18 Νοεμβρίου, 2025
Διεθνή

Η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του κόσμου πλέει προς τη Βενεζουέλα – Νέο θερμό μέτωπο στο δυτικό ημισφαίριο

Σε μια κίνηση που αναμένεται να αναταράξει τις ισορροπίες στη Λατινική Αμερική, ο υπουργός Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ Χέγκσεθ, έδωσε εντολή για την αποστολή του αμερικανικού υπερ-αεροπλανοφόρου USS Gerald R. Ford και των συνοδευτικών του πολεμικών πλοίων στην περιοχή ευθύνης της Νότιας Στρατιωτικής Διοίκησης των ΗΠΑ (USSOUTHCOM), δηλαδή στη ζώνη της Καραϊβικής, κοντά στα ανοιχτά της Βενεζουέλας. Η ανακοίνωση έγινε το βράδυ της Παρασκευής (24 Οκτωβρίου) από το Πεντάγωνο, σηματοδοτώντας μια σημαντική κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή.

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Πενταγώνου Σον Παρνέλ, η απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο της εντολής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ενίσχυση των επιχειρήσεων κατά των διακρατικών εγκληματικών οργανώσεων (TCO) και της ναρκοτρομοκρατίας, με στόχο – όπως δήλωσε – «την υπεράσπιση της ασφάλειας και της ευημερίας των Ηνωμένων Πολιτειών και του δυτικού ημισφαιρίου».

«Η ενισχυμένη παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή θα αυξήσει την ικανότητά μας να εντοπίζουμε, να παρακολουθούμε και να παρεμποδίζουμε παράνομους παράγοντες και δραστηριότητες που απειλούν την ασφάλεια της πατρίδας μας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο Παρνέλ δεν διευκρίνισε το ακριβές χρονοδιάγραμμα ανάπτυξης του αεροπλανοφόρου, ωστόσο το USS Gerald Ford εντοπίστηκε πριν από λίγες ημέρες να διέρχεται από το Στενό του Γιβραλτάρ, κατευθυνόμενο προς τη Μεσόγειο, γεγονός που υποδηλώνει ότι η μετακίνησή του προς τη Λατινική Αμερική μπορεί να γίνει άμεσα.

Η αποστολή του αεροπλανοφόρου αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατιωτικής κινητοποίησης των ΗΠΑ στην Καραϊβική. Εκτός από το “Ford”, στην περιοχή πλέουν οκτώ ακόμη πολεμικά πλοία, ένα πυρηνικό υποβρύχιο, ενώ έχουν αναπτυχθεί και μαχητικά αεροσκάφη F-35.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η συγκέντρωση μιας τόσο μεγάλης δύναμης υπερβαίνει κατά πολύ τις ανάγκες επιχειρήσεων κατά του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και ενδέχεται να συνδέεται με πολιτικές πιέσεις προς το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα.

Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, ο αμερικανικός στρατός έχει πραγματοποιήσει δέκα επιθέσεις εναντίον πλοίων που φέρονται να μετέφεραν ναρκωτικά, κυρίως στα ύδατα της Καραϊβικής, με απολογισμό περίπου 40 νεκρούς, μεταξύ των οποίων – σύμφωνα με ανεπίσημες πηγές – πολίτες της Βενεζουέλας. Το Πεντάγωνο αποφεύγει να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα περιστατικά, περιοριζόμενο στη διαβεβαίωση ότι οι επιχειρήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της «παγκόσμιας στρατηγικής κατά της ναρκοτρομοκρατίας».

Ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την Ουάσιγκτον ότι σχεδιάζει την ανατροπή του καθεστώτος του. Τον περασμένο Αύγουστο, οι ΗΠΑ διπλασίασαν την αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του Μαδούρο σε 50 εκατομμύρια δολάρια, κατηγορώντας τον για «συμμετοχή σε διακίνηση ναρκωτικών και συνεργασία με εγκληματικές ομάδες». Ο ίδιος απορρίπτει όλες τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντας τες «προπέτασμα για μια νέα μορφή αμερικανικού ιμπεριαλισμού».

gccmap.jpg
Οι γεωγραφικές διοικήσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων

Η παρουσία του “Gerald Ford” στην περιοχή θεωρείται από πολλούς ένδειξη περαιτέρω πίεσης προς το καθεστώς της Βενεζουέλας, σε μια περίοδο που η Ουάσιγκτον επιδιώκει να ενισχύσει τη στρατηγική της επιρροή στο δυτικό ημισφαίριο και να αποτρέψει την αυξανόμενη κινεζική και ρωσική δραστηριότητα στην Καραϊβική.

