12 Νοεμβρίου, 2025
Αξίζει να δεις

Η επταετία του «Υπαρκτού Μητσοτακισμού»

Έχουμε σχεδόν κλείσει επτά χρόνια με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο τιμόνι της χώρας. Οι παλαιότεροι γνωρίζουν καλά τι σημαίνει «επταετία» – οι νεότεροι ας ρίξουν μια ματιά στην Ιστορία, γιατί φαίνεται πως επαναλαμβάνεται, όχι ως φάρσα πια, αλλά ως καλοστημένο μοντέλο διακυβέρνησης. Μόνο που η σημερινή εκδοχή της δεν χρειάζεται πραξικόπημα· διαθέτει εκλογική νομιμοποίηση, επικοινωνιακό θράσος και μια στρατιά από «άριστους» να τη διακονούν με ύφος τεχνοκρατικής αυθεντίας.

Η επταετία του «υπαρκτού μητσοτακισμού» ξεκίνησε με υποσχέσεις για «κανονικότητα» και «προκοπή». Τελειώνει —ή μάλλον συνεχίζεται— με μια κοινωνία εξαντλημένη, ένα κράτος αποσαθρωμένο και έναν λαό που παρακολουθεί την ίδια παράσταση σε ατελείωτες επαναλήψεις. Το 41% της πρώτης θριαμβευτικής εκλογής έγινε άδεια επιταγή. Και η επιταγή αυτή εξαργυρώθηκε όχι σε κοινωνική πρόοδο, αλλά σε ιδιοτελή πλουτισμό, επικοινωνιακή αυταρέσκεια και θεσμική διάβρωση.

Η αφήγηση ξεκίνησε απλά: μετά την «καταστροφή» του ΣΥΡΙΖΑ, ο Μητσοτάκης παρουσιάστηκε ως η ασφαλής επιλογή, ο τεχνοκράτης που θα επανέφερε την «κανονικότητα». Ο φόβος των capital controls, η κόπωση από την αριστερή ρητορεία και η βαθιά ανάγκη για σταθερότητα έκαναν τη δουλειά τους. Ο Κυριάκος, ο «γόνος» με το σφιχτό χαμόγελο και τη στιλπνή ρητορική, έγινε ο φορέας του «μεταρρυθμιστικού θαύματος».

Επτά χρόνια μετά, το θαύμα αποδείχθηκε οφθαλμαπάτη. Οι υποσχέσεις περί «επιτελικού κράτους» και «ψηφιακής Ελλάδας» καλύπτουν μια πραγματικότητα όπου τα πάντα καταρρέουν: δημόσια υγεία, παιδεία, σιδηρόδρομοι, γεωργία, κοινωνική συνοχή. Το «επιτελικό κράτος» λειτουργεί μόνο όταν πρόκειται να προστατεύσει τους ισχυρούς, να καλύψει τα σκάνδαλα ή να διορίσει ημετέρους. Όταν πρόκειται για τους πολίτες, εξαφανίζεται.

Το σύστημα των «άριστων»

Ο μητσοτακισμός δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι σύστημα σχέσεων, νοοτροπίας και συμφερόντων. Ένα καθεστώς με τα δικά του ιερατεία: μετακλητοί, επιδοτούμενοι, κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, δημοσιολόγοι που ζουν από τα δελτία Τύπου του Μαξίμου και τα χρήματα της «λίστας Πέτσα». Ένας ολόκληρος μηχανισμός που παράγει διαρκώς την ψευδαίσθηση ότι η χώρα ευημερεί, την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας βουλιάζει στη φτώχεια και στη ματαίωση.

Το κράτος λειτουργεί ως ταμείο εξυπηρετήσεων. Οι ιδιώτες αναλαμβάνουν ό,τι απομένει δημόσιο: από την υγεία μέχρι το νερό, από την ενέργεια μέχρι τα αεροδρόμια. Όλα παραδίδονται, όλα ιδιωτικοποιούνται, όλα βαφτίζονται «μεταρρύθμιση». Ο δημόσιος χώρος γίνεται λάφυρο, ο πολίτης πελάτης, η πολιτική επιχείρηση.

Στην πραγματική οικονομία, η «ανάπτυξη» μεταφράζεται σε ακρίβεια χωρίς όρια. Τα τρόφιμα, η ενέργεια, τα ενοίκια, όλα σκαρφαλώνουν σε τιμές απλησίαστες. Οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι, οι φόροι πολλαπλασιάζονται και το χρέος ξεπερνά κάθε ιστορικό προηγούμενο. Η Ελλάδα έχει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη και τα χαμηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα. Η «πράσινη μετάβαση» έγινε ευφημισμός για την ενεργειακή φτώχεια.

Τα φωτοβολταϊκά αντικαθιστούν τα χωράφια, οι ανεμογεννήτριες τα βουνά και τα λιβάδια. Οι αγρότες βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται και οι κτηνοτρόφοι να εγκαταλείπουν την παραγωγή. Ολόκληρες περιοχές αδειάζουν. Το ίδιο το μοντέλο που παρουσιάστηκε ως «οικολογικό» τρώει τα θεμέλια της εθνικής παραγωγής.

