Η φράση «Έλα, μωρέ, και τι έγινε;» αποτελεί ίσως την πιο περιεκτική περίληψη των δεκαετιών ελληνικής παθογένειας. Μέσα σε αυτές τις λίγες λέξεις συμπυκνώνεται μια συλλογική στάση ζωής που εξοικειώνει το κοινωνικό σώμα με τη διαφθορά, τη διοικητική παραβατικότητα, τον νεποτισμό, την ξενοκρατία, την αναξιοκρατία, την προχειρότητα, την ήσσονα προσπάθεια και, τελικά, με την καθοδική πορεία ενός κράτους και μιας κοινωνίας προς την πλήρη αποδόμηση. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η κρατική δυσλειτουργία, αλλά η διαβρωτική επίδραση αυτής της ανοχής στη συνοχή και την υπόσταση του έθνους.
Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πολιτικής περιόδου, με επίκεντρο την κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καταγράφεται μια ποιοτική μετατόπιση ακόμη πιο δυσοίωνη. Δεν αρκεί πλέον η απλή ανοχή στην παρακμή. Η ίδια η παρακμή εμφανίζεται ως επιτυχία, η οπισθοδρόμηση προβάλλεται ως πρόοδος και η θεσμική εκτροπή ντύνεται με τον μανδύα της κανονικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιστροφής αξιών αποτελεί η εκδήλωση που διοργανώθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 13 ετών από την ίδρυση της «Ομάδας Αλήθειας», μιας δομής με κομματική ταυτότητα και ευθέως προπαγανδιστικό χαρακτήρα, η οποία συνδέεται πολιτικά και οικονομικά με το κυβερνητικό περιβάλλον.
Παρά τις πολυάριθμες αποκαλύψεις και δημοσιεύματα που καταδεικνύουν την εμπλοκή της εν λόγω «ομάδας» σε μηχανισμούς παραπληροφόρησης και την απευθείας σχέση της με τη Νέα Δημοκρατία και τον πρωθυπουργικό κύκλο, η επέτειος εορτάστηκε με θριαμβευτικό ύφος στο VIP Lounge του ΟΑΚΑ. Υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη της κυβερνητικής παράταξης παραβρέθηκαν με εμφανή διάθεση επιδοκιμασίας και προβολής. Αντί για σιωπή και ενδοσκόπηση, επελέγη ο δημόσιος αυτοέπαινος, σε μια εκδήλωση που απουσίαζε κάθε ίχνος περίσκεψης ή συναίσθησης θεσμικής ευθύνης.
Η αίσθηση πλήρους απουσίας ενδοιασμών δεν αφορά μόνο την κομματική προπαγάνδα. Η έλλειψη τσίπας, αιδούς και συγγνώμης φαίνεται να έχει παγιωθεί ως πάγια πολιτική στάση σε μείζονα σκάνδαλα που βαραίνουν την κυβέρνηση: από τις υποκλοπές και την υπόθεση Novartis μέχρι τις καταγγελίες για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και, φυσικά, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Παρά το μέγεθος των θεσμικών και κοινωνικών συνεπειών, οι εμπλεκόμενοι συνεχίζουν χωρίς ουσιαστική πολιτική ή ηθική αυτοκριτική. Η σιωπή ή η προσχηματική αντίδραση έχει αντικαταστήσει την πολιτική ευθύνη.
Η εντύπωση ότι η κοινωνία έχει παραδοθεί άνευ όρων σε ένα πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον που λειτουργεί ερήμην της, ενισχύεται από την ευρύτερη ανοχή σημαντικής μερίδας των πολιτών απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Αυτή η στάση δεν εκφράζεται μόνο με την απάθεια, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις με ενεργό υπεράσπιση ή συμμετοχή. Η κοινωνική εξοικείωση με φαινόμενα διαφθοράς και η αποδοχή τους ως «αναπόφευκτων» παραπέμπει σε ένα συλλογικό μιθριδατισμό, μια σταδιακή ανοσία στο δηλητήριο της παρακμής, που ξεκινά από την κορυφή του πολιτικού συστήματος και διαχέεται προς τη βάση.
Το φαινόμενο αυτό, ενισχυμένο από την απουσία παραιτήσεων ή αναλήψεων ευθυνών ακόμη και σε περιπτώσεις βεβαιωμένων παρανομιών ή σοβαρών θεσμικών παραβιάσεων, δημιουργεί ένα μήνυμα ανοχής στην παρατυπία. Όταν οι υπουργοί και οι βουλευτές, αντί να παραιτούνται ή να λογοδοτούν, συνεχίζουν να κατέχουν θέσεις ευθύνης χωρίς επιπτώσεις, η αντίληψη αυτή αποκτά χαρακτήρα «νέας κανονικότητας». Το κράτος εκπέμπει το μήνυμα ότι ο νόμος είναι ελαστικός, η ηθική σχετική και η ατιμωρησία πιθανότερη από τη λογοδοσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη των πολιτών που παραμένουν αδρανείς ή σιωπηλοί είναι εξίσου κρίσιμη. Η ανεκτικότητα απέναντι στη θεσμική εκτροπή, είτε προέρχεται από κομματική προσήλωση είτε από κυνική αποστασιοποίηση, μετατρέπεται σταδιακά σε συνενοχή. Οι πολίτες που επιλέγουν να «μην ασχολούνται» ή να εξομαλύνουν τις παρανομίες με το «όλοι ίδιοι είναι», ενισχύουν τη διατήρηση ενός καθεστώτος που διαβρώνει τα θεμέλια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής αξιοπρέπειας.
Εάν υπάρχει ακόμη ένα κρίσιμο σημείο καμπής, αυτό βρίσκεται στην αποφασιστικότητα των πολιτών που αρνούνται να συμβιβαστούν. Εκείνων που αντιλαμβάνονται ότι η καταγγελία της ανομίας και της φαυλότητας είναι αναγκαίος όρος για την πολιτική αναγέννηση. Η διαρκής εγρήγορση απέναντι σε κάθε απόπειρα νομιμοποίησης της παρακμής είναι όρος επιβίωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος και της κοινωνικής συνοχής.
Η ιστορία διδάσκει πως οι κρίσεις δεν γεννιούνται από τη στιγμή της κατάρρευσης, αλλά από τη μακρά περίοδο αδράνειας που τις προετοιμάζει. Και αυτή η περίοδος αδράνειας, σιωπής και εξοικείωσης με την εκτροπή συνοψίζεται εύγλωττα στη φράση «Έλα, μωρέ, και τι έγινε;». Αν αυτή η φράση συνεχίσει να κυριαρχεί, τότε η απάντηση θα είναι: έγινε ό,τι χρειαζόταν για να χαθεί το μέλλον.