20 Νοεμβρίου, 2025
Πρωτοσέλιδα

Η κυβέρνηση ανεβάζει τα όρια ακτινοβολίας στις κεραίες κινητής

- Πυκνώνουν οι κεραίες, αραιώνει η προστασία

Η κυβέρνηση προχωρά, σχεδόν αθόρυβα, σε μια από τις πιο κρίσιμες παρεμβάσεις στον αόρατο αλλά πανταχού παρόντα κόσμο των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων: αυξάνει τα επιτρεπτά όρια εκπομπής των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, εναρμονίζοντάς τα πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία από τις Μη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες (ICNIRP). Πίσω από τον ουδέτερο τίτλο ενός νομοσχεδίου του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και πίσω από την τεχνική ορολογία, κρύβεται μια βαθιά πολιτική επιλογή: η εγκατάλειψη της «αρχής της προφύλαξης» που επί δύο δεκαετίες χαρακτήριζε την ελληνική νομοθεσία και η πλήρης υπαγωγή της χώρας στη λογική του ελάχιστου επιτρεπτού ορίου που ορίζει η διεθνής τεχνοκρατία.

Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία της αλλαγής, χρειάζεται να θυμηθεί το πώς φτάσαμε ως εδώ. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η κινητή τηλεφωνία είχε ήδη γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας αλλά οι επιστημονικές συζητήσεις για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων ήταν ακόμη έντονες, η Ελλάδα επέλεξε συνειδητά να κινηθεί πιο συντηρητικά από τις διεθνείς κατευθύνσεις. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2000 τοποθέτησε τα εθνικά όρια στο 80% των ορίων της ICNIRP, ενώ το 2006 η κυβέρνηση της ΝΔ, με τον νόμο 3431/2006 του Μιχάλη Λιάπη, προχώρησε ακόμη παραπέρα: στα 300 μέτρα γύρω από σχολεία και μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων το όριο έπεφτε στο 70%, ενώ πλησίον μονάδων υγείας περιοριζόταν στο 60%.

Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι ο αστικός ιστός της χώρας λειτουργούσε για χρόνια με κεραίες που εξέπεμπαν σε επίπεδα 60%–70% των ορίων ICNIRP. Και αυτό δεν ήταν προϊόν κάποιου «λάθους» ή κάποιας ελληνικής γραφειοκρατικής ιδιορρυθμίας: ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική απόφαση, χωρίς προηγούμενη εισήγηση επιστημονικής επιτροπής, βασισμένη όμως σε μια αρχή που συχνά επικαλούνται διεθνείς οργανισμοί όταν δεν έχουν απολύτως πλήρη γνώση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων: την αρχή της προφύλαξης. Δηλαδή, τη λογική ότι όταν το διακύβευμα είναι η δημόσια υγεία, είναι θεμιτό να λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα προστασίας, ακόμη και αν δεν υπάρχουν αποδείξεις κινδύνου – ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν ακόμη πλήρη δεδομένα για όλες τις παραμέτρους.

Σήμερα, η ίδια παράμετρος – η απουσία τεκμηριωμένου κινδύνου – χρησιμοποιείται με αντίστροφο τρόπο. Η κυβέρνηση επικαλείται την επαναβεβαίωση των ορίων της ICNIRP, 20 χρόνια μετά την αρχική τους θέσπιση το 1998, ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει λόγος να διατηρούνται αυστηρότερα εθνικά όρια. Η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία κάτω από τα όρια που προτείνει, ότι δεν έχει εντοπιστεί καν μηχανισμός αλληλεπίδρασης που να προδικάζει κίνδυνο σε αυτά τα επίπεδα, και σε αυτό το συμπέρασμα συντάσσονται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η ευρωπαϊκή επιτροπή SCHEER. Βάσει αυτών, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλεί τα κράτη-μέλη να ευθυγραμμίσουν τα εθνικά τους όρια με τις κατευθυντήριες της ICNIRP στο φάσμα 100 kHz–300 GHz.