Το USS Gerald R. Ford (CVN-78) είναι το νεότερο και μεγαλύτερο αεροπλανοφόρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέθηκε σε επιχειρησιακή λειτουργία το 2017, διαθέτει πυρηνικό αντιδραστήρα, μεταφέρει περισσότερα από 75 αεροσκάφη και επανδρώνεται από πάνω από 5.000 ναύτες.

Με μήκος 337 μέτρων και εκτόπισμα 100.000 τόνων, αποτελεί την αιχμή του δόρατος του αμερικανικού ναυτικού και σύμβολο της αμερικανικής ναυτικής υπεροχής.

Γιατί η στρατηγική Τραμπ κινδυνεύει να γίνει πολιτικό Βιετνάμ

Η πρόσφατη ανακοίνωση του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, για πιθανή «χερσαία επιχείρηση» στη Βενεζουέλα, δήθεν με στόχο τα καρτέλ ναρκωτικών, προκάλεσε διεθνές κύμα αντιδράσεων. Οι δηλώσεις του, συνοδευόμενες από ενδείξεις στρατιωτικής κινητικότητας – όπως πτήσεις στρατηγικών βομβαρδιστικών B-1 Lancer κοντά στη Νότια Αμερική – έδωσαν την εντύπωση επικείμενης κλιμάκωσης. Ωστόσο, η ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης δείχνει ότι μια τέτοια επιχείρηση δεν είναι απλώς απίθανη, αλλά θα ήταν στρατιωτικά καταστροφική και πολιτικά αυτοκτονική για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μια αμερικανική εισβολή στη Βενεζουέλα θα προσέκρουε σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Πρώτον, η χώρα είναι τεράστια, γεωγραφικά απαιτητική και εξαιρετικά δύσκολη για κατοχή. Από τις ζούγκλες του Ορινόκο μέχρι τα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα του Καράκας, η εκστρατεία θα απαιτούσε εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, συνεχή ανεφοδιασμό και τεράστιους πόρους. Η σημερινή εσωτερική κατάσταση των ΗΠΑ – πολιτική πόλωση, δημοσιονομική αστάθεια, και κοινωνική κόπωση μετά από πολέμους δύο δεκαετιών – καθιστά ένα τέτοιο εγχείρημα ανέφικτο. Χωρίς πλήρη οικονομική, θεσμική και λαϊκή στήριξη, η εισβολή θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη διαχείρισης και πολιτικής φθοράς.

Παράλληλα, ο στρατός και οι πολιτοφυλακές της Βενεζουέλας παραμένουν δομές υψηλής συνοχής και εθνικής αφοσίωσης. Παρά τα εσωτερικά προβλήματα, η κυβέρνηση Maduro έχει επενδύσει στη στρατιωτική εκπαίδευση και στην ιδεολογική κινητοποίηση του στρατεύματος. Μάχες σε πόλεις ή ορεινά περάσματα θα σήμαιναν βαριές απώλειες για τις ΗΠΑ, μετατρέποντας κάθε επιχείρηση σε πολιτική πληγή που θα μετρούσε σε ψήφους, όχι σε στρατιωτικά κέρδη.

Στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, μια τέτοια επιχείρηση θα προκαλούσε νομική και συνταγματική θύελλα. Χωρίς εξουσιοδότηση του Κογκρέσου, η κυβέρνηση θα κατηγορούνταν για αυθαίρετη χρήση στρατιωτικής ισχύος, ενώ οι Δημοκρατικοί και μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι θα απαιτούσαν έρευνες για υπέρβαση εξουσίας. Κάθε ενδεχόμενο παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή απώλειας αμάχων θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προεδρίας Trump και θα τροφοδοτούσε νέα κύματα πολιτικής κρίσης.

Η λαϊκή βάση επίσης δεν φαίνεται να επιθυμεί νέα στρατιωτικά μέτωπα. Δημοσκοπήσεις δείχνουν πως πάνω από το 60% των Αμερικανών αντιτίθεται ρητά σε εισβολή στη Λατινική Αμερική. Οι εικόνες Αμερικανών στρατιωτών σε φέρετρα ή σκηνές χάους σε ξένες πρωτεύουσες θα μετέτρεπαν την «εκστρατεία κατά των καρτέλ» σε επικοινωνιακό εφιάλτη για τον Λευκό Οίκο.

