Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς δέχεται αυξανόμενες πιέσεις τόσο σε θεσμικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, επενδύει στην οικονομία ως βασικό άξονα πολιτικής επιβίωσης. Με εργαλεία τον νέο αναπτυξιακό νόμο και το επικείμενο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο, το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να ανακτήσει το πολιτικό έδαφος που χάνει, μετατοπίζοντας τη δημόσια συζήτηση από τα σκάνδαλα και τα ανοιχτά μέτωπα, όπως η υπόθεση των Τεμπών, προς ένα αφήγημα «ανάπτυξης και σταθερότητας».
Το Ταμείο, που θα λειτουργεί υπό το Υπερταμείο, φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως μοχλός προσέλκυσης επενδύσεων στους τομείς των υποδομών, της ενέργειας, της ψηφιοποίησης και της πράσινης μετάβασης. Ωστόσο, όσο κι αν εντείνεται η επικοινωνιακή προσπάθεια, η ελληνική κοινωνία παραμένει διστακτική και καχύποπτη.
Οι πολίτες δεν δείχνουν να ανταποκρίνονται στο success story που επιχειρεί να χτίσει το επιτελείο του Πρωθυπουργού. Δημοσκόπηση της ALCO δείχνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό – το 33% – θεωρεί πως η οικονομική του κατάσταση είναι χειρότερη σήμερα σε σχέση με το 2019, ενώ άλλο ένα 23% θεωρεί ότι παραμένει στα ίδια, χαμηλά επίπεδα. Μόνο ένας στους τέσσερις δηλώνει κάποια βελτίωση.
Την ίδια στιγμή, το 59% χαρακτηρίζει την οικονομική πολιτική αναποτελεσματική, ενώ το 67% αποδίδει στην κυβέρνηση την αποκλειστική ευθύνη για την ακρίβεια και την αύξηση των τιμών στα βασικά αγαθά. Η κυβερνητική αφήγηση περί «εισαγόμενων παραγόντων» φαίνεται πως έχει χάσει την πειθώ της.
Η δυσπιστία ενισχύεται ακόμη περισσότερο μετά τη δημοσίευση της τελευταίας έκθεσης της Κομισιόν, η οποία λειτουργεί σαν ψυχρολουσία για την κυβέρνηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγράφει έντεκα δομικές αδυναμίες και προειδοποιεί ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη. Η έλλειψη επενδύσεων, τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, το διαχρονικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι χαμηλοί μισθοί και η στασιμότητα στην παραγωγικότητα, οι καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη, η αναποτελεσματική είσπραξη του ΦΠΑ, η ενεργειακή ακρίβεια, η καινοτομική υστέρηση, αλλά και οι κοινωνικοί δείκτες φτώχειας και ανεργίας, συνθέτουν μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή που επιχειρεί να προβληθεί σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Κομισιόν, μάλιστα, επισημαίνει και προβλήματα στην κοινωνική σύγκλιση, με την Ελλάδα να εμφανίζεται εκτός ευρωπαϊκού ρυθμού σε κρίσιμες παραμέτρους όπως η απασχόληση, οι δεξιότητες και οι ίσες ευκαιρίες.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει την οικονομία ως ασπίδα για να καλύψει τις πολιτικές φθορές που συσσωρεύονται, ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Αν το μόνο ισχυρό χαρτί –η οικονομική διαχείριση– αμφισβητείται πλέον τόσο εξωτερικά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και εσωτερικά από τους πολίτες, τότε το συνολικό αφήγημα καταρρέει. Με τη σκιά των Τεμπών να εξακολουθεί να απειλεί, την αντιπολίτευση να ανεβάζει στροφές και τα σενάρια για νέο πολιτικό σχηματισμό από τη δεξιά πτέρυγα να αναθερμαίνονται, η απώλεια της «οικονομικής υπεροχής» ίσως αποδειχθεί το κρίσιμο πλήγμα.
