Σε ένα από τα πιο γνωστά και παραδοσιακά «κάστρα» της Νέας Δημοκρατίας στον Αργοσαρωνικό –ένα νησί που από το 1974 δεν έχει παρεκκλίνει ούτε μία φορά από την εκλογική του προτίμηση προς τη «γαλάζια» παράταξη, ακόμη και όταν το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του ή όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σάρωνε το 2015– συνέβη φέτος κάτι που οι επαγγελματίες του νησιού δεν είχαν ξαναζήσει ποτέ: μια πρωτοφανής, σχεδόν καταδιωκτική, παρουσία των φορολογικών αρχών. Ο καθένας τους δέχθηκε τουλάχιστον τρεις επισκέψεις από ελεγκτικά κλιμάκια, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έφτασαν να μετρούν πέντε. Η ψυχρολουσία ήταν τέτοια, που αναγκάστηκαν να οργανωθούν σε ψηφιακή ομάδα στο Viber, ώστε να ειδοποιούν ο ένας τον άλλο για την ακριβή τοποθεσία των εφοριακών σε πραγματικό χρόνο. Όχι γιατί είχαν κάτι να κρύψουν, αλλά γιατί η ψυχολογική πίεση και το διαρκές αίσθημα απειλής τους ξεπέρασαν.
Μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ δώσει δικαίωμα, που δεν είναι ούτε παραβάτες ούτε φοροφυγάδες, αλλά νοικοκυραίοι που αγωνίζονται καθημερινά να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους όρθιες, βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρόστιμα για τις πιο ασήμαντες παραλείψεις. Μια απόδειξη που ξέφυγε, ένα λάθος πάτημα σε POS, μια καθυστέρηση μερικών λεπτών στην καταγραφή κάποιου στοιχείου… και το πρόστιμο έφτανε: 500 ευρώ, 1.000, 2.000. Το «κοστουμάκι» ερχόταν καλοραμμένο. Όπως λένε οι ίδιοι με πίκρα, «δεν μας αντιμετωπίζουν πια σαν πολίτες αλλά σαν ενόχους που πρέπει να αποδείξουν την αθωότητά τους κάθε μέρα». Το κράτος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να ελέγχει, κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό, όμως όταν οι έλεγχοι γίνονται με τρόπο τιμωρητικό και σχεδόν εκδικητικό, τότε η πολιτική μετατρέπεται σε ασφυξία και η συμμόρφωση σε αγωνία.
Τα λειτουργικά κόστη έχουν εκτοξευθεί. Ρεύμα, ενοίκια, ασφάλειες, δημοτικά τέλη, υπερωρίες, πρώτες ύλες με αυξημένες τιμές λόγω εισαγωγών, συνδρομές σε οργανισμούς όπως η ΑΕΠΙ, και επιπλέον το ετήσιο τέλος για τη σύνδεση των ταμειακών με την εφορία. Όλα αυτά επιβαρύνουν την καθημερινότητα και καθιστούν δυσβάστακτο το κόστος επιβίωσης. Καμία από τις 82 φοροελαφρύνσεις που περηφανεύεται ότι πέτυχε η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν αγγίζει αυτά τα έξοδα. Η ψηφιακή κάρτα εργασίας, παρά τις προθέσεις της, λειτούργησε αντίστροφα: οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να μειώσουν βάρδιες, να περιορίσουν το ωράριο λειτουργίας τους – ακόμα και να χάσουν τζίρο για να τηρήσουν τη νομιμότητα.
Το κράτος τιμωρεί, η οικονομία πληρώνει
Η εικόνα του φετινού καλοκαιριού ήταν χαρακτηριστική: σε νησιά του Αιγαίου και στον Αργοσαρωνικό, «all day» μαγαζιά έκλειναν στις 7 το απόγευμα, μέσα στον Αύγουστο. Εστιατόρια έσβηναν τα φώτα της κουζίνας τους στις 9:30 το βράδυ. Όχι γιατί δεν είχαν πελάτες – αλλά γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν ούτε το κόστος ούτε το ρίσκο μιας τρίτης βάρδιας. Οι επαγγελματίες, γνωρίζοντας ότι ο παραμικρός ελιγμός μπορεί να τους στοιχίσει χιλιάδες ευρώ σε πρόστιμα, προτιμούσαν να θυσιάσουν εισόδημα από το να μπλέξουν με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Και όλα αυτά σε μια σεζόν που υποτίθεται ότι η Ελλάδα βίωνε «έκρηξη τουρισμού».
