Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε για πρώτη φορά την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, πίστευε –όπως κάθε λογικός άνθρωπος θα υπέθετε– ότι ο Πρόεδρος είναι ο επικεφαλής του κράτους, ο ανώτατος διαχειριστής της εκτελεστικής εξουσίας, ο άνθρωπος που, βάσει του Συντάγματος, έχει τη δύναμη να ορίζει πολιτική και να κυβερνά. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε ότι το αξίωμα του Προέδρου στις ΗΠΑ δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Κάτω από την επίσημη κορυφή της εξουσίας απλώνεται ένας τεράστιος, αθέατος μηχανισμός: οι υπηρεσίες, τα γραφεία, τα ιδρύματα, οι επιτροπές, οι «ανεξάρτητες αρχές» και οι μόνιμοι γραφειοκράτες, που λειτουργούν με δική τους λογική, δικούς τους κανόνες και συχνά με δικά τους συμφέροντα. Αυτό που στην καθημερινή πολιτική γλώσσα ονομάζεται «βαθύ κράτος». Ο Τραμπ το έζησε στο πετσί του: όταν προσπάθησε να εφαρμόσει την ατζέντα του, είδε τις ίδιες τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να συνωμοτούν μαζί με τα μεγάλα ΜΜΕ για να τον εμποδίσουν. Το σύστημα αυτοπροστατευόταν.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια σύγκρουσης με αυτό το τέρας, αποχώρησε γνωρίζοντας κάτι που κανένα πανεπιστήμιο δεν διδάσκει: ο Πρόεδρος μπορεί να είναι το πρόσωπο του κράτους, αλλά το κράτος κυβερνά μόνο του. Όταν επέστρεψε, το 2024, η αποφασιστικότητά του ήταν διαφορετική. Δεν ήθελε απλώς να εκλεγεί – ήθελε να κυβερνήσει πραγματικά. Ήθελε να αποδείξει ότι ο λαός, μέσω του εκλεγμένου του εκπροσώπου, μπορεί ακόμη να επιβληθεί στον μηχανισμό που έχει γίνει αυτόνομος και απροσπέλαστος.
Όμως, όπως διαπιστώνουν πολλοί υπουργοί και αξιωματούχοι κάθε κυβέρνησης, το έργο είναι σχεδόν αδύνατο. Οι γραφειοκρατίες έχουν θεσμική μνήμη δεκαετιών. Οι μηχανισμοί λειτουργούν μόνοι τους, με το δικό τους προσωπικό, τους δικούς τους νομικούς συμβούλους, τα δικά τους κονδύλια και τις δικές τους διασυνδέσεις με ιδιωτικά συμφέροντα. Όποιος προσπαθεί να τους ελέγξει, συχνά αισθάνεται σαν ένας ξένος μέσα σε ένα αυτόνομο σύστημα. Οι υπουργοί και οι γενικοί γραμματείς, όπως λένε μεταξύ τους, δεν είναι παρά «προσωπεία» που μιλούν στο όνομα ενός κράτους που έχει δική του βούληση.
Η εμπειρία του Τραμπ –η σύγκρουση του αιρετού με τον μόνιμο μηχανισμό– δεν είναι νέα. Στην πραγματικότητα, φέρνει στην επιφάνεια ένα ερώτημα που απασχολεί την πολιτική φιλοσοφία εδώ και δυόμιση χιλιετίες: τι είναι το κράτος; Ποιος κυβερνά;
Ο Πλάτων φαντάστηκε το κράτος ως ζωντανό οργανισμό, καθρέφτη της ανθρώπινης ψυχής. Οι κυβερνήτες, οι φιλόσοφοι-βασιλείς, αντιστοιχούσαν στη λογική· οι φύλακες, δηλαδή οι στρατιωτικοί, στο θάρρος· και οι παραγωγοί, δηλαδή ο λαός, στην επιθυμία. Όταν κάθε μέρος της κοινωνίας εκτελεί τη λειτουργία του αρμονικά, γεννιέται η δικαιοσύνη. Το κράτος είναι μια ηθική ολότητα.
