Η Κεντροαριστερά υπήρξε για δεκαετίες μία από τις δύο βασικές πτέρυγες της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα. Από το ΠΑΣΟΚ της Μεταπολίτευσης έως τον ΣΥΡΙΖΑ της δεκαετίας του 2010, διαμόρφωσε κυβερνήσεις, ηγεσίες αλλά και κοινωνικές προσδοκίες. Σήμερα, ύστερα από χρόνια φθοράς, διαψεύσεων και μετατοπίσεων, ο πολιτικός αυτός χώρος μοιάζει ιδεολογικά ρευστός και εκλογικά αποδυναμωμένος.
Η πρόσφατη παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και η προετοιμασία ενός νέου πολιτικού σχήματος, σε συνδυασμό με τις διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ, επαναφέρουν στο προσκήνιο ένα κεντρικό ερώτημα: είναι απλώς θέμα προσώπων; Ή μήπως η Κεντροαριστερά έχει μετατραπεί σε ιστορικό απομεινάρι χωρίς προοπτική; Η επιδίωξη του Τσίπρα είναι ξεκάθαρη: να ηγηθεί ενός νέου αντιμητσοτακικού μετώπου και να επανακαθοριστεί ως ο πιο αξιόπιστος αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας. Αν το καταφέρει, ενδέχεται να απορροφήσει μεγάλο μέρος του κεντροαριστερού χώρου, κυρίως εις βάρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι μόνο, καθώς και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να εδραιώσει την εικόνα του ως «κεντρώου».
Το ΠΑΣΟΚ, στο μεταξύ, αντιμετωπίζει τη νέα κατάσταση με αμηχανία. Οι εσπευσμένες συναντήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη με τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Γιώργο Παπανδρέου, δύο πρόσωπα-σύμβολα των πιο αντιφατικών ρευμάτων στο εσωτερικό του κόμματος, αντανακλούν την προσπάθεια επανασύνδεσης με το παρελθόν, αλλά και τον φόβο απώλειας κάθε πρωτοβουλίας. Το ερώτημα που τίθεται με οξύτητα είναι αν το κόμμα μπορεί να διασωθεί ή αν, στο παιχνίδι της πόλωσης, θα βρεθεί περιθωριοποιημένο, χωρίς χρώμα και χωρίς αφήγημα.
Ο Αλέξης Τσίπρας φέρει αναμφίβολα το βάρος ενός βεβαρημένου κυβερνητικού παρελθόντος. Όμως, πέρα από την προσωπική του φθορά, το ουσιώδες ζήτημα είναι κατά πόσο η Κεντροαριστερά, ως πολιτικός χώρος, διαθέτει σήμερα τις ιδέες, τα εργαλεία και τις απαντήσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Στην παρούσα συγκυρία, οι κινήσεις και τα μηνύματα θυμίζουν περισσότερο επαναλήψεις παρά καινοτομία. Σε διεθνές επίπεδο, άλλωστε, οι κυρίαρχες τάσεις της εποχής δείχνουν να προέρχονται από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος.
Την ίδια ώρα, ο πολιτικός κατακερματισμός στην Ελλάδα δημιουργεί το πρόσφορο έδαφος για την επανεμφάνιση ενός «βολικού» δίπολου. Η επιστροφή του Τσίπρα στην ενεργή διεκδίκηση της εξουσίας δεν φαίνεται να προκαλεί ανησυχία στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντιθέτως, αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία ανασυγκρότησης και συσπείρωσης ενός εκλογικού ακροατηρίου που παραμένει εχθρικό προς την περίοδο διακυβέρνησης 2015–2019. Ωστόσο, δεν αποκλείεται το φαινομενικά βολικό δίπολο να αποδειχθεί τελικά παγίδα: με φθαρμένα πρόσωπα, απουσία συγκροτημένου αφηγήματος και μια κοινωνία που δείχνει να στρέφει το βλέμμα της αλλού, η πολιτική αντιπαράθεση ενδέχεται να εξελιχθεί σε αγώνα επιβίωσης στη βάση του «ποιος δεν θα βουλιάξει πρώτος».
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, οι επόμενες εκλογές κινδυνεύουν να μετατραπούν σε αναμέτρηση χωρίς προτάσεις και οράματα, αλλά σε συγκρουσιακό δημοψήφισμα ανάμεσα στον αντι-Μητσοτακισμό και τον αντι-Τσιπρισμό. Το ενδεχόμενο να κληθούν οι πολίτες να επιλέξουν όχι αυτόν που προτείνει λύσεις, αλλά εκείνον που θεωρούν «λιγότερο κακό», ενισχύει το αίσθημα κόπωσης και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος. Και αν, με τα σημερινά δεδομένα, το πιθανότερο είναι η Νέα Δημοκρατία να παραμείνει πρώτο κόμμα, ένα νέο εκλογικό γύρο δεν αποκλείεται να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς. Ήδη, σύμφωνα με εσωτερικές μετρήσεις, διαμορφώνεται μια ισχυρή τάση στο εκλογικό σώμα υπέρ του συνθήματος «να φύγει ο Μητσοτάκης, και δεν με νοιάζει τι θα έρθει μετά».
Στο μεταίχμιο αυτό, η Κεντροαριστερά μοιάζει να επιστρέφει στο προσκήνιο όχι με όρους δυναμικής επανεκκίνησης, αλλά ως αντανάκλαση μιας κρίσης εκπροσώπησης. Οι απαντήσεις που θα δοθούν –ή δεν θα δοθούν– το επόμενο διάστημα, ενδέχεται να κρίνουν όχι μόνο το μέλλον των κομμάτων που την απαρτίζουν, αλλά και την ποιότητα της ίδιας της δημοκρατικής επιλογής.

