10 Νοεμβρίου, 2025
Διεθνή

Η επιλεκτική απουσία της Ουάσινγκτον από τα ελληνοτουρκικά στην εποχή της δεύτερης προεδρίας Τραμπ

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισήλθαν σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους της σύγχρονης ιστορίας τους, με την ένταση να μεταφερθεί από τη στεριά στη θάλασσα, καθώς η Ανατολική Μεσόγειος μετατρεπόταν σταδιακά σε πεδίο ανταγωνισμού για ενεργούς πόρους, γεωπολιτική επιρροή και στρατιωτική παρουσία. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δεν έφερε μόνο αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και ανατροπή των ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια περισσότερο αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στα ελληνοτουρκικά, αφήνοντας μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων στην Άγκυρα.

Η Άγκυρα, αξιοποιώντας τη σχετική απουσία πιέσεων από την Ουάσιγκτον, επιχείρησε να ενισχύσει τη θέση της μέσω επιθετικών κινήσεων τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αποστολή του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και οι αλλεπάλληλες NAVTEX προκάλεσαν ξεκάθαρες προκλήσεις, τις οποίες η Αθήνα αντιμετώπισε με αυξημένη διπλωματική κινητικότητα, ενισχύσεις στρατιωτικών δυνάμεων και σύναψη στρατηγικών συμμαχιών στη Γαλλία με χώρες όπως η, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, επιχείρησε σε κάποιες περιπτώσεις να διαμεσολαβήσει, όμως η γενικότερη στάση του Τραμπ απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν, την οποία πολλοί χαρακτήρισαν φιλική ή και ανεκτική, ενίσχυσε την πεποίθηση της τουρκικής ηγεσίας ότι μπορούσε να κινηθεί χωρίς σοβαρές κυρώσεις.

Η απουσία μιας συνεκτικής και σταθερής πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή επέτρεψε την κλιμάκωση των προκλήσεων, με χαρακτηριστικά επεισόδια να σημειωθούν τόσο στο Καστελλόριζο όσο και στα νότια της Κρήτης. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, προσπάθησε να διεθνοποιήσει την τουρκική επιθετικότητα, αξιοποιώντας τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την παρουσία της στο ΝΑΤΟ, αλλά και τις διμερείς σχέσεις με ισχυρά κράτη. Ωστόσο, η απουσία ξεκάθαρης αμερικανικής στάσης λειτουργούσε ως τροχοπέδη στις προσπάθειες αποτροπής.

Η Ελλάδα και η Τουρκία, διατηρώντας διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα σε αρκετά ζητήματα εξωτερικών πολιτικών, προσπαθούν να καθιερωθούν με τον δικό της τρόπο να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Η πολιτική Τραμπ, με έμφαση στις διμερείς σχέσεις και τη διαπραγμάτευση σε προσωπικό επίπεδο, δημιούργησε νέους όρους και Ευρώπη, αλλά και εμπόδια, για Αθήνα και Άγκυρα. Δύο ζητήματα στα οποία οι δύο χώρες έχουν παράλληλο ενδιαφέρον απέναντι στον Λευκό Οίκο, αλλά με αντικρουόμενες επιδιώξεις, είναι η αγορά των αεροσκαφών F-35 και οι σχέσεις με το Ισραήλ, ένας από τους πιο σταθερούς συμμάχους των ΗΠΑ και προσωπικά του Τραμπ.

Η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη το ευνοϊκό κλίμα και την καλή διπλωματική της εικόνα στην Ουάσιγκτον, κατόρθωσε να προχωρήσει στην αγορά 20 + 20 αεροσκαφών F-35. Η διαδικασία κινήθηκε χωρίς αντιρρήσεις ή προσκόμματα από την αμερικανική πλευρά, και το μόνο που απομένει είναι η τελική έγκριση της πώλησης από την αμερικανική κυβέρνηση, μια εξέλιξη που η Αθήνα αναμένει με αισιοδοξία, θεωρώντας την εξέλιξη φυσική συνέχεια της εμβάθυνσης των στρατιωτικών σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ.