Ο Αριστοτέλης, πιο ρεαλιστής, διέκρινε ότι η πολιτεία δεν είναι ψυχή, αλλά εργαλείο. Έχει λειτουργίες και θεσμούς, και ο σκοπός της είναι η ευδαιμονία των πολιτών μέσω της παιδείας και των νόμων. Πρότεινε ένα «μικτό πολίτευμα» – συνδυασμό μοναρχικών, ολιγαρχικών και δημοκρατικών στοιχείων – ώστε καμία τάξη να μην αποκτά απόλυτη εξουσία. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ισορροπίας.
Στον 17ο αιώνα, οι θεωρητικοί του Διαφωτισμού μετέφεραν τη συζήτηση από την ηθική στην επιβίωση. Ο Τόμας Χομπς, μέσα στον τρόμο του αγγλικού εμφυλίου, είδε το κράτος ως Λεβιάθαν – ένα τέρας απαραίτητο για να αποτρέψει τον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Χωρίς κράτος, έλεγε, η ζωή είναι «μοναχική, φτωχή, άγρια και σύντομη».
Ο Τζον Λοκ, αντίθετα, είδε το κράτος ως «αναγκαίο κακό». Υπάρχει για να προστατεύει την ιδιοκτησία και την ελευθερία. Αν τις καταπατήσει, ο λαός έχει δικαίωμα να το ανατρέψει. Από τον Λοκ προέρχεται το πνεύμα της Αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας – το κράτος υπάρχει χάρη στη συναίνεση των κυβερνωμένων.
Στον 19ο αιώνα, ο Χέγκελ επανέφερε το κράτος στη σφαίρα του μεταφυσικού. Το είδε ως «τον Θεό που πορεύεται επί της γης». Το κράτος δεν είναι εργαλείο, αλλά πεπρωμένο. Η ιστορία, κατά τον Χέγκελ, προχωρά μέσα από τη σύγκρουση ιδεών, ώσπου να επικρατήσει η «απόλυτη ελευθερία» – δηλαδή η λογική του ίδιου του κράτους. Από αυτή την ιδέα γεννήθηκε ο ολοκληρωτισμός του 20ού αιώνα: ο εθνικοσοσιαλισμός στα δεξιά, ο κομμουνισμός στα αριστερά. Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος έγινε θεός.
Απέναντι σε αυτήν τη θεοποίηση, άλλοι στοχαστές ύψωσαν το ανάστημά τους. Ο Φραντς Όπενχαϊμερ, στις αρχές του 20ού αιώνα, έγραψε πως το κράτος δεν είναι προϊόν κοινωνικής ανάγκης αλλά εισβολής: μια ομάδα ανθρώπων που κατακτά μια άλλη και οργανώνει την κυριαρχία της. Το κράτος είναι εξωγενές, παράσιτο πάνω στην κοινωνία. Αυτή η άποψη επηρέασε φιλελεύθερους και αναρχικούς θεωρητικούς όπως ο Άλμπερτ Τζέι Νοκ και ο Μάρεϊ Ρόθμπαρντ. Για εκείνους, το κράτος είναι η πηγή κάθε εκμετάλλευσης, και η λύση δεν είναι η βίαιη κατάρρευσή του, αλλά η υπέρβασή του μέσα από ελεύθερη συνεργασία και ιδιοκτησία – μια κοινωνία χωρίς εξαναγκασμό, όπου η τάξη γεννιέται φυσικά.