Η κυβέρνηση, συνεπώς, δεν κινείται στο κενό. Πριν ανακοινώσει την αύξηση των ορίων, συγκρότησε δύο επιτροπές εμπειρογνωμόνων – μία στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και μία στο υπουργείο Υγείας – με συμμετοχή καθηγητών φυσικής, τηλεπικοινωνιών, επιδημιολογίας, πνευμονολογίας, κοινωνιολογίας της υγείας, στελεχών της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, της ΕΕΤΤ, του υπουργείου Υγείας και άλλων υπηρεσιών. Οι επιτροπές αυτές γνωμοδότησαν ομόφωνα υπέρ της εναρμόνισης, την οποία χαρακτηρίζουν «επιστημονικά αιτιολογημένο, οικονομικά ορθό και κοινωνικά επωφελές βήμα».

Μέχρι εδώ, το κυβερνητικό αφήγημα μοιάζει συμπαγές: διεθνής επιστημονική τεκμηρίωση, ευρωπαϊκή σύσταση, εθνικές επιτροπές ειδικών. Πίσω όμως από την τεχνοκρατική γλώσσα αναδύονται μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα και αρνητικές συνέπειες που είτε αποσιωπώνται είτε υποβαθμίζονται.

Πρώτον, η ίδια η ουσία της αλλαγής είναι απλή: τα επίπεδα έκθεσης του πληθυσμού αυξάνονται σε σχέση με σήμερα. Οι κεραίες που τώρα υποχρεούνται να εκπέμπουν στο 60% ή 70% των ορίων θα μπορούν να φτάνουν στο 100%. Ιδίως γύρω από σχολεία, νοσοκομεία, γηροκομεία και άλλες ευαίσθητες δομές, εκεί όπου ο νομοθέτης είχε για χρόνια διατηρήσει ένα πρόσθετο «μαξιλάρι» ασφαλείας, η επιτρεπτή ακτινοβολία αυξάνεται αισθητά. Ακόμη κι αν γίνει δεκτή η θέση ότι τα όρια ICNIRP είναι εκ κατασκευής «ασφαλή», ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι ένα παιδί που ζει σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από μια κεραία θα δέχεται, από το ίδιο ακριβώς σημείο, μεγαλύτερη έκθεση από αυτή που δεχόταν μέχρι σήμερα.

Δεύτερον, η Ελλάδα εγκαταλείπει συνειδητά την αρχή της προφύλαξης ως οδηγό πολιτικής. Εκεί όπου επί δύο δεκαετίες η απουσία αποδείξεων κινδύνου ερμηνευόταν ως λόγος για να διατηρηθεί ένα επιπλέον περιθώριο ασφαλείας, τώρα η ίδια απουσία αποδείξεων χρησιμοποιείται για να τεκμηριώσει την κατάργηση αυτού του περιθωρίου. Το αν αυτή η μετατόπιση είναι δικαιολογημένη, μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης· το βέβαιο είναι πως πρόκειται για πολιτική επιλογή: το κράτος αποφασίζει ότι δεν χρειάζεται να είναι πιο αυστηρό από το διεθνές ελάχιστο.