Αντιθέτως, η Τουρκία βιώνει έντονη δυσαρέσκεια και ενόχληση, καθώς, παρά το ότι υπέβαλε αίτημα αίτησης των F-35 νωρίτερα από την Ελλάδα και συμμετείχε αρχικά στο πρόγραμμα τους, βλέπει την πόρτα της Ουάσιγκτον διαρκώς κλειστή. Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει τριβές στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας ήδη από την πρώτη θητεία Τραμπ, με τον βασικό λόγο να είναι η αγορά του ρωσικού συστήματος S-400 από την Άγκυρα, η οποία προκάλεσε την αντίδραση του αμερικανικού Κογκρέσου και την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35.

Παρά τις στενές προσωπικές σχέσεις Τραμπ – Ερντογάν, ο Αμερικανός πρόεδρος απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση ή να παρέμβει αποφασιστικά στο ζήτημα, αφήνοντας την υπόθεση να «σέρνεται» μεταξύ Λευκού Οίκου και Κογκρέσου. Η τουρκική ηγεσία, τόσο ο ίδιος ο Ερντογάν όσο και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, επανέφερε επανειλημμένα το θέμα σε κάθε ευκαιρία, ζητώντας από τις ΗΠΑ να επανεξετάσουν τη στάση τους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα παραμένει σταθερά αρνητικό, προκαλώντας εκνευρισμό στην Άγκυρα, η οποία βλέπει την Ελλάδα να προχωρά σε μια συμφωνία που θεωρεί στρατηγικής σημασίας.

Το δεύτερο πεδίο έμμεσης αντιπαράθεσης είναι οι σχέσεις των δύο χωρών με το Ισραήλ. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να αναπτύξει στενές σχέσεις συνεργασίας με το Τελ Αβίβ, τόσο στον ενεργειακό στρατιωτικό τομέα, κάτι που ενισχύει τη θέση της απέναντι στην αμερικανική διοίκηση. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, έχει απομακρυνθεί εδώ και χρόνια από το Ισραήλ, με τις σχέσεις τους να είναι τεταμένες και μη λειτουργικές, γεγονός που περιορίζει τη γεωπολιτική της επιρροή στην περιοχή σε μια περίοδο που η εύνοια του Ισραήλ θεωρείται κρίσιμος παράγοντας για την πρόσβαση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Η προεδρία Τραμπ, με την αστάθεια και την προσωποπαγή της προσέγγισης, δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία, αλλά με τις πράξεις ή τις παραλείψεις της, διαμόρφωσε νέα δεδομένα. Η ευνοϊκή αντιμετώπιση της Αθήνας, σε αντίθεση με την ψυχρή στάση προς την Άγκυρα, έδειξε τη μεταβαλλόμενη δυναμική στο τρίγωνο Ελλάδα – Τουρκία – ΗΠΑ και κατέδειξε ότι στην εποχή Τραμπ η στρατηγική επιρροή δεν εξασφαλίζεται πλέον με την παραδοσιακή δύναμη, αλλά μέσα από στοχευμένες σχέσεις, συμμαχίες και χειρισμούς.

Η Τουρκία, σε μια προσπάθεια να ασκήσει πίεση και να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει σε σχέση με την αγορά των αμερικανικών μαχητικών F-35, στρέφεται προς την Ευρώπη, θέτοντας στο τραπέζι συνομιλίες για την πιθανή αγορά των Eurofighter Typhoon. Η κίνηση αυτή έχει διπλή στόχευση: από τη μία πλευρά επιχειρεί να δείξει στις ΗΠΑ ότι διαθέτει εναλλακτικές και δεν είναι αποκλειστικά εξαρτημένη από την αμερικανική τεχνολογία, και από την άλλη προσπαθεί να αμβλύνει τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της, παρουσιάζοντας μια εικόνα ενεργών εξωτερικών πολιτικών και τεχνολογικής τεχνολογίας.

