Στην Ελλάδα της εύκολης λήθης, η πολιτική σκηνή μοιάζει με μια ατέρμονη παρέλαση γνωστών προσώπων που ξαναγυρίζουν από το χθες, πότε ως «σωτήρες» και πότε ως «ανανεωμένοι μεταρρυθμιστές».
Κόμματα που σβήνουν και αναβιώνουν, παρατάξεις που πολλαπλασιάζονται σαν δορυφόροι γύρω από την εξουσία, πρόσωπα που αλλάζουν στρατόπεδα με την ίδια ευκολία που αλλάζουν σύνθημα, όλα συνθέτουν ένα μόνιμο πολιτικό θέατρο όπου το παλιό παρουσιάζεται ως νέο και το φθαρμένο ως ελπιδοφόρο. Κι όμως, οι πρωταγωνιστές παραμένουν οι ίδιοι: άνθρωποι που κάποτε κρίθηκαν ανεπαρκείς ή ξεπερασμένοι, εμφανίζονται ξανά ως δήθεν απαραίτητοι για την «επόμενη μέρα».
Οι νεοεμφανιζόμενοι, πάλι, εκμεταλλεύονται την άγνοια του κοινού για να υποσχεθούν χωρίς φραγμούς. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν φαίνεται να θεωρείται υπεύθυνος για τίποτε, γιατί σε αυτόν τον τόπο κανείς δεν χάνεται πραγματικά, ακόμη και μετά από κραυγαλέα λάθη ή αποτυχίες. Αρκεί μια περίοδος σιωπής, λίγες αλλαγές σε όνομα και χρώματα, και το πολιτικό βιογραφικό ξεπλένεται σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Έτσι, η πολιτική σταδιοδρομία στο ελληνικό σύστημα κατέληξε μια διαδρομή χωρίς συνέπειες και χωρίς κόστος. Η συνέπεια σε αρχές θεωρείται αναχρονισμός, ενώ η προσαρμοστικότητα στα δεδομένα της κάθε περιόδου επιβραβεύεται.
Η επιρροή δεν κερδίζεται με έργα ή ιδέες αλλά με την ικανότητα να εξυπηρετείς όσους πραγματικά κινούν τα νήματα. Ανακυκλώνονται στελέχη, ξαναχρησιμοποιούνται ονόματα, επανεμφανίζονται παίκτες που έμοιαζαν τελειωμένοι, μόνο και μόνο επειδή κάτι υπόσχονται σε κάποιον ισχυρό ή επειδή οι πολίτες έχουν ξεχάσει όσα θα έπρεπε να θυμούνται.
Στο μεταξύ, γύρω από το πολιτικό προσωπικό –παλιό και νέο– αναπτύσσεται μια ολόκληρη βιομηχανία συμβούλων, «ινστιτούτων» και επικοινωνιολόγων που αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση αλλαγής εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα να αλλάξει. Η εικόνα χτίζεται, το αφήγημα γράφεται, το παρελθόν καλύπτεται και η πορεία προς την επόμενη καρέκλα ξεκινά ξανά.
Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, η κοινωνία βιώνει έναν βαθύ κατακερματισμό και μια διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς τους θεσμούς που θα έπρεπε να την προστατεύουν. Η λειτουργία του κράτους μοιάζει συχνά με μηχανισμό εξυπηρέτησης λίγων, ενώ οι πολλοί παρακολουθούν από απόσταση, με κυνισμό ή απάθεια. Οι πολίτες αναζητούν λόγο να πιστέψουν, μα η πολιτική αδυνατεί να προσφέρει χειροπιαστή ελπίδα· αντιθέτως, αναπαράγει τις ίδιες συμπεριφορές που απαξιώνουν τον δημόσιο βίο.
Παράλληλα, η αλαζονεία πολλών από όσους κατέχουν θέσεις ευθύνης ενισχύει τη διάσταση ανάμεσα σε πολιτικούς και κοινωνία. Η ενασχόλησή τους περιορίζεται στη διαχείριση της εικόνας τους και στην επίπονη προσπάθεια να διατηρήσουν ορατότητα στα ΜΜΕ, την ώρα που κρίσιμα προβλήματα μένουν άλυτα και τα καθημερινά βάρη των πολιτών γίνονται ολοένα πιο δυσβάσταχτα.
Η Ελλάδα έχει φτάσει στο σημείο όπου δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί τις μεταμφιέσεις του παλιού. Η χώρα δεν χρειάζεται άλλες υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, ούτε ευκαιριακούς ρόλους από επαγγελματίες της πολιτικής που αντιλαμβάνονται την εξουσία ως ιδιοκτησία τους.
Αυτό που ζητά η κοινωνία είναι κάτι εξαιρετικά απλό, αλλά αποδεικνύεται επίμονα δυσεύρετο: ανθρώπους καθαρούς, πρόθυμους να λογοδοτούν, να λένε την αλήθεια, να εμπνέουν εμπιστοσύνη και να υπηρετούν τον πολίτη χωρίς ιδιοτέλεια. Πρόσωπα που δεν κουβαλούν φθορά, ούτε βαρίδια, ούτε εξαρτήσεις από τα γνωστά κέντρα ισχύος. Η πολιτική δεν είναι ρόλος, δεν είναι σκηνικό. Είναι η πράξη της ευθύνης και της προσφοράς προς το σύνολο.
Η ελληνική κοινωνία αναζητά το νέο, όχι ως επικοινωνιακό τέχνασμα αλλά ως πραγματική επανεκκίνηση. Κάτι που θα μπορεί να σταθεί απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να θεμελιώσει ξανά την αίσθηση ότι αυτή η χώρα ανήκει στους κατοίκους της.
Γιατί το μέλλον δεν μπορεί να χτιστεί με υλικά που έχουν ήδη κριθεί επικίνδυνα. Και επειδή η ανοχή στα ίδια λάθη έχει εξαντληθεί, η κοινωνία είναι αυτή που, αργά ή γρήγορα, θα αποφασίσει ποιοι αξίζουν να μείνουν στο προσκήνιο και ποιοι θα επιστρέψουν, οριστικά αυτή τη φορά, στο περιθώριο της ιστορίας.