Η εργαλειοποίηση της οικονομίας από το κυβερνητικό επιτελείο ίσως πετύχει σε επίπεδο πρωτοσέλιδων και διεθνών ταξιδιών. Όμως στο πεδίο της καθημερινότητας, στους λογαριασμούς, στα ενοίκια, στις τιμές στα σούπερ μάρκετ και στα φαρμακεία, εκεί που γράφονται οι πραγματικοί πολιτικοί συσχετισμοί, το αφήγημα δείχνει να ξεφτίζει. Η κοινωνική κόπωση, σε συνδυασμό με τη θεσμική καχυποψία, μετατρέπουν την επικοινωνιακή επιλογή του success story σε δίκοπο μαχαίρι. Αν δεν υπάρξει άμεση και ουσιαστική μεταβολή, η ίδια η στρατηγική που επιλέχθηκε για να στηρίξει την κυβέρνηση, ίσως τελικά επιταχύνει την πολιτική της φθορά.
Έχουν χάσει τον ύπνο τους στη ΝΔ
Ο πρώτος μίνι καύσωνας του φετινού καλοκαιριού μπορεί να έστειλε χιλιάδες πολίτες στις παραλίες για ανάσες δροσιάς, ωστόσο στο Μέγαρο Μαξίμου, η θερμοκρασία ανεβαίνει για διαφορετικούς λόγους. Το προσεχές διάστημα προμηνύεται πυρακτωμένο πολιτικά, με φόντο την επικείμενη συζήτηση στη Βουλή για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών, μια εξέλιξη που αναμένεται να φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τόσο την κυβέρνηση όσο και τον πρώην Υπουργό Υποδομών Κώστα Καραμανλή.
Παρά το γεγονός ότι το Μαξίμου επιχειρεί να «θωρακίσει» πολιτικά τη διαδικασία, αποδεχόμενο την πρόταση του βουλευτή Καρυστιανού —στην οποία συντάχθηκαν τέσσερα κόμματα εκτός «συστημικού πυρήνα» (Βελόπουλος, Νατσιός, Κωνσταντοπούλου, Κασσελάκης)—, ο μεγάλος στόχος είναι ένας: να διασφαλιστούν τουλάχιστον 151 ψήφοι υπέρ της πρότασης για διερεύνηση σε βαθμό πλημμελήματος και όχι κακουργήματος για τον Κώστα Καραμανλή. Το σχετικό παρασκήνιο είναι έντονο. Βουλευτές δέχονται πολιτική πίεση, ενώ υπάρχουν πληροφορίες ότι ο ίδιος ο πρώην Υπουργός δεν αποκλείεται να ζητήσει τη διερεύνηση της υπόθεσης προκειμένου να εμφανιστεί ως θεσμικά συνεπής και να αποσπάσει ευνοϊκότερη μεταχείριση από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Παράλληλα, ετοιμάζεται ήδη και η υπερασπιστική του γραμμή, με νομική και πολιτική ομάδα να «χτίζει» την παρουσία του σε όλα τα επίπεδα.
Στην κυβέρνηση, αν και θεωρούν ότι η κοινωνική ένταση για τα Τέμπη έχει υποχωρήσει από τα επίπεδα του Φεβρουαρίου, δεν αποκλείουν νέα αναζωπύρωση, ιδίως αν συνδυαστεί η κοινοβουλευτική διαδικασία με κινητοποιήσεις ή δημόσιες εκδηλώσεις, όπως η νέα συναυλία που σχεδιάζεται με επίκεντρο τα θύματα της τραγωδίας. Τυχόν νέα φόρτιση, μπορεί να πλήξει καίρια την πολιτική ανάκαμψη που αρχίζει να καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, όπου, αν και το κυβερνητικό ποσοστό στην πρόθεση ψήφου κυμαίνεται περί το 25%, η επίδοση αυτή είναι οριακή σε σχέση με το κατώφλι που απαιτείται για την απόκτηση του μπόνους εδρών.