Ανάμεσα σε αυτές τις αντιλήψεις κινήθηκε ο Μπερτράν ντε Ζουβενέλ, που πρότεινε μια πιο ιστορική εξήγηση. Το κράτος, έλεγε, δεν δημιουργείται από κατάκτηση αλλά από εξέλιξη. Οι φυσικές ελίτ μιας κοινωνίας –οι πιο ικανοί, οι πιο σεβαστοί– αναλαμβάνουν ρόλο διαιτητών και με τον χρόνο αποκτούν το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Το κράτος, λοιπόν, είναι έκφραση της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο Έρικ φον Κύνελτ-Λεντίν, ο Χανς-Χέρμαν Χόππε και σύγχρονοι διανοητές όπως ο Άουρον ΜακΊνταϊρ ανέπτυξαν αυτήν την ιδέα: το κράτος είναι μηχανισμός των ελίτ – άλλοτε προς όφελος του λαού, άλλοτε εις βάρος του.
Τον 20ό αιώνα, ένας άλλος ιστορικός, ο Γκάμπριελ Κόλκο, ανέλυσε τη μετάβαση προς το βιομηχανικό κράτος. Σύμφωνα με τη μελέτη του για την εποχή του προοδευτισμού στις ΗΠΑ, δεν είναι οι πολιτικοί ούτε οι γραφειοκράτες που καθοδηγούν το κράτος, αλλά οι βιομηχανικοί ηγέτες. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, κάθε μεγάλη κρατική υπηρεσία δημιουργήθηκε από τα ίδια τα βιομηχανικά συμφέροντα που υποτίθεται πως θα ρύθμιζε. Ο Νόμος περί Καθαρών Τροφίμων και Φαρμάκων του 1906 δεν ήταν έργο καταναλωτών, αλλά της βιομηχανίας που ήθελε να εξασφαλίσει κρατική κάλυψη και να αποκλείσει τους ανταγωνιστές της. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δημιουργήθηκε από τις τράπεζες για να ρυθμίζουν τον εαυτό τους. Το Υπουργείο Εμπορίου και το Υπουργείο Εργασίας ήταν προϊόντα εταιρικών συμφωνιών.
Ο Τζέιμς Μπέρνχαμ περιέγραψε αυτήν τη νέα πραγματικότητα ως «τη διαχειριστική επανάσταση»: η εξουσία περνά από τους εκλεγμένους πολιτικούς στους τεχνοκράτες, τους «διαχειριστές» των εταιρειών και των κρατικών υπηρεσιών. Αυτοί παρουσιάζουν την εξουσία τους ως επιστήμη, την ικανότητά τους ως ανώτερη της λαϊκής βούλησης. Ο C. Wright Mills, ο Domhoff και ο Quigley ανέλυσαν πώς αυτή η νέα τάξη των «ειδικών» ελέγχει κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής.
Από αυτήν τη μακρά παράδοση προκύπτει μια ανατριχιαστικά ρεαλιστική εικόνα: το σύγχρονο κράτος δεν είναι όργανο του λαού, αλλά συμμαχία μεταξύ πολιτικής και βιομηχανικής εξουσίας. Είναι ένα καρτέλ συμφερόντων που επιδιώκει να διατηρεί τον έλεγχο μέσω ρυθμίσεων, επιχορηγήσεων, και «επιστημονικής» νομιμοποίησης. Η δημοκρατία είναι το προσωπείο· πίσω της λειτουργεί ένα σύνθετο πλέγμα ιδιωτικών εταιρειών, θεσμών και υπηρεσιών που συνεργάζονται για να διατηρούν την ισορροπία ισχύος.
Παραδείγματα αφθονούν: ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) χρηματοδοτείται κατά το ήμισυ από τη φαρμακοβιομηχανία και μοιράζεται μαζί της πνευματικά δικαιώματα. Ο ίδιος μηχανισμός διέπει το NIH, το CDC και το Υπουργείο Υγείας. Οι φαρμακοβιομηχανίες καθορίζουν την πολιτική δημόσιας υγείας, όπως απέδειξε η πανδημία της COVID-19, όταν τα φαρμακεία (όπως η CVS) απέσυραν θεραπείες από τα ράφια τους για να προωθήσουν τα νέα εμβόλια mRNA. Το Υπουργείο Παιδείας βρίσκεται υπό τον έλεγχο των συνδικάτων, το Υπουργείο Γεωργίας της αγροτοβιομηχανίας, το Υπουργείο Άμυνας της πολεμικής βιομηχανίας. Όπου υπάρχει κράτος, υπάρχει και ο κλάδος που το καθοδηγεί.
