10 Νοεμβρίου, 2025
Οικονομία

Η κρυφή παγίδα των τόκων και το χρέος που απειλεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στο ταμείο του κράτους, αλλά και στους λογαριασμούς του. Για να καταλάβει κανείς τι παίζει ανάμεσα στους πίνακες με τα νούμερα και τους ορισμούς, πρέπει να έχει προσλάβει έναν λογιστή ολκής, έναν ειδικό στους δημοσιονομικούς ορισμούς, έναν άλλον εξειδικευμένο στους ευρωπαϊκούς κανόνες των μεγεθών — και να συμβουλεύεται το ChatGPT για να τσεκάρει τις ρωγμές και τα παράλογα. Γιατί κάποια στιγμή θα χρειαστεί να ξέρουμε πόσα πραγματικά χρωστάμε και αν τα περίφημα πλεονάσματα όντως υπάρχουν.

Ας ξεκινήσουμε με το χρέος. Ποιο χρέος όμως; Διότι υπάρχει το χρέος του Δημοσίου (ή χρέος της Κεντρικής Διοίκησης ή χρέος του Κράτους) και υπάρχει και το δημόσιο χρέος (ή χρέος της Γενικής Κυβέρνησης). Αυτά τα δύο δεν είναι ίδια — και διαφέρουν πολύ. Στους επίσημους πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ, οι διαφορές αυτές συχνά θολώνουν, δημιουργώντας μπέρδεμα ακόμη και σε ειδικούς.

Το χρέος του Δημοσίου είναι οι σωρευμένες οφειλές του ίδιου του Κράτους προς όλους τους δανειστές του. Αυτές οι οφειλές προκύπτουν από τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού που καλύπτονται με δανεισμό. Δεν περιλαμβάνει όμως τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κράτους, όπως επιστροφές φόρων ή καταπτώσεις εγγυήσεων. Το Δημόσιο —ή Κεντρική Διοίκηση— είναι η Προεδρία της Δημοκρατίας, τα υπουργεία, οι αποκεντρωμένες διοικήσεις και οι ανεξάρτητες αρχές χωρίς νομική προσωπικότητα. Για λόγους στατιστικής ταξινόμησης, περιλαμβάνεται και η Βουλή των Ελλήνων.

Το δημόσιο χρέος, αντίθετα, είναι το σύνολο των χρεών όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης προς φορείς και πρόσωπα εκτός αυτής. Περιλαμβάνει πάνω από 1.600 φορείς: το Δημόσιο, τις περιφέρειες, τους δήμους, τις δημοτικές επιχειρήσεις, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τον ΟΔΔΗΧ, τον ΟΠΕΚΕΠΕ, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το ΤΧΣ, το ΤΑΙΠΕΔ, την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια και πολλούς ακόμη. Σημαντικό είναι ότι ο δανεισμός του Δημοσίου από άλλους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης δεν προσμετράται στο δημόσιο χρέος, ενώ και οι τόκοι τέτοιων ενδοκυβερνητικών δανείων δεν επιβαρύνουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Έτσι, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης είναι μικρότερο από το χρέος του ίδιου του κράτους.

Στις 31 Δεκεμβρίου 2024, σύμφωνα με το Δελτίο Δημόσιου Χρέους (ΔΔΧ), το χρέος του Δημοσίου ανερχόταν σε 422,6 δισ. ευρώ, ενώ το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης σε 364,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σε άλλον πίνακα του ίδιου Δελτίου, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εμφανίζεται διαφορετικό — στα 403,9 δισ. ευρώ. Έτσι, ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα: γιατί δημοσιεύονται δύο διαφορετικές τιμές για το ίδιο χρέος; Γιατί στον έναν πίνακα το χρέος του Δημοσίου είναι 422,6 δισ. και στον άλλον 403,9 δισ.; Γιατί τα μακροπρόθεσμα δάνεια εμφανίζονται 17 δισ. λιγότερα; Και τελικά, ποιο ήταν πράγματι το χρέος του Δημοσίου στο τέλος του 2024 και ποιο είναι σήμερα;

