Η Πολωνία, από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022, υπήρξε ένας από τους πλέον σταθερούς και ένθερμους υποστηρικτές του Κιέβου. Είτε μέσω της παροχής στρατιωτικής βοήθειας και ανθρωπιστικής υποστήριξης είτε με την υποδοχή εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων, η Βαρσοβία υιοθέτησε αμέσως μια γραμμή πλήρους συμπαράστασης. Παράλληλα, προώθησε σταθερά την ένταξη της Ουκρανίας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ. Ωστόσο, σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύρραξης, το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα στο εσωτερικό της Πολωνίας εμφανίζει σαφή σημάδια φθοράς και μεταστροφής. Η αρχική αλληλεγγύη δίνει τη θέση της σε μια αυξανόμενη «κόπωση από την Ουκρανία», φαινόμενο που διαβρώνει σταδιακά τη δημόσια υποστήριξη και απειλεί να ανατρέψει την ισορροπία ισχύος σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του πολωνικού ινστιτούτου IBRiS, μόλις το 35% των Πολωνών πολιτών εξακολουθεί να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Ουκρανίας, ενώ ποσοστό 37% τάσσεται υπέρ της ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Τα στοιχεία παρουσιάζουν εντυπωσιακή αντίθεση σε σύγκριση με το 2022, όταν το 85% των Πολωνών υποστήριζε την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ και το 75% την πορεία προς τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Επιπλέον, σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες, σε ποσοστό 46%, δηλώνουν ότι επιθυμούν τη διακοπή ή την αυστηρή περικοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο. Οι αριθμοί αποτυπώνουν μία σαφή στροφή της κοινής γνώμης, η οποία ερμηνεύεται ευρύτερα ως απόρροια κοινωνικής, οικονομικής αλλά και ιστορικής κόπωσης.
Η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης αποτέλεσε ένα από τα πλέον επώδυνα βάρη για την Πολωνία. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ουκρανοί πρόσφυγες φιλοξενούνται μέχρι σήμερα στη χώρα, με τις υποδομές και τους οικονομικούς πόρους να έχουν φτάσει στα όριά τους. Οι πρώτες αντιδράσεις αλληλεγγύης και φιλοξενίας που χαρακτήρισαν το πολωνικό κοινό στα πρώτα στάδια του πολέμου έχουν υποχωρήσει αισθητά, δίνοντας τη θέση τους σε αυξανόμενες αναφορές για περιστατικά λεκτικής βίας και κοινωνικής έντασης. Σε αρκετές περιπτώσεις, έχουν καταγραφεί εκφράσεις απαξίωσης προς τους πρόσφυγες, ενώ το κλίμα επιδεινώνεται όσο η πολεμική σύγκρουση παρατείνεται και το κόστος παραμονής των προσφύγων αυξάνεται.
Πέρα από τις υλικές επιπτώσεις, η επιδείνωση των σχέσεων οφείλεται και σε ιστορικούς λόγους. Η μακρά, περίπλοκη και συχνά αιματηρή σχέση Πολωνίας και Ουκρανίας επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα από ευαίσθητα θέματα συλλογικής μνήμης. Οι σφαγές στο Βολύνι, που διαπράχθηκαν από τον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό (UPA) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξακολουθούν να προκαλούν πόνο και εντάσεις. Στην Ουκρανία, ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Στέπαν Μπαντέρα, ο οποίος κατηγορείται για συνεργασία με τους ναζί, εξακολουθούν να τιμώνται, γεγονός που προσβάλλει την πολωνική εθνική συνείδηση. Η άρνηση της ουκρανικής πλευράς να επιτρέψει την εκταφή των θυμάτων του Βολύνι και η προβολή αμφιλεγόμενων μορφών ως ηρώων τροφοδοτούν ένα νέο κύμα ψυχρότητας μεταξύ των δύο χωρών.
Η πολιτική ηγεσία της Πολωνίας, υπό τον πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ, αν και παραμένει προσηλωμένη στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, βρίσκεται αντιμέτωπη με την πίεση του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού. Η δεξιά αντιπολίτευση επενδύει στην εθνικιστική και αντιουκρανική ρητορική, εκμεταλλευόμενη την κόπωση της κοινωνίας. Η πολιτική πόλωση δυσκολεύει τη χάραξη μιας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής γραμμής και θολώνει την κατεύθυνση της στρατηγικής συνεργασίας με το Κίεβο. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλες γειτονικές χώρες. Η Ρουμανία και η Ουγγαρία έχουν εκφράσει δημόσια τη δυσαρέσκειά τους για τη μεταχείριση των εθνοτικών τους μειονοτήτων στην Ουκρανία, ενώ η Ελλάδα έχει διατυπώσει έντονες διαμαρτυρίες για τις επιθέσεις που φέρεται να έχουν δεχθεί μέλη της ελληνικής κοινότητας, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μαριούπολης.