Το «βιομηχανικό κράτος» έχει τρία επίπεδα: το βαθύ επίπεδο των μυστικών υπηρεσιών και των ψηφιακών κολοσσών που συνεργάζονται σε συμβόλαια δισεκατομμυρίων· το ενδιάμεσο επίπεδο των ίδιων των υπηρεσιών που ρυθμίζουν και κατανέμουν κονδύλια· και το επιφανειακό επίπεδο, όπου οι «ρυθμιζόμενοι» τομείς – οι εταιρείες – συμμορφώνονται, γνωρίζοντας ότι το κράτος προστατεύει τα συμφέροντά τους.
Αυτό το μοντέλο δεν είναι νέο. Αν δούμε την Εκκλησία του Μεσαίωνα ως «βιομηχανία πίστης» ή τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ρώμης ως «βιομηχανία πολέμου», αναγνωρίζουμε τα ίδια μοτίβα: οι δομές εξουσίας είναι πάντα οικονομικά οργανωμένες. Ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα και του Χέγκελ καταρρέει, ο ρεαλισμός του Χομπς και του Λοκ επιβεβαιώνεται, και οι θεωρίες του Μαρξ και του Ρόθμπαρντ αποκτούν ιστορική σάρκα.
Το συμπέρασμα είναι σκληρό: το κράτος δεν μπορεί να «καθαριστεί». Είναι το ίδιο το έλος που παράγει τη διαφθορά. Οι θεσμοί δεν έχουν σχεδιαστεί για να αυτομεταρρυθμίζονται, αλλά για να διατηρούν το υπάρχον. Ο Τραμπ, στην απόπειρά του να το ανατρέψει, συγκρούεται όχι με πρόσωπα, αλλά με το ίδιο το οικοδόμημα της σύγχρονης εξουσίας. Και κάθε του επιτυχία –όσο περιορισμένη κι αν είναι– αποτελεί ανωμαλία σε ένα σύστημα που αντιστέκεται σε κάθε αλλαγή.
Ίσως, όμως, να υπάρχει ένα μόνο αντίδοτο. Ο Ντέιβιντ Χιουμ το είχε εντοπίσει αιώνες πριν: η εξουσία των κυβερνώντων στηρίζεται αποκλειστικά στην *άποψη* των κυβερνωμένων. «Η βία», έγραφε, «είναι πάντα με το μέρος του λαού· οι κυβερνήτες δεν έχουν τίποτε άλλο να τους στηρίζει παρά τη γνώμη». Αν αλλάξει η κοινή γνώμη, αν οι άνθρωποι πάψουν να αποδέχονται την ψευδαίσθηση, τότε το κράτος –οποιαδήποτε μορφή του– καταρρέει.
Αυτό είναι το πραγματικό πεδίο μάχης. Όχι στα υπουργεία, ούτε στις αίθουσες της εξουσίας, αλλά μέσα στο μυαλό των πολιτών. Εκεί όπου γεννιέται η πίστη στην εξουσία ή η αμφισβήτησή της. Γιατί, τελικά, η πιο βαθιά αλήθεια της πολιτικής είναι αυτή: κάθε κράτος, όσο πανίσχυρο κι αν φαίνεται, υπάρχει μόνο όσο οι πολίτες του το πιστεύουν. Όταν πάψουν να το πιστεύουν, παύει κι αυτό να υπάρχει.
του Τζέφρι Τάκερ