Εδώ αρχίζει το δεύτερο κεφάλαιο, το κεφάλαιο των «αλχημιστών της ΕΛΣΤΑΤ». Στις 17 Σεπτεμβρίου 2024, η EUROSTAT υποχρέωσε την ΕΛΣΤΑΤ να καταγράψει στο δημόσιο χρέος τους απλήρωτους τόκους των δανείων διάσωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF/ΕΜΧΣ). Στις 25 Οκτωβρίου 2024, η ΕΛΣΤΑΤ συμμορφώθηκε, καταγράφοντας αναδρομικά αυτούς τους τόκους από το 2013 και εκτοξεύοντας έτσι το δημόσιο χρέος στα 369,1 δισ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2023 — δηλαδή 12,9 δισ. υψηλότερα από το επίπεδο χρεοκοπίας του 2011 (356,2 δισ.). Αντίστοιχα, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέβηκε από 161,9% σε 167,5%, πλησιάζοντας ξανά στα επίπεδα της κρίσης.

Λογικά, η προσθήκη αυτών των τόκων θα έπρεπε να αυξήσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και να χειροτερέψει την εικόνα της χώρας. Όμως, τότε ήρθε το «θαύμα των Greek Statistics»: η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε το ονομαστικό ΑΕΠ των ετών 2012–2023. Το ΑΕΠ των πρώτων ετών της κρίσης μειώθηκε (π.χ. το 2012 κατά -2,5 δισ.), ενώ τα τελευταία χρόνια —και ιδίως το 2023— αυξήθηκε (+4,9 δισ.). Έτσι, το ποσοστό χρέους/ΑΕΠ, αντί να ανέβει, έπεσε από 167,5% σε 163,9%, παρά την προσθήκη των τόκων μιας δεκαετίας! Με ένα λογιστικό τέχνασμα, η ΕΛΣΤΑΤ μετέτρεψε μια αύξηση 12,4 δισ. στο χρέος σε μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο χαμηλότερο επίπεδο της δωδεκαετίας 2012–2023.

Αυτό το «στατιστικό θαύμα» επιτρέπει στην κυβέρνηση να εμφανίζει βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, ενώ στην πραγματικότητα η χώρα βρίσκεται σε επίπεδα χρέους συγκρίσιμα με αυτά της χρεοκοπίας. Οι Βρυξέλλες φαίνεται να μην αντιδρούν, είτε από αδιαφορία είτε από πολιτική ευγένεια — άλλωστε, όπως ειρωνεύεται το κείμενο, ίσως να φταίει η «κρητική φιλοξενία της φίλης Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν». Όσο για την αντιπολίτευση, είτε δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, είτε δεν θέλει να καταλάβει.

Η εικόνα που προκύπτει είναι μιας χώρας που παίζει με τους αριθμούς: διαφορετικοί ορισμοί χρέους, διαφορετικοί πίνακες, αναδρομικές διορθώσεις, και στατιστικές «αλχημείες» που μακιγιάρουν την πραγματικότητα. Πίσω από τα χαμόγελα των ανακοινώσεων και τα «επιτεύγματα» της δημοσιονομικής σταθερότητας, η Ελλάδα συνεχίζει να ζει με ένα τεράστιο χρέος που αλλάζει πρόσωπο ανάλογα με τον πίνακα, τον ορισμό — και την πολιτική σκοπιμότητα της στιγμής.

Η υπόθεση έχει προκαλέσει ενδιαφέρον τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ευρωπαϊκές αρχές, καθώς οι διαφορές αυτές επηρεάζουν άμεσα την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και την εικόνα της οικονομίας στο εξωτερικό. Παρά τις εξηγήσεις των αρμόδιων φορέων, παραμένουν ανοιχτά ζητήματα διαφάνειας, ερμηνείας και σύγκρισης των δημοσιονομικών δεδομένων μεταξύ διαφορετικών πηγών.