Η τελευταία δεκαετία του 20ού και η πρώτη του 21ου αιώνα υπήρξαν περίοδοι βαθιών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την αναζωπύρωση εθνικιστικών και θρησκευτικών παθών, ο χάρτης επανασχεδιάστηκε: δημιουργήθηκαν νέα κράτη, οι ισορροπίες διαταράχθηκαν και η ιστορία φάνηκε να επιστρέφει έναν αιώνα πίσω.
Η Ελλάδα, τότε η μόνη χώρα της περιοχής που ήταν ταυτόχρονα μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., με σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς και σχετικά ισχυρή οικονομία, βρέθηκε μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία. Αν και επηρεάστηκε από τα γεγονότα —με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μαζική εισροή οικονομικών προσφύγων από την Αλβανία— εντούτοις παρέμεινε θεατής περισσότερο παρά ενεργός διαμορφωτής των εξελίξεων.
Στο πλαίσιο αυτής της εποχής, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ σχεδόν όλες τις βαλκανικές χώρες, συμμετέχοντας σε αποστολές και συνεργασίες μέσω του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και μέσω πολιτιστικών δράσεων ελληνικών κοινοτήτων. Η εμπειρία αυτών των επαφών δεν ήταν απλώς επαγγελματική ή θεσμική· ήταν βιωματική, γεμάτη μνήμες από πρόσωπα και στιγμές που σημάδεψαν τη μετάβαση της περιοχής.
Θυμάμαι έντονα προσωπικότητες όπως ο Θωμάς Φίλα, ελληνικής καταγωγής δικηγόρος στο Βελιγράδι, ο οποίος βρέθηκε να προεδρεύει ενός ενιαίου δικηγορικού σώματος που σύντομα διασπάστηκε, αντανακλώντας τη διάλυση της ίδιας της Γιουγκοσλαβίας. Ή τον Κλεάνθη Κότσι, τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αλβανίας, που το 1995, στη Θεσσαλονίκη, μας παρότρυνε να δούμε την Ελλάδα ως φάρο δημοκρατίας για τις νεοσύστατες δημοκρατίες των Βαλκανίων.
Αυτές οι εμπειρίες τροφοδότησαν παρεμβάσεις, άρθρα, ομιλίες και συγγραφή βιβλίων. Κυρίως όμως, δημιούργησαν τη βαθιά πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί —και οφείλει— να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη σταθεροποίηση της περιοχής.
Η σημερινή εικόνα των δυτικών Βαλκανίων εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, αβεβαιότητα και ενίοτε επικίνδυνο εθνικισμό. Οι συζητήσεις περί αλλαγής συνόρων ή δημιουργίας νέων κρατών επανέρχονται, ενώ η θεσμική αδυναμία και η διαφθορά συνεχίζουν να υπονομεύουν τις δημοκρατικές βάσεις πολλών χωρών.
Η ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων αποτελεί ίσως τη μοναδική σταθερή στρατηγική πυξίδα. Όμως, η Ε.Ε. εμφανίζεται διστακτική. Η απουσία μιας σαφούς δέσμευσης για ένταξη μέχρι το 2030, αφήνει κενό στρατηγικής, το οποίο σπεύδουν να καλύψουν τρίτοι παίκτες —κυρίως οι ΗΠΑ, αλλά και άλλες δυνάμεις με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα έχει μια ξεχωριστή ευκαιρία: να αναλάβει ρόλο περιφερειακού πυλώνα σταθερότητας, προωθώντας την ευρωπαϊκή προοπτική των γειτονικών χωρών, παρέχοντας τεχνογνωσία και υποστήριξη για μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας τη Δικαιοσύνη και τη διαφάνεια και κυρίως καλλιεργώντας κουλτούρα συνεργασίας και συνύπαρξης.
Μια τέτοια στρατηγική όχι μόνο θα αναδείξει την Ελλάδα σε ηγετική δύναμη της περιοχής, αλλά και θα ενισχύσει τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή γεωπολιτική σκηνή, αυξάνοντας την αποτρεπτική της ισχύ και την επιρροή της. Και ίσως, αυτή τη φορά, να μην μείνουμε απλοί παρατηρητές της ιστορίας που γράφεται δίπλα μας.