Ωστόσο, η υπόθεση των Τεμπών δεν είναι η μοναδική που ταλανίζει το κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο μεγαλύτερος φόβος του Μεγάρου Μαξίμου δεν είναι άλλος από τις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Παρά τις παρουσιάσεις επιχειρησιακών σχεδίων από τον Υπουργό Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης, η αγωνία παραμένει έκδηλη. Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά πως μια ακόμη καταστροφική αντιπυρική περίοδος θα ακυρώσει κάθε αφήγημα περί ετοιμότητας και μεταρρυθμιστικής συνέπειας, εντείνοντας την πολιτική φθορά σε ένα ήδη φορτισμένο περιβάλλον.
Τα προβλήματα, όμως, δεν σταματούν στη δημόσια σφαίρα. Στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, οι σχέσεις μεταξύ βουλευτών και υπουργών συνεχίζουν να προκαλούν τριγμούς. Η περίπτωση της σύγκρουσης του αναπληρωτή Υπουργού Μεταφορών Κωνσταντίνου Κυρανάκη με τον βουλευτή Ανατολικής Αττικής Βασίλη Οικονόμου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο δεύτερος φέρεται αποφασισμένος να μη συγχωρήσει την προσωπική στοχοποίησή του στο ζήτημα των ταξί και οργανώνει την πολιτική του αντεπίθεση, δηλώνοντας ότι δεν είναι μόνος του. Τέτοιου τύπου εσωκομματικά μέτωπα ενισχύουν την εικόνα κόπωσης και εσωστρέφειας, κάτι που φαίνεται πως επιχειρεί να αντιμετωπίσει ο Πρωθυπουργός με την αλλαγή Γραμματέα του κόμματος.
Η αποχώρηση της Μαρίας Συρεγγέλα από τη θέση της Γραμματέως της Νέας Δημοκρατίας φέρεται να έχει ήδη «κλειδώσει», με τον πρώην Υπουργό Κώστα Σκρέκα να προβάλλει ως φαβορί για τη διαδοχή της. Η επιλογή ενός βουλευτή —και όχι εξωκοινοβουλευτικού στελέχους, όπως ο Γενικός Διευθυντής Γιάννης Σμυρλής— θεωρείται κίνηση κατευνασμού της κοινοβουλευτικής ομάδας, η οποία εκδήλωνε έντονη δυσφορία για τον αποκλεισμό εκλεγμένων στελεχών από κομβικές θέσεις.
Την ίδια στιγμή, η επικείμενη δημόσια παρουσία των πρώην πρωθυπουργών Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή, στις 16 Ιουνίου στο Πολεμικό Μουσείο, για την παρουσίαση βιβλίου του Σταύρου Λυγερού σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, προκαλεί έντονο παρασκήνιο. Οι παρεμβάσεις των δύο αναμένονται με ενδιαφέρον, καθώς κυκλοφορούν ολοένα και περισσότερες πληροφορίες περί πιθανής ίδρυσης νέου πολιτικού φορέα από τον Αντώνη Σαμαρά, ένα ενδεχόμενο που προκαλεί ρίγη ανησυχίας στο πρωθυπουργικό επιτελείο. Παράλληλα, η κριτική που αναπτύσσεται γύρω από ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η υπόθεση της Μονής Σινά και οι αποφάσεις για την αμυντική πολιτική της ΕΕ, εντείνουν την πίεση προς το κέντρο εξουσίας.
Μέσα σε όλα αυτά, δεν λείπουν τα αγκάθια της καθημερινότητας: η ακρίβεια, η δυσλειτουργία στις δημόσιες υπηρεσίες, η κοινωνική κόπωση και η ανασφάλεια αποτελούν εκρηκτικό μείγμα για έναν Ιούνιο που προμηνύεται θερμός όχι μόνο λόγω καιρού, αλλά κυρίως λόγω πολιτικών εξελίξεων. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτό το καλοκαίρι μοιάζει λιγότερο με περίοδο ξεκούρασης και περισσότερο με πολιτικό ορειβατικό πέρασμα πάνω σε ναρκοπέδιο.