Η απόφαση της Ουκρανίας το 2021 να πάψει να αναγνωρίζει την ελληνική εθνική μειονότητα, αφαιρώντας δικαιώματα εκπαίδευσης και γλωσσικής προστασίας, προκάλεσε αντιδράσεις από ελληνικές οργανώσεις και πολιτικούς φορείς. Η ένταση κορυφώθηκε όταν το 2022 στρατιώτης του τάγματος Azov, γνωστού για τη σύνδεσή του με ακροδεξιές πρακτικές, εμφανίστηκε μέσω τηλεδιάσκεψης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο δίπλα στον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Το περιστατικό καταγγέλθηκε έντονα από την αντιπολίτευση, ενώ ακολούθησε και κριτική προς την ελληνική κυβέρνηση για την αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία, με τον ισχυρισμό ότι πλήττεται η ελληνική αμυντική ικανότητα.
Η στάση της Ουκρανίας έναντι των μειονοτήτων θεωρείται από αρκετούς αναλυτές ως βασική αιτία για την επιδείνωση των σχέσεών της με τους γείτονες. Από το 2014 και μετά, η προσπάθεια της ουκρανικής κυβέρνησης να οικοδομήσει μια ενιαία εθνική ταυτότητα συνοδεύτηκε, σύμφωνα με τις επικρίσεις, από πολιτικές που συχνά περιθωριοποιούν τις εθνοτικές ομάδες. Ο αναλυτής Dmytro Tuzhanskyi του GLOBSEC έχει προειδοποιήσει για τον κίνδυνο αυτής της στρατηγικής, τονίζοντας ότι η παραμέληση των μειονοτήτων μπορεί να αποβεί μοιραία για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Παράλληλα, η γεωπολιτική δυναμική αλλάζει και στη Δύση. Με το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να στρέφεται σε άλλες κρίσεις, όπως η κατάσταση στη Γάζα και η αστάθεια στη Μέση Ανατολή, η Ουκρανία φαίνεται να χάνει έδαφος στην παγκόσμια ατζέντα.
Η φθορά των διεθνών πόρων, οικονομικών και πολιτικών, που διατέθηκαν για την υποστήριξη της Ουκρανίας, σε συνδυασμό με την κόπωση των κοινωνιών και την εσωτερική αστάθεια των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, οδηγεί σε επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής. Το αφήγημα που διαμορφώνεται πλέον στην Πολωνία, και όχι μόνο
, είναι ότι το κόστος της υποστήριξης προς την Ουκρανία –σε κάθε επίπεδο– υπερβαίνει τα προσδοκώμενα οφέλη. Η αλλαγή στάσης δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Κίεβο. Η υποχώρηση της πολωνικής υποστήριξης, ακόμη και αν δεν είναι πλήρης, αποδυναμώνει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας έναντι των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον.
Με την Ουάσιγκτον να επιδιώκει σταδιακά την αποφόρτιση της αμερικανικής εμπλοκής και την ανάληψη μεγαλύτερης ευθύνης από την Ευρώπη, και με τις Βρυξέλλες να παραπαίουν ανάμεσα σε αντικρουόμενες εθνικές προτεραιότητες, η αποδυνάμωση της πολωνικής στήριξης ενδέχεται να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Παρά το γεγονός ότι στρατηγικά συμφέροντα, όπως η ανάγκη ύπαρξης ουκρανικού «μαξιλαριού» έναντι της Ρωσίας, εξακολουθούν να λειτουργούν ως αντίβαρο, η εποχή της άνευ όρων υποστήριξης δείχνει να έχει παρέλθει.
Η Πολωνία επανεξετάζει τις προτεραιότητές της, αντανακλώντας την ευρύτερη στροφή μιας Ευρώπης που αρχίζει να εξαντλεί τα όρια αντοχής της. Οι οικονομικές πιέσεις, οι ιστορικές μνήμες και η άνοδος εθνικιστικών αφηγημάτων φέρνουν στο προσκήνιο μια νέα, ρεαλιστική –αν όχι ψυχρή– προσέγγιση έναντι της Ουκρανίας. Για το Κίεβο, το δίδαγμα είναι σκληρό αλλά αναγκαίο: η εθνική ενότητα δεν μπορεί να οικοδομηθεί με την περιθωριοποίηση των μειονοτήτων ούτε με την αποσιώπηση της ιστορίας. Η απώλεια της Πολωνίας, ακόμη και μερική, δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό ή στρατιωτικό πλήγμα, αλλά πλήγμα υπαρξιακό. Και σε αυτή τη συγκυρία, η Ουκρανία δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει άλλους συμμάχους.