Παρά τις δηλώσεις και τις κινήσεις της Άγκυρας, το σταθερό και αξεπέραστο εμπόδιο για την αγορά των F-35 παραμένει η ύπαρξη και ενεργοποίηση των ρωσικών πυραύλων S-400. Η πλήρης ενσωμάτωσή τους στο τουρκικό αντιαεροπορικό σύστημα και οι επιχειρησιακές σημαντικές δοκιμές τους, μάλιστα σε περιοχές με άμεση στρατηγική, όπως το Αιγαίο, προκαλεί έντονη ανησυχία όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στο Ισραήλ, το οποίο θεωρεί τους S-400 ως πραγματική και άμεση απειλή κατά των δυνατοτήτων επιτήρησης και της αεροπορικής δράσης στην περιοχή.

Το Κογκρέσο των ΗΠΑ διατηρεί σταθερά αδιάλλακτη στάση. Η άρση του αμερικανικού «μπλόκου» εξαρτάται απόλυτα από την απόσυρση των S-400. Το Ισραήλ, με ακόμη πιο σκληρή στάση, δεν χρειάζεται μόνο την απόσυρση αλλά και την καταστροφή των ρωσικών πυραύλων, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα σύστημα σχεδιασμένο να αντιμετωπίσει αεροσκάφη ακριβώς σαν τα F-35.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό έντασης και γεωστρατηγικών ελιγμών, η Ελλάδα τηρεί στάση σιωπής. Παρά τις κατά καιρούς επιχειρησιακές δοκιμές των S-400 από την Τουρκία στο Αιγαίο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει προβεί σε κάποια επίσημη ενέργεια ή δημόσια διαμαρτυρία για τον κίνδυνο που μπορεί να γίνει για την ελληνική αεράμυνα. Η τακτική αυτή μοιάζει να στηρίζεται σε μια σιωπηρή παραδοχή: η Αθήνα ελπίζει ότι το Ισραήλ, λόγω της δικής της ευαισθησίας απέναντι στο ρωσικό σύστημα και της επιρροής του στην Ουάσιγκτον, θα πρέπει να ασκήσει πίεση και να «σηκώσει το βάρος» της αντίδρασης για λογαριασμό ολόκληρης της περιοχής.

Η επιλογή αυτή, αν και ίσως προσφέρει προσωρινή διπλωματική κάλυψη, αφήνει εκτεθειμένη την Ελλάδα απέναντι σε έναν στρατιωτικό κίνδυνο που ήδη έχει παρουσιαστεί και δεν είναι θεωρητικός. Η σιωπή μπορεί να ερμηνευτεί είτε ως στρατηγική υπομονής είτε ως έλλειψη πρωτοβουλίας σε ένα ζήτημα που αφορά άμεσα την εθνική ασφάλεια. Όπως και να ‘χει, το αδιέξοδο της Τουρκίας με τα F-35, η επιμονή της σε ρωσικά συστήματα και η στροφή προς τα Eurofighter συνθέτουν ένα τοπίο αβεβαιότητας και ρευστότητας, το οποίο η Ελλάδα παρακολουθεί χωρίς να θέτει τις δικές της κόκκινες γραμμές.

Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας με το Ισραήλ οδήγησαν σε κομβικό ζήτημα για τον Λευκό Οίκο στην εποχή Τραμπ, ενταγμένο στον ευρύτερο σχεδιασμό της αμερικανικής πολιτικής για τη Μέση Ανατολή. Η αμερική αντιμετώπιζε θετικά τη στρατηγική σύγκλιση Ελλάδας – Ισραήλ, η οποία ενισχύθηκε θεαματικά την τελευταία δεκαετία και απέκτησε βάθος σε κρίσιμους τομείς όπως η άμυνα, η ενεργειακή συνεργασία και η αλλαγή της κυβέρνησης. Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, τα τριμερή σχήματα συνεργασίας με την Κύπρο και οι συζητήσεις για τον αγωγό EastMed ενίσχυαν την εικόνα της Ελλάδας ως αξιόπιστου εταίρου και σταθερού συμμάχου του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που ήταν ιδιαίτερα σημαντικό από τον Λευκό Οίκο του Τραμπ.

Αντιθέτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ επιδεινώνονταν σταθερά, φτάνοντας σε επίπεδο ανοιχτής εχθρότητας. Οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου κατά του Ισραήλ δεν ήταν μόνο σκληρές αλλά και ακραίες, με επίσημες αναφορές σε επιθυμίες «καταστροφές» του κράτους, δημιουργώντας σοβαρή ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η εχθρική υπονόμευση ευθέως των προσπαθειών της αμερικανικής κυβέρνησης να διαμορφώσει ένα ελεγχόμενο περιβάλλον στην περιοχή και να προωθήσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τη Μέση Ανατολή, κυρίως γύρω από τη Γάζα και την αποκαλούμενη «Συμφωνία του Αιώνα».

Η προοπτική σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, ιδιαίτερα στο έδαφος της Συρίας, αποτελούσε εφιαλτικό σενάριο για την Ουάσιγκτον. Μια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ και τον βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή που δημιουργούσε ρήγμα στους δυτικούς συσχετισμούς και θα αποδυνάμωσε τον αμερικανικό έλεγχο στην κρίσιμη γεωπολιτική ζώνη. Παρά την επιθετική ρητορική του Ερντογάν, η Άγκυρα απέφυγε τελικά να προχωρήσει σε ανοιχτή σύγκρουση με το Ισραήλ, διατηρώντας μια επιλεκτική εμπλοκή στη Συρία, χωρίς να προκαλέσει άμεση στρατιωτική εμπλοκή με το Τελ Αβίβ.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της, κράτησε μια μετρημένη και στρατηγική ψυχρή στάση. Στήριξε το Ισραήλ σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο, χωρίς όμως να λειτουργήσει αυτή τη σχέση στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Δεν επιχείρησε να εμπλέξει το Ισραήλ στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, ούτε αξιοποίησε τη ρήξη Τουρκίας – Ισραήλ ως μοχλό πίεσης. Παράλληλα, η Τουρκία, παρά τις εντάσεις με την Ελλάδα και τις κτικές προκλήσεις, απέφυγε να στοχοποιήσει άμεσα την ελληνική στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, αναγνωρίζοντας ίσως ότι μια τέτοια κίνηση θα απομυούσε ακόμα περισσότερο διεθνώς.

Το τρίγωνο Ελλάδα – Τουρκία – Ισραήλ στην εποχή Τραμπ διαμορφώθηκε υπό το βλέμμα μιας αμερικανικής διοίκησης που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε συμμαχίες και συμφέροντα. Η Ελλάδα ενίσχυσε τη θέση της προσεκτικά, η Τουρκία πόνταρε στη ρητορική επιθετικότητα αλλά κράτησε τακτικά περιθώρια ελιγμών, και το Ισραήλ παρέμεινε ο αμετακίνητος σταθερός εταίρος των ΗΠΑ, καθορίζοντας εν μέρει και τα όρια των περιφερειακών εξελίξεων.

Στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, η Ουάσινγκτον έχει καταστήσει σαφές ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί ενεργά στις χρόνιες ελληνοτουρκικές διαφορές, τουλάχιστον όσο οι εντάσεις παραμένουν σε ελεγχόμενο επίπεδο και οι διμερείς σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας διατηρούν μια στοιχειώδη σταθερότητα. Πρόκειται για συνειδητή πολιτική επιλογή, καθώς ο Λευκός Οίκος επικεντρώνεται σε ζητήματα που θεωρεί σαφώς πιο κρίσιμα και επείγοντα: την κρίση στην Ουκρανία, τις προτάσεις στη Μέση Ανατολή, αλλά και τις στρατηγικές σχέσεις με την Κίνα και άλλες οικονομίες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος έχουν μετατραπεί σε ζώνες περιορισμένου αμερικανικού ενδιαφέροντος, εκτός αν υπάρχει σοβαρή αποσταθεροποίηση.

Η στάση αυτή αποτυπώνεται και στην απουσία διμερών επαφών του Αμερικανού προέδρου με τους ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο Τραμπ, μέχρι στιγμής, δεν έχει δεχθεί ούτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ούτε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε προσωπικές συναντήσεις, επιλέγοντας μια γραμμή «ίσων αποστάσεων» που διατηρεί τυπικές ισορροπίες. Βεβαίως, δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Τούρκο πρόεδρο, και ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, είχε επαφή με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάρκο Ρούμπιο. Ωστόσο, ούτε από αυτές τις κινήσεις προέκυψε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα για την τουρκική. Οι τουρκικές πληροφορίες —είτε τα F-35 είτε την αναγνώριση θαλάσσιων διεκδικήσεων— δεν έτυχαν θετικής ανταπόκρισης από την Ουάσινγκτον.

