61%, από 52% το 2024, γεγονός που βελτίωσε οριακά την κοινωνική διάδραση χωρίς όμως να αντισταθμίσει τη συνολική ψυχολογική επιβάρυνση.

Η σωματοποίηση της πίεσης αποτυπώνει το βάθος του προβλήματος. Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι (47%) αναφέρουν αδυναμία ή ζάλη, 24% ναυτία ή στομαχικές διαταραχές και 33% επίμονο αίσθημα κόπωσης. Μόλις το 48% δηλώνουν ότι μπορούν να διαχειριστούν το στρες, ενώ 66% παραδέχονται ότι η εργασιακή πίεση επηρεάζει αρνητικά την προσωπική τους ζωή. Πάνω από τους μισούς (55%) δηλώνουν έντονη ανησυχία για το μέλλον, με αφορμή τις γεωπολιτικές εντάσεις, την κλιματική κρίση και την αβεβαιότητα της οικονομίας. Ενδεικτικά, 37% ανησυχούν για τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης στην επαγγελματική τους σταθερότητα.

Η ψυχική επιβάρυνση δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα. Το 61% των εργαζομένων νιώθει κουρασμένο ήδη από το ξεκίνημα της ημέρας, ενώ τέσσερις στους δέκα δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στη δουλειά. Μόλις το 30% δηλώνουν ότι αισθάνονται πραγματικά κινητοποιημένοι και χαρούμενοι κατά την εργασία τους. Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η ψυχική ευεξία έχει μετατραπεί σε βασικό οικονομικό παράγοντα, με άμεση επίδραση στην αποτελεσματικότητα των οργανισμών.

Ωστόσο, οι περισσότεροι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι οι επιχειρήσεις δεν ανταποκρίνονται. Παρότι 79% θεωρούν την ψυχική υγεία θεμελιώδη προτεραιότητα, μόλις 21% πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους μεριμνά ουσιαστικά για αυτήν. Μόνο ένας στους τρεις γνωρίζει πού μπορεί να απευθυνθεί για βοήθεια, ενώ 23% δηλώνουν ότι υπάρχει κουλτούρα ανοιχτού διαλόγου για ζητήματα ψυχικής υγείας. Παράλληλα, το 32% έχει βιώσει κάποιας μορφής παρενόχληση στον χώρο εργασίας, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω τη συναισθηματική του ισορροπία.

Οι εργαζόμενοι ζητούν συγκεκριμένες δράσεις: σχεδόν οι μισοί (47%) θεωρούν αναγκαία την εκπαίδευση των στελεχών στη διαχείριση θεμάτων ψυχικής ευεξίας, 46% ζητούν θεσμική προστασία του χρόνου προσωπικής ζωής και σεβασμό στα όρια εργασίας, ενώ 42% υποστηρίζουν την παρουσία ψυχολόγου στους χώρους εργασίας.

Η τηλεργασία εξακολουθεί να αποτελεί θετική διέξοδο. Το 88% θεωρούν σημαντικό να έχουν τη δυνατότητα εργασίας εξ αποστάσεως, ενώ 60% δηλώνουν ότι είναι πιο παραγωγικοί όταν εργάζονται από το σπίτι. Μόλις 8% αναφέρουν αυξημένο στρες λόγω τηλεργασίας, έναντι 23% το 2021, αν και μόνο 45% αισθάνονται σίγουροι ότι μπορούν να εξελιχθούν επαγγελματικά μέσα από αυτό το μοντέλο.

Παρά τα ανησυχητικά στοιχεία, η έρευνα καταγράφει ένα ενθαρρυντικό μήνυμα: η κοινωνική συνειδητοποίηση αυξάνεται. Το 79% δηλώνει ότι νοιάζεται περισσότερο για τη δική του ψυχική υγεία και των συναδέλφων του, ενώ 69% είναι έτοιμοι να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό. Σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες (45%) θεωρούν ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα για τη μείωση του στίγματος γύρω από τα ψυχικά νοσήματα.

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ευημερία των εργαζομένων δεν είναι πλέον ένας «μαλακός δείκτης» ή μια δευτερεύουσα παράμετρος, αλλά ένας κρίσιμος δείκτης βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας. Η φροντίδα της ψυχικής υγείας μετατρέπεται σε στρατηγική προτεραιότητα των επιχειρήσεων και σε καθρέφτη της ωριμότητας μιας κοινωνίας που καλείται να συνδυάσει την ανάπτυξη με τον ανθρωπισμό.