Η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει μια επιδεινούμενη κρίση χρέους, η οποία πλήττει κυρίως τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη. Κεντρικός δρών στην εξέλιξη αυτής της κρίσης είναι η Κίνα, η οποία μέσω της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο διμερή δανειστή για δεκάδες αναπτυσσόμενες χώρες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Lowy, μέχρι το 2025, οι 75 φτωχότερες χώρες του κόσμου θα καταβάλουν συνολικά 22 δισεκατομμύρια δολάρια σε τόκους προς την Κίνα, ποσό που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος των 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων των συνολικών διμερών οφειλών. Η Κίνα, όπως επισημαίνει η έκθεση, μετατρέπεται από δανειστής σε κύριο εισπράκτορα, καθώς τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το 2013 και μετά εισέρχονται πλέον στο στάδιο αποπληρωμής.
Η Πρωτοβουλία BRI, που ξεκίνησε υπό την ηγεσία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, έχει χρηματοδοτήσει έργα κάθε είδους — από σχολεία και νοσοκομεία έως λιμάνια και αεροδρόμια — σε χώρες με περιορισμένη πρόσβαση στη διεθνή χρηματοδότηση. Ωστόσο, η διεύρυνση της κινεζικής δανειοδοτικής παρουσίας έχει δημιουργήσει νέα βάρη στους εθνικούς προϋπολογισμούς, επηρεάζοντας τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η προστασία του περιβάλλοντος.
Χώρες όπως το Λάος βρίσκονται ήδη σε βαθιά κρίση χρέους, ενώ νέα δάνεια έχουν χορηγηθεί πρόσφατα σε κράτη όπως η Ονδούρα, η Νικαράγουα, τα Νησιά του Σολομώντα, η Μπουρκίνα Φάσο και η Δομινικανή Δημοκρατία. Η Κίνα εξακολουθεί να χρηματοδοτεί και στρατηγικούς εταίρους, μεταξύ των οποίων το Πακιστάν, το Καζακστάν, η Μογγολία και χώρες πλούσιες σε πρώτες ύλες όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Ινδονησία.
Το ζήτημα έχει τεθεί στο επίκεντρο διεθνών πρωτοβουλιών. Στις 20 Ιουνίου, στη Ρώμη, η Παπική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών και το Πανεπιστήμιο Columbia θα παρουσιάσουν Λευκή Βίβλο με προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής. Την επιτροπή θα προεδρεύσει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Παράλληλα, σύμφωνα με την UNCTAD, οι ιδιωτικοί πιστωτές — τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια — ελέγχουν πλέον το 61% του συνολικού χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών, ενώ το διμερές χρέος έχει περιοριστεί στο 14%. Ωστόσο, η Κίνα εξακολουθεί να απορροφά περίπου το 30% των συνολικών πληρωμών τόκων των φτωχότερων κρατών, επίπεδο χωρίς ιστορικό προηγούμενο.
Η στρατηγική δανεισμού της Κίνας φαίνεται να έχει τρεις βασικές κατευθύνσεις: γειτονικές χώρες (όπως το Πακιστάν, η Μογγολία και το Λάος), κράτη που αναγνώρισαν την πολιτική της «Μίας Κίνας» και χώρες με κρίσιμες πρώτες ύλες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σρι Λάνκα, η οποία παραχώρησε στην Κίνα για 99 χρόνια το λιμάνι Hambantota λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους.
Η επίσημη θέση του Πεκίνου είναι πως οι επενδύσεις του είναι σύμφωνες με τις διεθνείς πρακτικές και ότι το κύριο βάρος του χρέους προέρχεται από πολυμερή και δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, Μάο Νινγκ, υποστήριξε ότι οι κινεζικές χρηματοδοτήσεις βασίζονται σε εμπορικούς όρους και αρχές βιωσιμότητας.
Παρά ταύτα, τα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η Κίνα αξιοποιεί τις δανειακές της σχέσεις όχι μόνο για οικονομικά οφέλη, αλλά και για γεωπολιτική επιρροή, μέσω πρόσβασης σε στρατηγικά σημεία και πρώτες ύλες, διπλωματικών ανταλλαγμάτων και τεχνικών υποδομών που ενδέχεται να έχουν και στρατιωτικές εφαρμογές.