Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1940, την ώρα που ο Ελληνικός Στρατός προέλαυνε στη Βόρειο Ήπειρο και οι Ιταλοί είχαν υποστεί αλλεπάλληλες ήττες, οι Γερμανοί, βλέποντας τον σύμμαχό τους Μουσολίνι να βρίσκεται σε κρίσιμη θέση, προσπάθησαν να μεσολαβήσουν για να επιτευχθεί ανακωχή μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Μέσω διαφόρων διπλωματικών και ανεπίσημων καναλιών, διαβίβασαν προτάσεις στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος όμως, παρά τις πιέσεις, δεν τις αποδέχθηκε ποτέ. Η άρνηση αυτή, που αποδείχθηκε ιστορικής σημασίας, καθόρισε τη μοίρα της Ελλάδας λίγους μήνες αργότερα.
Την εποχή εκείνη ο Μεταξάς, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά, βρισκόταν αντιμέτωπος με την εξάντληση. Ο θάνατός του στις 29 Ιανουαρίου 1941, μετά από επιδείνωση της υγείας του, παραμένει ως σήμερα ένα από τα πλέον αινιγματικά επεισόδια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με ανεπιβεβαίωτες φήμες να αναφέρουν ότι λίγο πριν πεθάνει του χορηγήθηκε άγνωστης σύνθεσης ένεση από Άγγλο γιατρό.
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1940, μετά την κατάληψη των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου, ο Μεταξάς ανησυχούσε ότι η Ιταλία θα υποχωρούσε και η Γερμανία θα αναγκαζόταν να επέμβει στα Βαλκάνια. Προσπάθησε αρχικά μέσω του πρέσβη Ραγκαβή στο Βερολίνο να εξασφαλίσει γερμανική μεσολάβηση για τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο Ραγκαβής παρέδωσε ένα πολυσέλιδο μνημόνιο, το οποίο όμως ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ αρνήθηκε να διαβάσει. Μόνον ο φον Κανάρις, επικεφαλής της Abwehr και γνωστός για τις φιλελληνικές του απόψεις, έδειξε ενδιαφέρον, αλλά το Βερολίνο απέρριψε αμέσως κάθε συζήτηση.
Ο Μεταξάς δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και στράφηκε στον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο στην Αθήνα, Κλεμ, ο οποίος λειτουργούσε ως σύνδεσμος του φον Κανάρις. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία του Κλεμ στη Γερμανίδα ιστορικό Σραμ φον Τάντεν, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1940 τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του δύο Έλληνες: ο διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών Κύρου και ένας έμπιστος του Μεταξά, πιθανότατα ο Μανιαδάκης. Ο δεύτερος ζήτησε τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας για ανακωχή με βάση το status quo, δηλαδή τη διατήρηση των τότε ελληνικών κατακτήσεων, με αντάλλαγμα τη δέσμευση ότι δεν θα επιτραπεί απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς ζητούσε εγγύηση για τα ελληνικά σύνορα από τη Γερμανία, αλλά η πρωτοβουλία έπεσε στο κενό.
Παράλληλα, από τη Μαδρίτη εκδηλώθηκε νέα κίνηση. Ο Έλληνας πρέσβης Αργυρόπουλος έλαβε μήνυμα από τον Ούγγρο ομόλογό του Αντόρκα, κατόπιν οδηγιών Γερμανών αξιωματούχων, για μια πιθανή ειρηνευτική πρόταση. Η πρόταση προέβλεπε ότι ο Ελληνικός Στρατός θα κρατούσε τα εδάφη που είχε καταλάβει, ενώ ανάμεσα στις δύο πλευρές θα εγκαθίσταντο γερμανικά στρατεύματα ως ουδέτερη δύναμη. Ο Αργυρόπουλος διαβίβασε την πρόταση στην Αθήνα, αλλά ο Μεταξάς δεν απάντησε ποτέ. Την ίδια περίοδο, ο μορφωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, Μπέρινγκερ, συνοδευόμενος από έναν άγνωστο άνδρα που ισχυρίστηκε ότι ενεργούσε για λογαριασμό του Χίτλερ και του Ρίμπεντροπ, επανέλαβε τις ίδιες προτάσεις στον Μανιαδάκη. Ο Γερμανός πρέσβης παρακάμφθηκε, καθώς ο Φίρερ δεν εμπιστευόταν τους παραδοσιακούς διπλωμάτες του.