Στα νοσοκομεία, οι γιατροί παραιτούνται, οι νοσηλευτές εξαντλούνται, οι ασθενείς περιμένουν ώρες για μια εξέταση. Το δημόσιο σύστημα υγείας αποδομείται βήμα-βήμα, όχι από ανικανότητα αλλά από σκοπιμότητα. Το σχέδιο είναι καθαρό: να οδηγηθεί ο πολίτης στον ιδιωτικό τομέα, να θεωρήσει τη φροντίδα ως προνόμιο και όχι ως δικαίωμα. Οι «φίλοι του χώρου» θησαυρίζουν. Το κράτος περιορίζεται στον ρόλο του μεσίτη.

Το δυστύχημα στα Τέμπη έδειξε την πραγματική κατάσταση του κράτους. Μια χώρα που δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της ούτε από το πιο προβλέψιμο ατύχημα. Οι αποκαλύψεις για τη σύμβαση 717 και τις παρατάσεις που υπογράφονταν ακόμα και μετά το δυστύχημα αποκάλυψαν τη γύμνια ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας: την ανικανότητα, την αδιαφορία, τη διαπλοκή.

Κι όμως, κανείς δεν παραιτήθηκε. Ο τότε υπουργός μετακινήθηκε στα πίσω έδρανα της παράταξης, τα ΜΜΕ κουκούλωσαν το θέμα, και το επιτελικό κράτος συνέχισε σαν να μη συνέβη τίποτα. Στον μητσοτακισμό, η ευθύνη είναι πάντα κάποιου άλλου.

Η βία στους δρόμους, οι ανήλικοι με όπλα, οι βεντέτες και οι συμμορίες δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο. Είναι αντανάκλαση μιας κοινωνίας σε διάλυση. Όταν η πολιτεία αντιμετωπίζει τον πολίτη ως υποκείμενο ελέγχου και όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων, όταν η αδικία γίνεται καθεστώς, η βία βρίσκει έδαφος.

Η απάντηση της κυβέρνησης είναι επικοινωνιακή: νέες εξαγγελίες, νέοι νόμοι, νέα μέτρα – ποτέ εφαρμογή, ποτέ δικαιοσύνη. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης υπόσχεται να απαγορεύσει «τις μπαλωθιές σε γάμους και βαφτίσια», λες και το πρόβλημα της ασφάλειας θα λυθεί με διατάγματα ηθικής.

Στο μέτωπο της μετανάστευσης, η κατάσταση παραμένει ίδια. Οι αφίξεις συνεχίζονται, τα νησιά ασφυκτιούν, οι τοπικές κοινωνίες αγανακτούν. Το αφήγημα της «μείωσης των ροών» είναι καθαρά λογιστικό: οι περισσότεροι απλώς νομιμοποιούνται. Οι ΜΚΟ συνεχίζουν το έργο τους, το κράτος παριστάνει ότι ελέγχει, και η Ευρώπη αδιαφορεί.

Το προσφυγικό μετατρέπεται σε μηχανισμό εξάρτησης: ευρωπαϊκά κονδύλια, ιδιωτικές συμβάσεις, πολιτικό κεφάλαιο. Ο ανθρώπινος πόνος έγινε χρηματοδοτούμενο project.

Η ενεργειακή πολιτική της χώρας έχει πλέον ξεκάθαρο προσανατολισμό: πλήρης ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συμφωνίες για LNG, οι αμερικανικές βάσεις, οι παραχωρήσεις σε ExxonMobil και Chevron βαφτίζονται «επενδύσεις». Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα μετατρέπεται σε προκεχωρημένο ενεργειακό φυλάκιο των ΗΠΑ.

Η άφιξη της νέας Αμερικανίδας πρέσβειρας παρουσιάστηκε ως «γεγονός». Στην πράξη, σηματοδοτεί μια νέα φάση επιτήρησης. Η Ελλάδα δεν χαράσσει πολιτική· την υλοποιεί. Η εξωτερική πολιτική έχει υποκατασταθεί από διαχειριστική συμμόρφωση. Ό,τι άλλοτε γινόταν με Μνημόνια, τώρα γίνεται με συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας.

Η ειρωνεία είναι πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που κάποτε διακήρυσσε τον πόλεμο κατά της «woke ατζέντας», μετατράπηκε σε πρόθυμο υπηρέτη του ενεργειακού ρεαλισμού τύπου «drill baby drill». Από την πολιτική ορθότητα πέρασε στην υποτέλεια χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι μόνο πολιτική· είναι και θέαμα. Ένας συνδυασμός lifestyle, δημοσίων σχέσεων και κρατικής προπαγάνδας. Από τους «άριστους» των υπουργείων μέχρι τους τηλεοπτικούς αυλικούς, το σύστημα παράγει διαρκώς εικόνα ευημερίας.