Τρίτον, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο διαμορφώνεται σε μια εντελώς διαφορετική τεχνολογική πραγματικότητα από εκείνη της δεκαετίας του ’90. Τότε, η κινητή τηλεφωνία σήμαινε κυρίως κλασικές κεραίες σε ταράτσες και μεμονωμένες συσκευές στα χέρια των χρηστών. Σήμερα, η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται ότι το νέο περιβάλλον επικοινωνιών δεν απαιτεί απλώς περισσότερες κεραίες στον αστικό ιστό, αλλά την κυριολεκτική εισβολή των κεραιοσυστημάτων στον χώρο όπου ζει και κινείται ο άνθρωπος: router σε κάθε σπίτι, μικροκεραίες σε μετρό και εμπορικά κέντρα, συστήματα συνδεσιμότητας σε αυτοκίνητα που επικοινωνούν συνεχώς με το διαδίκτυο, drones που βασίζονται σε δίκτυα 5G για να επιχειρούν. Σ’ αυτό το νέο «οικοσύστημα», όπως ομολογείται και στο ίδιο το κείμενο, «στην πράξη, στο μέλλον δεν υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα» που να μην εμπλέκεται με ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Η συνεχής έκθεση σε Η/Μ πεδία δεν είναι πια εξαίρεση· γίνεται βασική υποδομή της ψηφιακής κανονικότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αύξηση των ορίων δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια αλλά πολιτική δήλωση: η κοινωνία καλείται να αποδεχθεί ότι θα ζει μόνιμα σε ένα περιβάλλον πυκνής, πολλαπλής και διάχυτης ηλεκτρομαγνητικής δραστηριότητας, παράλληλα με την επέκταση των δικτύων πέμπτης και έκτης γενιάς. Όποιος διατυπώνει επιφυλάξεις δεν αντιμετωπίζεται ως πολίτης που ζητά πρόσθετη προστασία, αλλά ως εμπόδιο στην «Κοινωνία των Gigabit» και στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

Τέταρτον, η πολιτική διάσταση της ρύθμισης είναι σαφής: η εναρμόνιση παρουσιάζεται όχι μόνο ως ζήτημα υγείας και επιστήμης, αλλά και ως ζήτημα ανταγωνιστικότητας της αγοράς. Οι πάροχοι κινητής τηλεφωνίας υποστηρίζουν ότι σήμερα δαπανούν πολύ περισσότερα στην Ελλάδα για να πετύχουν την ίδια κάλυψη που άλλες χώρες επιτυγχάνουν με λιγότερο, εξαιτίας των πιο αυστηρών ελληνικών ορίων. Με την αύξηση των ορίων, βελτιώνεται η απόδοση των επενδύσεών τους: χρειάζονται λιγότερες εγκαταστάσεις, λιγότερη ισχύ, λιγότερα κόστη για να προσφέρουν τις ίδιες ή καλύτερες υπηρεσίες. Παράλληλα, προβάλλεται το επιχείρημα ότι τα δίκτυα 5G είναι «πιο πράσινα», καθώς μειώνουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια από τις παλαιότερες τεχνολογίες.

Είναι, όμως, άλλο πράγμα να λέει κανείς ότι η μετάβαση σε πιο αποδοτικά δίκτυα είναι επιθυμητή και άλλο να αποδέχεται χωρίς αντίλογο ότι ο λογαριασμός αυτής της μετάβασης μεταφέρεται στο επίπεδο της έκθεσης του πληθυσμού. Οι πολιτικές αποφάσεις οφείλουν να σταθμίζουν το όφελος της τεχνολογικής και οικονομικής προόδου με το δικαίωμα του πολίτη σε περιβάλλον όσο το δυνατόν πιο προστατευμένο, ιδίως όταν πρόκειται για παιδιά, ασθενείς και ευάλωτες ομάδες. Εδώ, η πλάστιγγα γέρνει ξεκάθαρα προς τη διευκόλυνση των επενδύσεων και την ευθυγράμμιση με τα διεθνή standards, και λιγότερο προς τη διατήρηση μιας πρόσθετης εθνικής ζώνης ασφαλείας.

