17 Νοεμβρίου, 2025
Dislike Top Επικαιρότητα

Η εθνική παρακμή ανάγλυφα στη Βουλή

Σε μια χώρα που αντιμετωπίζει διαρκή απειλή από τον τουρκικό αναθεωρητισμό, θα ήταν εύλογο να αναμένει κανείς ότι μια κοινοβουλευτική συζήτηση για τα εθνικά ζητήματα θα αποτελούσε ευκαιρία σοβαρού, ουσιαστικού διαλόγου για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της απειλής. Ωστόσο, όσα παρακολουθήσαμε στη Βουλή δεν ήταν απλώς κατώτερα των περιστάσεων, αλλά βαθιά απογοητευτικά.

Η συζήτηση εκτροχιάστηκε από την αρχή, με την εισαγωγή άσχετων θεμάτων, γεγονός σύνηθες στις εκτός ημερησίας διατάξεως διαδικασίες. Ακόμα πιο προβληματικό όμως ήταν το περιεχόμενο των παρεμβάσεων, όταν αυτές αφορούσαν τα ίδια τα εθνικά θέματα. Οι θέσεις, οι απόψεις και η ρητορική που εκφράστηκαν αγνοούσαν σε μεγάλο βαθμό τις πραγματικές διαστάσεις της απειλής και δεν κατέθεσαν ούτε ένα σχέδιο δράσης, ούτε μια σοβαρή πρόταση. Το έλλειμμα στρατηγικής σκέψης ήταν εμφανές και συνολικό.

Αν δεν έχεις καν αντιληφθεί τι διακυβεύεται, εάν δεν έχεις συνειδητοποιήσει το βάθος και τη φύση της εθνικής απειλής, πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά μια τόσο σοβαρή κατάσταση; Ακόμη και μερικώς ή ατελώς, μια προσπάθεια αντίληψης και σχεδιασμού είναι προϋπόθεση για κάθε είδους δράση. Όταν όμως είσαι εκτός τόπου και χρόνου, τότε δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα είναι ικανό να υπερασπιστεί τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μοναδική, θλιβερή θέση στον ευρωπαϊκό χώρο: να αντιμετωπίζει μια διακηρυγμένη, διαρκή και έμπρακτη απειλή όχι μόνο για επιμέρους κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και για την ίδια της την εδαφική ακεραιότητα. Από τις “γκρίζες ζώνες” μέχρι τις συστηματικές παραβιάσεις και προκλήσεις, το πρόβλημα είναι βαθύ και διαρκές. Και όμως, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας παραμένει αναιμική και ανεπαρκής.

Ο πρωθυπουργός επέλεξε να επικαλεστεί το πρόγραμμα εξοπλισμών, όχι ως εργαλείο αποτροπής, αλλά ως επιχείρημα ότι «ενδιαφέρεται». Μια πολιτική χρήση των εξοπλισμών, κενή από πραγματικό στρατηγικό βάθος. Τα γεγονότα στην Κάσο αποδεικνύουν ακριβώς αυτό: το τουρκικό πολεμικό ναυτικό εμπόδισε ιταλικό ερευνητικό σκάφος να εκτελέσει χαρτογράφηση του βυθού για την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου, έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Η αντίδραση της Αθήνας περιορίστηκε στην απομάκρυνση του ιταλικού πλοίου και στην ανάδειξη του ζητήματος ως μια διμερής διαφορά με τη Λευκωσία. Η Άγκυρα δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε καλύτερη αντιμετώπιση.

Όταν τέτοια περιστατικά απουσιάζουν από τη συζήτηση στη Βουλή, όταν οι βασικές παράμετροι της εθνικής ασφάλειας δεν τίθενται καν επί τάπητος, το συμπέρασμα είναι αμείλικτο: δεν υπάρχει πολιτική βούληση, ούτε σχέδιο για την αντιμετώπιση των εθνικών κινδύνων. Και όταν η πραγματικότητα αυτή εδραιώνεται, τότε το μόνο που απομένει να περιμένουμε είναι τα χειρότερα.

Εξωτερικά αδιέξοδα και εσωτερικές ρωγμές

Την ώρα που η διεθνής συγκυρία καθορίζεται από γοργές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, στο εσωτερικό της χώρας διαφαίνεται μια παρατεταμένη περίοδος πολιτικής ρευστότητας και ενδοπαραταξιακής έντασης. Στο επίκεντρο της εγχώριας αντιπαράθεσης βρίσκονται ζητήματα διαφθοράς, στρατηγικών αδιεξόδων και το ενδεχόμενο αναδιαμόρφωσης του πολιτικού χάρτη. Η «εργαλειοποίηση» διαφόρων κρίσεων αποτελεί μόνο την επιφάνεια ενός βαθύτερου προβλήματος: της έλλειψης καθαρής πολιτικής πυξίδας σε μια περίοδο με σύνθετες εθνικές και διεθνείς προκλήσεις.

Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ και η ασυνήθιστη δημόσια παρέμβαση του Μάκη Βορίδη με επιστολή στους βουλευτές της ΝΔ έρχονται να προστεθούν στις εσωτερικές εντάσεις της κυβερνώσας παράταξης. Παράλληλα, το κεφάλαιο Δένδια φαίνεται πως δημιουργεί μόνιμη αναστάτωση στους κόλπους της Νέας Δημοκρατίας. Όμως, πέρα από τα πρόσωπα, αναδύεται ένα σαφές πολιτικό πρόβλημα στην παράταξη συνολικά, με κλονισμένη εσωτερική συνοχή και αδύναμη εξωτερική στρατηγική παρουσία.

Η δεύτερη κυβερνητική θητεία της ΝΔ στιγματίζεται, όπως καταγράφεται και στη δημοσιογραφική κάλυψη, από υποθέσεις διαφθοράς. Την ίδια στιγμή, σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα φαίνεται να υποχωρεί από τον ρόλο που διατηρούσε άλλοτε στην Ανατολική Μεσόγειο. Παλιότερα διατηρούσε δίαυλους με χώρες όπως η Λιβύη, η Αίγυπτος και η Συρία – σήμερα δείχνει απούσα. Μέσα σε ένα διεθνές σύστημα γεμάτο αλληλοδιαπλεκόμενες σχέσεις, η χώρα μοιάζει να βρίσκεται εκτός εξίσωσης. Ο Τραμπ συνομιλεί θερμά με τον Ερντογάν, ο οποίος ενισχύει το προφίλ του ως παγκόσμιου παίκτη. Οι ισορροπίες που διαμορφώνονται με τον Πούτιν, τον Νετανιάχου και τους δυτικούς συμμάχους αναδεικνύουν την απουσία της Ελλάδας από τις αποφασιστικές διεθνείς συμμαχίες.

Στην υπόθεση της Γάζας, η χώρα καλείται να συνεισφέρει οικονομικά στην ανοικοδόμηση και πιθανόν να δεχτεί προσφυγικές ροές. Οι επιλογές εξωτερικής πολιτικής – από την ενεργή στήριξη στην Ουκρανία έως τη στάση έναντι του Ισραήλ – δεν συνοδεύονται από κάποιο χειροπιαστό διπλωματικό ή στρατηγικό όφελος. Αντίθετα, δημιουργούν ερωτήματα για το τι ακριβώς αποκομίζει η χώρα από την εξωτερική της δραστηριότητα και κατά πόσο αυτές οι θέσεις εξυπηρετούν μακροπρόθεσμα συμφέροντα.

Η πρόσφατη χειραψία του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ντόναλντ Τραμπ, που προβλήθηκε ως επιτυχία, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πλήρες βίντεο της εκδήλωσης. Εκεί, καταγράφεται η απουσία οποιουδήποτε σχολίου από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ όταν αναφέρεται η Ελλάδα. Μια σιωπή που ίσως αποτυπώνει το έλλειμμα βαρύτητας της χώρας στο διεθνές στερέωμα, παρά τις θυσίες και τη διαρκή πολιτική υποστήριξη προς τις δυτικές επιλογές.

Σε αυτό το ρευστό και φορτισμένο πολιτικό περιβάλλον, αρχίζει να διακινείται έντονη φημολογία για τη δημιουργία νέων κομμάτων, τόσο από τον Αντώνη Σαμαρά όσο και από τον Αλέξη Τσίπρα. Αν και επισήμως δεν έχει ανακοινωθεί τίποτε, πολιτικοί κύκλοι παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις κινήσεις τους, ενώ δεν αποκλείεται ο κρίσιμος χρόνος για νέες πρωτοβουλίες να είναι το 2026. Όμως, όπως επισημαίνεται, το πρόβλημα δεν είναι τα πρόσωπα. Υπάρχει ένα βαθύ υπόγειο ρεύμα δυσαρέσκειας στην κοινωνία, μια γενικευμένη αποστασιοποίηση από τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα.

Η ιστορία έχει δείξει ότι σε περιόδους αβεβαιότητας και πολιτικής κόπωσης, αναδύονται απρόσμενες πολιτικές δυνάμεις. Το 2012 ελάχιστοι θα προέβλεπαν την ίδρυση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων ή της Δημοκρατικής Συμμαχίας. Και ακόμη λιγότεροι ότι θα συνεργάζονταν οι πρώτοι με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, παρά τις διαφορές με την περίοδο της κρίσης, η ανάγκη για κάτι νέο παραμένει υπαρκτή και, όπως δείχνει η πορεία της κοινωνικής δυναμικής, κάποια στιγμή ενδέχεται να εκφραστεί πολιτικά.

Οι ψηφοφόροι, άλλωστε, χωρίζονται σε εκείνους που αναζητούν σταθερότητα και εκείνους που τη βλέπουν ως απειλή για το δικό τους βιοτικό επίπεδο. Το ρήγμα του 60-40 του δημοψηφίσματος του 2015, έστω και κατακερματισμένο, εξακολουθεί να υπάρχει. Η απουσία ενιαίας πολιτικής έκφρασης του πλειοψηφικού ρεύματος ευνοεί, προς το παρόν, το κυβερνών κόμμα. Αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι τα πολιτικά κενά δεν παραμένουν για πολύ καιρό αδιάθετα. Κάποιοι θα επιχειρήσουν να τα καλύψουν – είτε είναι γνωστά πρόσωπα είτε όχι.