Η πολιτική έγινε προϊόν. Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται στα social media ως brand: ο «ψηφιακός μεταρρυθμιστής», ο «πατέρας της τεχνολογικής προόδου», ο «ηγέτης της σταθερότητας». Πίσω από το φίλτρο, όμως, η πραγματικότητα θυμίζει όλο και περισσότερο τη χώρα των δελτίων ανεργίας, των ενοικίων των 800 ευρώ και των δανείων που δεν εξυπηρετούνται.

Αντιπολίτευση χωρίς φωνή

Απέναντι σε αυτό το καθεστώς, η αντιπολίτευση εμφανίζεται αμήχανη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαλυθεί σε συνιστώσες, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να ανασυνταχθεί αλλά χωρίς πολιτικό βάθος, και τα μικρότερα κόμματα παλεύουν για ορατότητα.

Η κυβέρνηση απολαμβάνει την πολυτέλεια μιας αντιπολίτευσης που λειτουργεί ως διακοσμητικό στοιχείο. Κανείς δεν παράγει πολιτικό λόγο, κανείς δεν προσφέρει εναλλακτική αφήγηση. Το αποτέλεσμα είναι η κοινωνία να αποπολιτικοποιείται. Οι πολίτες, κουρασμένοι και απογοητευμένοι, αποσύρονται.

Η δημοκρατία δεν πεθαίνει από δικτατορίες· πεθαίνει από απάθεια.

Επτά χρόνια είναι αρκετά για να διαβρωθεί όχι μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και η συλλογική συνείδηση. Η κανονικοποίηση της παρακμής έγινε το μεγαλύτερο επίτευγμα του μητσοτακισμού. Η διαφθορά δεν προκαλεί αγανάκτηση, η κοροϊδία δεν προκαλεί οργή· προκαλούν απλώς αδιαφορία.

Και αυτή η αδιαφορία είναι η πιο επικίνδυνη μορφή ήττας.

Η κοινωνία των μετακλητών και των επιδομάτων δεν αντιδρά· προσαρμόζεται. Ο πολίτης που φοβάται να χάσει τη δουλειά του, που ελπίζει σε μια ρύθμιση ή σε ένα voucher, δεν διαμαρτύρεται. Η εξάρτηση έγινε εργαλείο ελέγχου πιο αποτελεσματικό από κάθε καταστολή.

Το σύστημα ενημέρωσης είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος. Οι εφημερίδες επιδοτούνται, τα κανάλια παίζουν copy–paste τα δελτία του Μαξίμου, οι δημοσκοπήσεις λειτουργούν ως εργαλείο καθοδήγησης. Η πραγματικότητα διαμορφώνεται επικοινωνιακά.

Ο μητσοτακισμός είναι η τέλεια προσαρμογή της εξουσίας στη νέα εποχή: δεν χρειάζεται λογοκρισία, γιατί υπάρχει υπερπληροφόρηση· δεν χρειάζεται αυταρχισμός, γιατί υπάρχει εθελοντική υποταγή.

Επταετία και Ιστορία

Η σύγκριση με την ιστορική «επταετία» δεν είναι τυχαία. Τότε είχαμε στρατιωτικούς. Τώρα έχουμε τεχνοκράτες. Τότε είχαμε ρητορική περί «τάξης και ασφάλειας». Τώρα έχουμε «σταθερότητα και πρόοδο». Τότε η λογοκρισία ήταν θεσμοθετημένη. Τώρα είναι εσωτερικευμένη.

Και τότε και τώρα, η δημοκρατία λειτουργούσε τυπικά, αλλά όχι ουσιαστικά.

Τι απομένει; Μια χώρα που μοιάζει εξαντλημένη, χωρίς πυξίδα και χωρίς όραμα. Η κοινωνία μοιάζει υπνωτισμένη, η αντιπολίτευση σιωπηλή, τα μέσα ενημέρωσης χειραγωγημένα. Ο πρωθυπουργός παραμένει κυρίαρχος όχι γιατί εμπνέει, αλλά γιατί κανείς δεν τολμά να τον αμφισβητήσει.

Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο στάδιο μιας δημοκρατίας: όταν η στασιμότητα βαφτίζεται πρόοδος και η σιωπή συναίνεση.

Και ίσως κάποτε ο ιστορικός του μέλλοντος, συγκρίνοντας τις «επταετίες» της χώρας, να διαπιστώσει πως η τωρινή δεν χρειάστηκε τανκς, γιατί διέθετε τηλεοπτικά στούντιο, δημοσκοπήσεις και κοινωνικά δίκτυα. Δεν χρειάστηκε λογοκρισία, γιατί οι πολίτες έμαθαν να αυτολογοκρίνονται.

Η επταετία του υπαρκτού μητσοτακισμού δεν είναι μια παρένθεση. Είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας που συμβιβάστηκε με τη μετριότητα, που αποδέχθηκε τη διαφθορά ως φυσικό φαινόμενο και που κουράστηκε να ελπίζει.

Αν δεν υπάρξει αντίδραση, η επόμενη επταετία δεν θα χρειάζεται καν εκλογές. Θα αρκεί ένα ποσοστό στο 41% και ένα χαμόγελο στο δελτίο των οκτώ.

Exit mobile version