Παρά το ότι οι προτάσεις διατυπώθηκαν επανειλημμένα, ο Μεταξάς παρέμεινε ανένδοτος. Θεωρούσε πως η αποδοχή τους θα έθετε σε κίνδυνο τη σχέση της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία και θα άνοιγε τον δρόμο σε μελλοντικές πιέσεις από το Βερολίνο. Ο ίδιος πίστευε ότι, ακόμη κι αν η Γερμανία επιτίθετο, η Ελλάδα θα έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον της. Οι συνεργάτες του, συνεπαρμένοι από τις επιτυχίες στο μέτωπο, απέρριψαν κάθε ιδέα ανακωχής, θεωρώντας πως οι Γερμανοί επιδίωκαν απλώς να σώσουν το κύρος του Μουσολίνι.
Αν και ο Μεταξάς έβλεπε τη στρατιωτική κόπωση και τον χειμώνα να δυσχεραίνουν την ελληνική προέλαση, αντιλαμβανόταν επίσης ότι η αποδοχή μιας γερμανικής μεσολάβησης θα θεωρούνταν προδοσία απέναντι στη Βρετανία, που πίεζε για ενίσχυση των επιχειρήσεων και σχεδίαζε την είσοδό της στην Ελλάδα. Οι Άγγλοι ζητούσαν αεροπορικές βάσεις και στρατιωτική παρουσία, προκειμένου να δημιουργήσουν νέο μέτωπο στα Βαλκάνια κατά της Γερμανίας. Παρά τις αντιρρήσεις του, ο Μεταξάς στις 30 Δεκεμβρίου αποφάσισε προσωρινά να παραχωρήσει το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης στη RAF, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε άμεση γερμανική αντίδραση. Την επόμενη ημέρα, όμως, ανακάλεσε την απόφαση, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο.
Στις αρχές του 1941, οι Γερμανοί ενίσχυαν τις δυνάμεις τους στη Ρουμανία, ενώ οι Ιταλοί βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Ο ίδιος ο Χίτλερ, σε συνομιλία με τον Μουσολίνι στις 19–20 Ιανουαρίου στο Μπέργκχοφ, προανήγγειλε τη γερμανική παρέμβαση στην Ελλάδα, την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Μεταξάς πέθανε, αφήνοντας πίσω του μια Ελλάδα εξουθενωμένη αλλά ακόμα νικήτρια.
Ο θάνατός του συγκλόνισε τον λαό, ενώ οι φήμες οργίασαν. Οι Ιταλοί μίλησαν για αγγλική συνωμοσία, οι Γερμανοί για προοπτική ειρηνευτικής μεσολάβησης. Η κηδεία του στις 31 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε μέσα σε σιωπή και αγωνία· ο κόσμος δεν έκλαιγε, αλλά φοβόταν για το αύριο.
Ο Μεταξάς χαρακτηρίστηκε συχνά «γερμανόφιλος» λόγω των σπουδών του στο Βερολίνο και της προσήλωσής του στη γερμανική πειθαρχία, ωστόσο ο ίδιος είχε δηλώσει ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έτρεφε απέχθεια για τη γερμανική αλαζονεία. Ήταν θαυμαστής του πολιτισμού της Γερμανίας, όχι του ναζισμού.
Η ιστορία τον έφερε σε ένα δίλημμα χωρίς καλές λύσεις. Αν είχε αποδεχθεί τις γερμανικές προτάσεις, ίσως η Ελλάδα να είχε αποφύγει τη γερμανική εισβολή της 6ης Απριλίου 1941. Ίσως πάλι να είχε πέσει θύμα μιας διπλωματικής παγίδας. Ορισμένοι, όπως ο πρέσβης Αννίβας Βελλιάδης, πίστευαν ότι θα μπορούσε να στηριχθεί στον φιλελληνισμό του Χίτλερ, ο οποίος, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Άλμπερτ Σπέερ, θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό. Άλλοι θεωρούν ότι η πολιτική του Μεταξά ήταν ρεαλιστικά αδιέξοδη, καθώς η Ελλάδα βρισκόταν ήδη στη δίνη ενός πολέμου που δεν μπορούσε να κερδίσει χωρίς συμμάχους.
Τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος είπε το δικό του «Όχι» στον Γερμανό πρέσβη στις 6 Απριλίου, αλλά λίγες ημέρες μετά, στις 18 Απριλίου 1941, αυτοκτόνησε με δύο σφαίρες, προσθέτοντας ένα ακόμη σκοτεινό κεφάλαιο στην πορεία μιας χώρας που είχε αρνηθεί τόσο τη γερμανική ειρήνη όσο και τη βρετανική επιβολή, για να βρεθεί τελικά συντριμμένη ανάμεσά τους.