Διεθνώς, μια αμερικανική επέμβαση στη Βενεζουέλα θα ισοδυναμούσε με διπλωματική αυτοχειρία. Η Λατινική Αμερική διατηρεί ισχυρές μνήμες από τις παρεμβάσεις της CIA και των ΗΠΑ σε δεκαετίες ψυχροπολεμικής πολιτικής. Χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και το Μεξικό θα αποστασιοποιούνταν, ενώ οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών θα καταδίκαζαν την ενέργεια ως ωμή παραβίαση διεθνούς δικαίου. Η Ουάσινγκτον θα απομονωνόταν διπλωματικά σε μια περιοχή που προσπαθεί εδώ και χρόνια να ανακτήσει την ανεξαρτησία της από την αμερικανική επιρροή.

Ακόμη σοβαρότεροι είναι οι γεωστρατηγικοί κίνδυνοι. Η Βενεζουέλα διατηρεί στενές στρατιωτικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα. Μια αμερικανική εισβολή θα μπορούσε να προκαλέσει αποστολή ρωσικού στρατιωτικού υλικού ή τεχνικών, ακόμα και περιορισμένη παρουσία «συμβούλων», αναζωπυρώνοντας έναν ψυχρό πόλεμο στη δυτική ημισφαίριο. Η Ουάσινγκτον θα αντιμετώπιζε μια δαπανηρή, πολυμέτωπη κρίση, την ώρα που ήδη πιέζεται σε Ευρώπη και Ασία.

Οι οικονομικές συνέπειες θα ήταν επίσης βαρύτατες. Η Βενεζουέλα, με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως, θα αποτελούσε πηγή παγκόσμιας αστάθειας. Η στρατιωτική αναταραχή θα εκτίνασσε τις τιμές του πετρελαίου και θα προκαλούσε νέο κύμα πληθωρισμού στις ΗΠΑ, υπονομεύοντας οποιοδήποτε βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος από μια «επίδειξη δύναμης».

Η ιστορία, τέλος, διδάσκει ότι τα «εύκολα πραξικοπήματα» είναι πια μύθος. Τα παραδείγματα του Ιράν, της Γουατεμάλας και της Χιλής ανήκουν σε εποχές όπου ο κόσμος ήταν μονοπολικός και η κοινωνία λιγότερο συνδεδεμένη. Σήμερα, με την παγκόσμια διασύνδεση της πληροφορίας και την αυξημένη ανθεκτικότητα των τοπικών καθεστώτων, μια «ανατροπή τύπου CIA» είναι σχεδόν αδύνατη.

Το πιο πιθανό σενάριο, λοιπόν, είναι η συνέχιση μιας στρατηγικής ψυχολογικής και υβριδικής πίεσης: απειλές, επιλεκτικές κυρώσεις, οικονομικός αποκλεισμός, στοχευμένες επιχειρήσεις κατά των ελίτ και συμβολικές επιθέσεις υψηλής προβολής. Το ζητούμενο για την Ουάσινγκτον δεν θα είναι η κατοχή, αλλά η φθορά του αντιπάλου και η διατήρηση της εικόνας ισχύος χωρίς το κόστος μιας πλήρους στρατιωτικής εκστρατείας.

Όμως η ουσία του προβλήματος παραμένει: ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών δεν λύνεται με βομβαρδισμούς και αεροπλάνα, αλλά με διεθνή συνεργασία, θεσμική ενίσχυση και χτύπημα στα ίδια τα κυκλώματα παραγωγής και χρηματοδότησης. Κάθε απόπειρα στρατιωτικοποίησης του προβλήματος μετατρέπει τη μάχη κατά των καρτέλ σε γεωπολιτικό χάος.

Σε μια εποχή όπου ο κόσμος κινείται ανάμεσα στην οικονομική αβεβαιότητα και τις νέες ισορροπίες ισχύος, η ιδέα μιας αμερικανικής εισβολής στη Βενεζουέλα μοιάζει περισσότερο με επίδειξη απελπισίας παρά με στρατηγική επιλογή. Και αν κάτι απέδειξε η Ιστορία, είναι πως οι πόλεμοι που ξεκινούν για λόγους επικοινωνίας, τελειώνουν με ήττες – πολιτικές, ηθικές και ιστορικές.