Πέρα από την Εφορία, οι επαγγελματίες είχαν να αντιμετωπίσουν και την γραφειοκρατία – μια παλιά πληγή που αντί να επουλώνεται, διογκώνεται. Η περίπτωση της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) είναι αποκαλυπτική: επιχειρηματίες στις Κυκλάδες υπέβαλαν αιτήσεις για άδεια λειτουργίας σε παραθαλάσσιους χώρους, η οποία προϋπέθετε άδεια από την Αρχαιολογία. Η Αρχαιολογία, με τον δικό της ρυθμό, καθυστερούσε, αλλά έδινε άτυπες προφορικές οδηγίες: «προχωρήστε». Και έναν χρόνο μετά, η ίδια η ΕΤΑ ερχόταν να επιβάλει πρόστιμα 15.000 ευρώ για χρήση χωρίς άδεια. Αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα που υποτίθεται ότι θέλει να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και να προσελκύσει επενδύσεις, με άδειες «εξπρές».
Η Πολιτεία δεν μπορεί να ζητά διαρκώς συμμόρφωση, όταν από την άλλη πλευρά δεν προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από τιμωρία. Οι επιχειρηματίες δεν έχουν καμία αντίρρηση να ελέγχονται – φτάνει αυτό να γίνεται δίκαια και με μέτρο. Δεν είναι όλοι οι επαγγελματίες κλέφτες. Δεν μπορεί το κράτος να θεωρεί ύποπτο όποιον επιμένει να παράγει, να εργάζεται και να κρατά το κατάστημά του ανοιχτό. Όσο ο επιχειρηματίας αισθάνεται ότι κάθε του κίνηση παρακολουθείται με καχυποψία και κάθε λάθος του πληρώνεται με εξοντωτικά πρόστιμα, τόσο περισσότερο θα αποστασιοποιείται πολιτικά από όσους κυβερνούν. Γιατί στις εκλογές δεν ψηφίζεται ούτε η ΑΑΔΕ ούτε η ΕΤΑ – ψηφίζονται οι κυβερνήσεις και οι πρωθυπουργοί.
Η οικονομία δεν είναι μόνο ποσοτικοί στόχοι και αριθμοί – είναι και συναισθήματα, είναι και ισορροπίες. Πίσω από κάθε ισχυρό πλεόνασμα μπορεί να κρύβεται μια πραγματικότητα ισχυρής κοινωνικής δυσφορίας. Ναι, οι στόχοι επιτυγχάνονται, οι εισπράξεις αυξάνονται, αλλά ταυτόχρονα οι επαγγελματίες εξουθενώνονται, οι καταναλώσεις συρρικνώνονται, οι εργαζόμενοι χάνουν υπερωρίες και το χρήμα δεν κινείται στην πραγματική αγορά. Οι κυβερνήσεις που πιστεύουν ότι η επιτυχία τους αποτυπώνεται στα excel των υπουργείων κινδυνεύουν να βρεθούν προ εκπλήξεων όταν η κοινωνία τούς γυρίζει την πλάτη.
Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Και οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από ανθρώπους που τις περισσότερες φορές δεν έχουν εμπειρία πραγματικής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, δεν έχουν κολλήσει ένσημο, δεν έχουν έρθει αντιμέτωποι με την εφορία ή την Αρχαιολογία. Είναι ανεπάγγελτοι υπουργοί και τεχνοκράτες του κομματικού σωλήνα, που αντιμετωπίζουν την οικονομία σαν πίνακα excel και τον επιχειρηματία σαν πιθανό παραβάτη.
Αν η Πολιτεία θέλει να είναι συνεταίρος στα έσοδα των επιχειρήσεων –και το θέλει– τότε πρέπει να αναλάβει και το μερίδιό της στα έξοδα. Δεν μπορεί να επιβάλλει όρους λειτουργίας που αυξάνουν το κόστος και ταυτόχρονα να στέλνει καθημερινά ελεγκτές. Δεν μπορεί να αδειάζει τα ταμεία των επιχειρήσεων για να γεμίζει τα δικά της.
Οι επαγγελματίες αυτών των νησιών, που είναι η πρώτη εικόνα που συναντά ο ξένος τουρίστας, είναι ταυτοχρόνως η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Αν συνεχίσουν να αισθάνονται μόνοι, διωκόμενοι και αναλώσιμοι, τότε δεν είναι απίθανο να μεταφέρουν την οργή τους στην κάλπη. Και όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα είναι η δική τους σειρά να επιβάλουν έλεγχο στην κυβέρνηση και να εκδώσουν… το δικό τους πρόστιμο. Όχι με αποδείξεις στο POS, αλλά με ψήφους στην κάλπη.

