17 Ιουλίου, 2025
Dislike

Η Ελλάδα της αδράνειας και της ντροπής

Από τους βοσκοτόπους και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις μέχρι το ΟΠΕΚΕΠΕ και τις πυρκαγιές, το κράτος παραμένει θεατής μιας εθνικής υποχώρησης που χτυπά τον πρωτογενή τομέα, την περιφέρεια και την αξιοπιστία της χώρας

Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο και τις κινήσεις με τον οποίο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αντιδρά κάθε φορά που ξεσπά ένα σκάνδαλο —είτε πρόκειται για τις υποκλοπές, είτε για το έγκλημα στα Τέμπη, είτε για τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος στον ΟΠΕΚΕΠΕ— ένα ερώτημα γεννιέται σχεδόν αυτόματα: πρόκειται για αδιαφορία ή για ενοχή; Είναι χειρότερος ένας πρωθυπουργός που ισχυρίζεται ότι «δεν γνώριζε» ή ένας πρωθυπουργός που γνωρίζει αλλά σιωπά, μέχρι να εκραγεί η υπόθεση στα χέρια του;

Το σκάνδαλο των παράνομων επιδοτήσεων στον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιά παθογενής κουλτούρας που αντιμετωπίζει τους ευρωπαϊκούς πόρους ως μέσο εξαγοράς ψήφων και όχι ως εργαλείο ενίσχυσης του πρωτογενούς τομέα και της περιφέρειας. Όπως επισημαίνουν ειδικοί του αγροτικού χώρου, η κατάσταση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν το κράτος είχε εφαρμόσει εγκαίρως το εγκεκριμένο, από το 2017, σχέδιο διαχείρισης βοσκοτόπων.

Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου δεν θα έλυνε μόνο προβλήματα διαφάνειας. Θα εξασφάλιζε μια πιο δίκαιη κατανομή των επιδοτήσεων, θα αποθάρρυνε την εγκατάλειψη της υπαίθρου, θα στήριζε ουσιαστικά την κτηνοτροφία και θα προστάτευε τα δάση από ανεξέλεγκτη χρήση και πυρκαγιές. Και όμως, το 2024, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ανακοίνωσε… τη δημοπράτηση των μελετών, με στόχο να είναι έτοιμες στο τέλος του 2026. Ένα ακόμα «θα», που μάλλον δεν θα έρθει ποτέ.

Η ουσία είναι απλή: οι διαχειριστικές μελέτες καθορίζουν με ακρίβεια τη φέρουσα ικανότητα των βοσκοτόπων —δηλαδή πόσα ζώα μπορεί να υποστηρίξει κάθε περιοχή— ώστε κάθε κτηνοτρόφος να παίρνει ό,τι του αναλογεί. Χωρίς αυτές, οι επιδοτήσεις γίνονται λάφυρο, το σύστημα λειτουργεί χωρίς έλεγχο και η βοσκή μετατρέπεται από βιώσιμη πρακτική σε χαριστικό προνόμιο. Η παραδοσιακή νομαδική κτηνοτροφία, αντί να ενισχυθεί, εγκαταλείπεται. Και χωρίς βοσκούς, τα ελληνικά βουνά σιωπούν — και φλέγονται.

Η σχέση μεταξύ κτηνοτροφίας και πρόληψης των δασικών πυρκαγιών είναι γνωστή. Οι ελεγχόμενοι βοσκότοποι λειτουργούν ως φυσικά αναχώματα: μειώνουν την καύσιμη ύλη και βελτιώνουν τη διαχείριση των υδάτων. Αντί όμως να αξιοποιηθεί αυτή η γνώση, η πολιτεία επιλέγει τη σιωπή και την αδράνεια. Μοιράζει επιδόματα, αλλά εγκαταλείπει τους νέους κτηνοτρόφους στις αντιξοότητες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λήμνος: ένα νησί με χιλιάδες αιγοπρόβατα που, από την αρχή του έτους, δεν διαθέτει Κτηνιατρική Υπηρεσία. Αντίθετα, η γειτονική Βουλγαρία έχει προχωρήσει στην ίδρυση κρατικής σχολής για τσοπάνηδες και έχει σχεδόν τριπλασιάσει τη δασική της κάλυψη χάρη σε σταθερή, υπερκομματική στρατηγική.

Και το πλήγμα στην ελληνική παραγωγή δεν σταματά εκεί. Το 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε ένα είδος γιαουρτιού ως ΠΟΠ… υπέρ της Βουλγαρίας. Την ώρα που στην Ελλάδα κυριαρχούσε η σύγκρουση ανάμεσα σε παραδοσιακούς παραγωγούς και βιομηχανίες που χρησιμοποιούν σκόνες, οι Βούλγαροι εξασφάλιζαν ένα πολύτιμο εμπορικό πλεονέκτημα. Το «ελληνικό» γιαούρτι χάθηκε γιατί κανείς δεν μπήκε στον κόπο να το υπερασπιστεί σοβαρά.

Αυτή είναι η εικόνα της χώρας: σκάνδαλα χωρίς ευθύνες, επιδοτήσεις χωρίς διαφάνεια, ύπαιθρος χωρίς υποδομές, παραγωγές χωρίς προστασία, και φυσικά, πρωθυπουργός χωρίς σχέδιο. Η Ελλάδα μετατρέπεται, μέρα με τη μέρα, σε θεατή της δικής της εθνικής υποχώρησης.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι σοβαρό. Αλλά δεν είναι το μόνο. Είναι το σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος: της εθνικής καχεξίας που τρέφεται από την ατιμωρησία, τον ωχαδερφισμό και τη μετατροπή του κράτους σε εργαλείο κομματικής επιβίωσης.

Κι όλα αυτά, όχι γιατί δεν υπάρχουν λύσεις, αλλά γιατί δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να εφαρμοστούν. Γιατί όσο το κράτος λειτουργεί για λίγους, όλοι οι υπόλοιποι —και η ίδια η χώρα— θα πληρώνουν το κόστος.