Πέμπτον, η πλήρης ευθυγράμμιση με τις κατευθυντήριες της ICNIRP και τις ευρωπαϊκές συστάσεις ευνοεί την τεχνολογική και θεσμική ομοιομορφία, αλλά περιορίζει την εθνική ρυθμιστική αυτονομία. Σήμερα αυξάνουμε τα όρια για να φτάσουμε το «ευρωπαϊκό μέσο όρο»· αύριο, αν μια κοινωνία θελήσει να επαναφέρει αυστηρότερα όρια, θα βρεθεί αντιμέτωπη με το επιχείρημα ότι «δεν μπορεί να απο deviates από το παγκόσμιο standard», γιατί αυτό θα πλήξει τις επενδύσεις και την ψηφιακή της στρατηγική. Η επιλογή της εναρμόνισης, επομένως, δεν είναι ουδέτερη: κλειδώνει τη χώρα σε ένα πλαίσιο από το οποίο θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρεκκλίνει, ακόμη κι αν στο μέλλον υπάρξουν νέες επιστημονικές ενδείξεις ή ισχυρή κοινωνική πίεση για επιστροφή σε πιο αυστηρή προστασία.

Τέλος, υπάρχει και η διάσταση της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Σε μια εποχή όπου ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών αντιμετωπίζει με καχυποψία τις μεγάλες τεχνολογικές μεταβάσεις, τον ρόλο των διεθνών οργανισμών και την «ειδική γνώση» των επιτροπών, η επιλογή να αυξηθούν τα όρια, να πυκνώσουν οι κεραίες και να μπουν βαθύτερα στον οικιστικό χώρο, είναι βέβαιο ότι θα ξεσηκώσει αντιδράσεις. Η απάντηση «η επιστήμη μίλησε» μπορεί να έχει βάση, αλλά δεν αρκεί για να καλύψει το έλλειμμα εμπιστοσύνης όταν οι πολίτες νιώθουν ότι κανείς δεν τους ρώτησε αν θέλουν να ζουν σε ένα περιβάλλον μόνιμης συνδεσιμότητας και αδιάλειπτης ακτινοβολίας. Η ψυχολογική αίσθηση ασφάλειας είναι και αυτή μέρος της δημόσιας υγείας, όσο κι αν δεν χωρά εύκολα σε τεχνικές φόρμουλες και καμπύλες έκθεσης.

Η συζήτηση για τα όρια εκπομπής των κεραιών κινητής δεν είναι, λοιπόν, μια διαμάχη ανάμεσα σε «προοδευτικούς τεχνοκράτες» και «φοβικούς πολίτες». Είναι μια βαθιά πολιτική σύγκρουση για το ποιος αποφασίζει πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος όπου ζούμε, κινούμαστε, εργαζόμαστε, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Από τη μία, οι διεθνείς επιτροπές που ζητούν εναρμόνιση, οι κυβερνήσεις που βλέπουν την ψηφιακή μετάβαση ως μονόδρομο και οι εταιρείες που πιέζουν για μεγαλύτερη ευελιξία και μείωση κόστους. Από την άλλη, μια κοινωνία που καλείται να αποδεχθεί ότι το «νέο φυσιολογικό» περιλαμβάνει περισσότερη, πυκνότερη και πιο διάχυτη έκθεση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία, με αντάλλαγμα ταχύτητες Gigabit, δίκτυα 5G και στόχους βιώσιμης ανάπτυξης.

Η εναρμόνιση των ορίων μπορεί να είναι, όπως υποστηρίζουν οι επιτροπές, «επιστημονικά αιτιολογημένη» υπό τους δικούς τους όρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πολιτικά ουδέτερη ή κοινωνικά αναίμακτη. Το ελάχιστο που θα περίμενε κανείς είναι μια ειλικρινής δημόσια συζήτηση, που να μην ξεκινά από τη βεβαιότητα των ειδικών αλλά από το δικαίωμα της κοινωνίας να γνωρίζει και να αποφασίζει για το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ζήσει τα επόμενα χρόνια. Σε αντίθετη περίπτωση, η αύξηση των ορίων θα μείνει χαραγμένη όχι ως «λογική προσαρμογή στα διεθνή δεδομένα», αλλά ως ακόμη ένα παράδειγμα όπου η επίκληση της προόδου και της τεχνολογίας χρησιμοποιήθηκε για να σπρώξει λίγο πιο πίσω τα όρια της συλλογικής προστασίας.

Exit mobile version