Την ίδια στιγμή, η αμερικανική πολιτική παρουσιάζει ένα πρόσωπο ήπιας εμπλοκής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά με βασικό ενεργειακό ενδιαφέρον. Είναι μυστικό ότι η παρουσία της αμερικανικής κοινής γνώμης Chevron νοτιοανατολικά της Κρήτης έχει ευνοηθεί —αν όχι οργανωθεί— με ενθάρρυνση από την αμερικανική κυβέρνηση, χωρίς όμως να εμπλέκεται στο σκέλος των ελληνοτουρκικών διενέξεων ή να τοποθετείται υπέρ κάποιας πλευράς στις διαφωνίες των δικαιωμάτων κυριαρχίας και θαλάσσιων δικαιωμάτων. Η Ουάσινγκτον στηρίζει ενεργειακά σχέδια που εξυπηρετούν τα δικά της γεωστρατηγικά συμφέροντα, αποφεύγοντας να τα συνδέσει με ζητήματα κυριαρχίας ή διεθνούς δικαίου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιλεκτικής αποστασιοποίησης είναι η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο έργο ηλεκτρικής ενέργειας διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ. Παρότι πρόκειται για ένα κρίσιμο γεωενεργειακό έργο στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, η Ουάσινγκτον δεν έχει εμπλακεί ούτε πολιτικά ούτε επιχειρησιακά. Το ίδιο ισχύει και για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το έργο από την τουρκική πλευρά στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή Κάσου – Καρπάθου – Κρήτης – Ρόδου. Η απουσία αμερικανικών εταιριών από το έργο —το οποίο αποτελείται κυρίως από ευρωπαϊκή συμμετοχή από Ιταλία και Γαλλία— φαίνεται να λειτουργεί ως επιπλέον λόγος μη ανάμειξης.

Η στάση αυτή συνθέτει μια ευρύτερη εικόνα επιλεκτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπου υπάρχουν άμεσα αμερικανικά συμφέροντα, διακριτική υποστήριξη. Όπου απαιτείται πολιτική στάση ή παρέμβαση σε περιφερειακές διαφορές, κυριαρχεί η σιωπή ή η ουδετερότητα. Αυτή η προσέγγιση, μπορεί να αποτρέψει την άμεση εμπλοκή της Ουάσινγκτον σε συγκρούσεις χαμηλής ή μέσης έντασης, αφήνει την περιοχή να διαχειριστεί μόνο τους τις εντάσεις, συχνά υπό την πίεση πιο απρόβλεπτων περιφερειακών δυνάμεων.

Παρά την επιλογή της μη εμπλοκής σε διμερείς ελληνοτουρκικές διαφορές, η Ουάσινγκτον διατηρεί το περιθώριο να παρέμβει με πιο ήπιες μορφές, εφόσον ζητηθεί, και πάντοτε με βάση την αρχή ότι «πρέπει να γίνεται ό,τι είναι νόμιμο». Σε αυτό το πλαίσιο, μια πιθανή αμερικανική παρέμβαση δεν θα λάμβανε τη μορφή διπλωματικής μεσολάβησης ή πολιτικής πίεσης, αλλά περισσότερο μιας εμπορικής διαιτησίας —μιας τεχνικής μορφής διαπραγμάτευσης για τη διαχείριση των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η βασική ιδέα πίσω από αυτή τη στρατηγική είναι ότι τα εμπλεκόμενα κράτη πρέπει να καταλήξουν σε μια γενική ενεργειακή συμφωνία, με τα κέρδη να κατανέμονται βάσει συμφωνίας και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις πραγματικές δυνατότητες εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων.

