12 Νοεμβρίου, 2025
Ελλάδα Ενέργεια - Ενεργειακό

Η ενεργειακή παγίδα της Αθήνας με ακριβό LNG, γεωπολιτικά ρίσκα και μια πολιτική χωρίς πυξίδα

Ακολουθώντας μια πορεία που πολλοί χαρακτηρίζουν εθνικά επιζήμια, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ του ουκρανικού κράτους, απομακρυνόμενη από τη Ρωσία – μια χώρα με την οποία επί δεκαετίες τη συνέδεαν δεσμοί ιστορικής φιλίας, οικονομικής συνεργασίας και ενεργειακής εξάρτησης. Η επιλογή αυτή, που εδραιώθηκε στη διάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν είχε μόνο διπλωματικές συνέπειες. Αντίθετα, άφησε βαθύ αποτύπωμα και στον ενεργειακό τομέα, καθώς η Αθήνα δηλώνει αποφασισμένη να απαγκιστρωθεί πλήρως από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Το παράδοξο είναι ότι το ρωσικό φυσικό αέριο που διοχετεύεται μέσω αγωγών παραμένει μέχρι σήμερα το φθηνότερο παγκοσμίως – έως και 60% φθηνότερο από το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που μεταφέρεται με πλοία. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα επιλέγει να στηριχθεί σχεδόν αποκλειστικά στο αμερικανικό LNG, ένα προϊόν με ασταθή τιμή, περιορισμένες εγγυήσεις παροχής και σημαντικά υψηλότερο κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Στις 7 Νοεμβρίου 2025, η τιμή του LNG στην ευρωπαϊκή αγορά επόμενης ημέρας έφτανε τα 134,73 ευρώ ανά μεγαβατώρα, τη στιγμή που στη Ρωσία, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, το φυσικό αέριο για τα νοικοκυριά κόστιζε μόλις 0,008 δολάρια ανά κιλοβατώρα και για τις επιχειρήσεις 0,011 δολάρια – δηλαδή δεκαπλάσια χαμηλότερη τιμή από τη διεθνή μέση. Παρά τη διαφορά αυτή, οι χώρες της Ε.Ε. έχουν δαπανήσει από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία πάνω από 258 δισεκατομμύρια ευρώ για εισαγωγές LNG, εξασφαλίζοντας μεν ενεργειακή επάρκεια, αλλά χωρίς σταθερότητα τιμών.

Το αμερικανικό LNG πωλείται με όρους “free-on-board”, που σημαίνει ότι οι προμηθευτές μπορούν να ανακατευθύνουν τα φορτία όπου οι τιμές είναι υψηλότερες. Αυτό καθιστά την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη ευάλωτες στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών. Όσες νέες υποδομές κι αν χτιστούν, η ενεργειακή ανασφάλεια παραμένει. Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα μας αγόρασε το 2025 αμερικανικό LNG στην υψηλότερη τιμή της Ευρώπης, επιβαρύνοντας τα τιμολόγια ρεύματος και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Ταυτόχρονα, η αύξηση των τιμών στις άδειες εκπομπών άνθρακα της Ε.Ε. αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω το κόστος παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Αν προστεθεί και το ενδεχόμενο αύξησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ –εξαιτίας της ζήτησης από τα data centers και του περιορισμού των έργων πράσινης ενέργειας– τότε το ενεργειακό ρίσκο για την Ελλάδα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.

Και όλα αυτά χωρίς να υπολογιστεί το περιβαλλοντικό τίμημα του LNG. Παρά τον χαρακτηρισμό του ως «καύσιμο μετάβασης», δορυφορικά δεδομένα δείχνουν ότι οι διαρροές μεθανίου από τις μονάδες υγροποίησης και επαναεριοποίησης είναι πολύ υψηλότερες από τις αρχικές εκτιμήσεις. Επειδή το μεθάνιο έχει πολλαπλάσια θερμαντική ικανότητα από το διοξείδιο του άνθρακα, οι εκπομπές αυτές εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αντιστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό το όφελος από τη μείωση του άνθρακα. Έτσι, η μακρά αλυσίδα μεταφοράς και επεξεργασίας του LNG καθιστά το καύσιμο αυτό όχι μόνο ακριβό, αλλά και περιβαλλοντικά επιβαρυντικό, θέτοντας σε δοκιμασία τους ευρωπαϊκούς στόχους απανθρακοποίησης.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Αθήνα επιχειρεί να χτίσει γέφυρες με την Ουάσιγκτον και συγκεκριμένα με το πολιτικό περιβάλλον του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για στενότερη συνεργασία. Παράλληλα, κλείνει οριστικά την πόρτα στη Μόσχα – μια κίνηση που ενδέχεται να αποδειχθεί στρατηγικό λάθος, εφόσον στο μέλλον αποκατασταθούν οι σχέσεις Ρωσίας και Δύσης και το φθηνό ρωσικό αέριο επιστρέψει στην ευρωπαϊκή αγορά.

Στο πλαίσιο αυτό, το πρόσφατο deal της ΔΕΠΑ και της Άκτωρ για την αγορά αμερικανικού LNG, που θα μεταπωλείται σε Βουλγαρία και Ουκρανία, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Αν και οι εταιρείες προσδοκούν εμπορικά οφέλη, ειδικοί του ενεργειακού χώρου εκτιμούν ότι η συμφωνία δεσμεύει τη χώρα σε ένα ακριβό και ασταθές ενεργειακό μοντέλο. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2025, με άμεση εμπλοκή του ίδιου του Πρωθυπουργού και τη συμμετοχή της αμερικανικής Venture Global, ενώ ρόλο-κλειδί φέρεται να είχε και η πρέσβης των ΗΠΑ, Kimberly Guilfoyle.

Η συμφωνία παρουσιάστηκε ως κίνηση ενίσχυσης της περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας, όμως στην πράξη ενδέχεται να αφήσει την Ελλάδα εκτεθειμένη. Αν οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί αλλάξουν και η Ρωσία επιβεβαιώσει την κυριαρχία της στον μεταπολεμικό χάρτη της Ουκρανίας, το ενεργειακό στοίχημα της Αθήνας μπορεί να μετατραπεί σε οικονομική παγίδα.

Έτσι, μια πολιτική που ξεκίνησε ως επίδειξη δυτικού προσανατολισμού καταλήγει να εγκλωβίζει τη χώρα σε ένα παιχνίδι υψηλού κόστους και αβέβαιου αποτελέσματος. Την ώρα που άλλες χώρες αξιοποιούν τις γεωπολιτικές ισορροπίες προς όφελός τους, η Ελλάδα ρισκάρει να χάσει πολύτιμα ερείσματα, να επιβαρύνει τα νοικοκυριά με ακριβή ενέργεια και να δει την Τουρκία να αναδεικνύεται σε βασικό διαμετακομιστικό κόμβο φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

Σε μια εποχή που η ενεργειακή ασφάλεια καθορίζει την πολιτική ισχύ, η επιλογή της Αθήνας να ποντάρει στο πιο ακριβό και ασταθές καύσιμο μοιάζει με στοίχημα χωρίς στρατηγική.