Όταν το κράτος χάνει την ικανότητα να εποπτεύει και οι μηχανισμοί ελέγχου καταντούν διακοσμητικοί, τότε οι επιτήδειοι βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να στήσουν μηχανισμούς διαπλοκής, εξυπηρετήσεων και –εν τέλει– πλουτισμού. Το παράδειγμα του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι η πιο χαρακτηριστική απόδειξη του πώς η διοικητική ανεπάρκεια και η έλλειψη πολιτικής βούλησης οδηγούν σε φαινόμενα διαφθοράς που εκθέτουν διεθνώς τη χώρα μας.
Ο ΟΠΕΚΕΠΕ –ο οργανισμός που έχει αναλάβει τη διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων ύψους 3 δισ. ευρώ κατ’ έτος για τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα– αποδείχθηκε θύλακας σκανδάλων. Ο μηχανογραφικός του εξοπλισμός, το σύστημα ελέγχου, οι διαδικασίες πιστοποίησης και επιλεξιμότητας, όχι μόνο δεν λειτούργησαν όπως έπρεπε, αλλά μετατράπηκαν σε εργαλεία μεθοδευμένης παραπλάνησης. Όλα αυτά ήρθαν ξανά στην επιφάνεια με τις εφόδους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα κεντρικά γραφεία του Οργανισμού στην Αθήνα και στην Κρήτη, την Κυριακή 19 Μαΐου.
Οι πληροφορίες που διακινούνται στους κόλπους των πραγματικών αγροτών και κτηνοτρόφων –εκείνων που ιδρώνουν στο χωράφι και όχι στα γραφεία των υπηρεσιών– είναι αποκαλυπτικές. Εδώ και χρόνια, οι άνθρωποι της παραγωγής είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για το «πάρτι» που στήνεται με τις επιδοτήσεις. Βοσκοτόπια-«φαντάσματα», ζωικό κεφάλαιο φουσκωμένο στα χαρτιά, εκτάσεις που δηλώνονται αλλά δεν υπάρχουν ούτε στους χάρτες – όλα αυτά αποτελούν το παζλ μιας καλοστημένης απάτης με αποδέκτη τα ευρωπαϊκά ταμεία.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι απλώς τεχνικό. Είναι πρωτίστως πολιτικό. Το σαθρό σύστημα επιτρέπει, αν όχι ενθαρρύνει, την παρέμβαση παραγόντων της διοίκησης, τοπικών αρχόντων, ενδιάμεσων φορέων και συνδικαλιστών. Άνθρωποι που δεν είχαν ούτε ένα στρέμμα γης βρέθηκαν να εισπράττουν επιδοτήσεις. Άλλοι, που ουδέποτε ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία, δήλωναν κοπάδια που δεν υπήρχαν. Και όλα αυτά υπό την «ευλαβική» σιωπή των ελεγκτικών μηχανισμών, έως ότου φτάσει η ώρα της διεθνούς διαπόμπευσης.
Το σύστημα τέθηκε σε καθεστώς εποπτείας από τον Σεπτέμβριο του 2024. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με αποφασιστικότητα και μεθοδικότητα, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της απάτης. Ερεύνησε εκατοντάδες φακέλους, ειδικά για την περίοδο 2017–2020, και εντόπισε 100 υποθέσεις απάτης συνολικού ύψους σχεδόν 3 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι υποθέσεις αυτές αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Και η έρευνα δεν σταματά εδώ. Οι αρχές έχουν ήδη στραφεί προς την τριετία 2019–2022, κατά την οποία φέρεται ότι στήθηκε νέο κύμα εξαπάτησης. Άτομα χωρίς πραγματική δραστηριότητα στον πρωτογενή τομέα παρουσιάστηκαν ως «νέοι αγρότες» και απέσπασαν δικαιώματα ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα, μέσω του μηχανισμού της ΚΑΠ. Δηλώσεις περί μίσθωσης βοσκοτόπων, τις περισσότερες φορές δημόσιων εκτάσεων που είχαν διατεθεί σε κτηνοτρόφους, έγιναν εργαλείο για να αποσπαστούν κονδύλια.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα δήθεν «μισθωμένα» βοσκοτόπια βρίσκονταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο κατοικίας των αιτούντων. Ωστόσο, αυτό δεν φάνηκε να ενοχλεί το ηλεκτρονικό σύστημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο –ως διά μαγείας– ενέκρινε τις αιτήσεις. Τα ίδια άτομα, τα επόμενα χρόνια έως και το 2024, συνέχισαν να υποβάλλουν ψευδείς δηλώσεις, ενεργοποιώντας επιδοτήσεις για ζώα και εκτάσεις που ουδέποτε υπήρξαν.
Το τίμημα αυτής της σιωπηρής νομιμοποίησης της απάτης είναι πολλαπλό: πρώτον, η στέρηση κονδυλίων από τους πραγματικούς παραγωγούς· δεύτερον, η απώλεια αξιοπιστίας του εθνικού μηχανισμού διαχείρισης· και τρίτον –το πιο σοβαρό– η συστημική υπονόμευση της κοινωνικής δικαιοσύνης στον αγροτικό κόσμο.
Οι αγρότες της υπαίθρου, εκείνοι που επιμένουν να καλλιεργούν, να παράγουν, να εκτρέφουν, ζητούν το αυτονόητο: να αποδοθούν ευθύνες, να αποκατασταθεί η τάξη και να θεσπιστούν αυστηροί έλεγχοι, ώστε το σαθρό οικοδόμημα να μην ξαναστηθεί. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία άνοιξε τον δρόμο. Τώρα, είναι η σειρά της ελληνικής Πολιτείας να πράξει το καθήκον της. Γιατί η αξιοπρέπεια της παραγωγής δεν μπορεί να γίνει λάφυρο επιτήδειων.