Αυτή η προσέγγιση, όσο ήπια κι ανεται, δεν παρουσιάζει να δημιουργεί αντιδράσεις. Η Άγκυρα δείχνει όλο και μεγαλύτερη δυσφορία για την εμβάθυνση των σχέσεων Λευκωσίας – Ουάσινγκτον, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα, κατηγορώντας ευθέως τις ΗΠΑ ότι στρατιωτικά την Κύπρο ως βάση μεταφοράς υλικού προς το Ισραήλ. Το επιχείρημα αυτό εντάσσεται στη ρητορική της τουρκικής κυβέρνησης περί «απομόνωσης» και «στρατιωτικοποίησης» της Ανατολικής Μεσογείου από δυτικές δυνάμεις, αν και στην πράξη δεν φαίνεται να προκαλεί κάποια αλλαγή στάσης στην αμερικανική πολιτική.

Η τριγωνική σχέση Ελλάδας – Τουρκίας – ΗΠΑ περιπλέκεται περαιτέρω από τα προσωπικά χαρακτηριστικά της ηγεσίας των τριών χωρών. Ο πρόεδρος Τραμπ, από την αρχή της προεδρίας του, δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τον Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο έχει χαρακτηρίσει φίλο, έξυπνο και ικανό ηγέτη, ιδίως για τους χειρισμούς του στη Συρία και την προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ. Ωστόσο, η φραστική αυτή υποστήριξη δεν συνοδεύτηκε —τουλάχιστον έως τώρα— από συγκεκριμένες πολιτικές κινήσεις ή παραχωρήσεις υπέρ των τουρκικών αιτημάτων, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση των F-35 ή στο θέμα των S-400.

Αντίθετα, η στάση του Τραμπ απέναντι στην Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη είναι εμφανώς πιο τυπική και αποστασιοποιημένη. Οι αναφορές του είναι γενικές, περιορισμένες σε εκφράσεις όπως «καλό παιδί», χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βάθος ή προσωπική σχέση. Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει διμερής συνάντηση των δύο ηγετών, με μοναδική επαφή να καταγράφεται στο επίπεδο των Υπουργών Εξωτερικών, μεταξύ Γεραπετρίτη και Ρούμπιο στην Ουάσινγκτον.

Η εικόνα αυτή ενισχύεται και από τις διαφορές στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι αμερικανικοί δασμοί ευνοούν την Τουρκία, επιβάλλοντας μόλις 10% στα τουρκικά προϊόντα που εξηγούνται στις ΗΠΑ, ενώ αντίθετα πλήττουν τις ελληνικές εξαγωγές με τους δασμούς της τάξης του 25%, καθώς η Ελλάδα υπάγεται στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών εμπορικών σχέσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένα σαφές εμπορικό πλεονέκτημα για την Τουρκία, ιδίως σε προϊόντα που είναι άμεσα ανταγωνιστικά, όπως τα αγροτικά τρόφιμα. Η Ελλάδα, αν και διαθέτει ισχυρό brand σε προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, οι ελιές και το γιαούρτι, η επωμίζεται σημαντική πίεση στην αμερικανική αγορά, χωρίς ακόμη να έχει επιχειρήσει μια διαπραγμάτευση δασμών, κάτι που μπορεί να προκύψει μελλοντικά το εμπορικό πλήγμα αποδειχθεί σοβαρό και διαρκώς.

Σε αυτό το περιβάλλον, Αθήνα και Άγκυρα ανταγωνίζονται, σιωπηρά αλλά επίμονα, για την εύνοια του Τραμπ και τη δυνατότητα μιας άμεσης προεδρικής συνάντησης. Μέχρι στιγμής, κανείς από τους δύο ηγέτες δεν έχει πάρει αυτό το προβάδισμα, και η Ουάσινγκτον διατηρεί την τακτική ίσων αποστάσεων. Όμως πίσω από τις δημόσιες ισορροπίες, το εμπορικό ισοζύγιο, οι διπλωματικές κινήσεις και οι ενεργητικές αντιδράσεις μαρτυρούν ότι η ζυγαριά γέρνει προσωρινά προς την Άγκυρα, τουλάχιστον σε όρους ωφελειών, ακόμα κι αν τα στρατηγικά αιτήματα της Τουρκίας δεν ικανοποιούνται επί της ουσίας.