Τα τελευταία δέκα χρόνια η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Οι αριθμοί φαίνονται ενθαρρυντικοί: το ΑΕΠ αυξάνεται, η ανεργία μειώνεται, οι μισθοί παρουσιάζουν άνοδο.
Ωστόσο, η καθημερινότητα των πολιτών αποτυπώνει μια διαφορετική εικόνα. Οι τιμές βασικών αγαθών –του καφέ, του ψωμιού, των γαλακτοκομικών, των αυγών, του κοτόπουλου– αυξήθηκαν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από εκείνον των εισοδημάτων. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών συρρικνώθηκε, μετατρέποντας την επιβίωση σε άσκηση ισορροπίας.
Ο Έλληνας εργάζεται περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο, αλλά η αγοραστική του δύναμη στο τέλος του μήνα είναι μικρότερη. Δεν πρόκειται για σύμπτωση· είναι το αποτέλεσμα ενός οικονομικού μοντέλου που στηρίζεται υπερβολικά στην προσπάθεια και ελάχιστα στην παραγωγικότητα.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χαμηλή παραγωγή ανά ώρα εργασίας, γεγονός που οφείλεται σε χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι μικρές, οικογενειακές, χωρίς πρόσβαση σε τεχνολογία, κεφάλαια ή μηχανισμούς καινοτομίας. Οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη παραμένουν χαμηλές, ενώ η γραφειοκρατία και η αργή απονομή δικαιοσύνης υπονομεύουν κάθε προσπάθεια εξωστρέφειας.
Την ίδια στιγμή, η φυγή νέων επιστημόνων και εξειδικευμένων επαγγελματιών –η γνωστή «διαρροή εγκεφάλων»– αφαιρεί από τη χώρα το πιο ζωντανό και δημιουργικό κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού της. Το αποτέλεσμα είναι ένα παράδοξο: πολύς κόπος, μικρή απόδοση. Η Ελλάδα μοιάζει να δουλεύει σκληρά για να στέκεται στο ίδιο σημείο.
Η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει σταθερότητα και χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά δεν εξασφαλίζει ανάπτυξη από μόνη της. Η Ευρώπη είναι περισσότερο ένα πεδίο ανταγωνισμού παρά αλληλεγγύης. Κάθε κράτος-μέλος επιδιώκει να προσελκύσει επενδύσεις και να ενισχύσει τη δική του παραγωγική βάση.
Οι οικονομίες του Βορρά, ήδη εξοπλισμένες με ανεπτυγμένες υποδομές, ψηφιακά κράτη, ισχυρές βιομηχανίες και σταθερά ενεργειακά συστήματα, έχουν μικρό κίνητρο να δουν τον Νότο να αποκτά παρόμοια ισχύ. Τα κονδύλια που κατευθύνονται προς την Ελλάδα βοηθούν, αλλά δεν αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού.
Η πραγματική πρόοδος δεν θα προέλθει από επιδοτήσεις ή προσωρινές ενέσεις ρευστότητας, αλλά από ένα εθνικό σχέδιο που θα αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Η ενέργεια, η γεωγραφία, η γνώση και η δημιουργικότητα των ανθρώπων μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας νέας οικονομίας.
Στον ενεργειακό τομέα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει κόμβος πράσινης παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας. Με τον ήλιο, τον άνεμο και τη θάλασσα ως φυσικά πλεονεκτήματα, μπορεί να παράγει καθαρή ενέργεια, να εξάγει τεχνογνωσία και να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση.
Στη γεωγραφία της βρίσκεται ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα: τα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας μπορούν να μετατρέψουν τη χώρα σε εμπορική πύλη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, συνδέοντας την Ασία με τη Δύση.
Η επόμενη μεγάλη πρόκληση είναι η επένδυση στην καινοτομία και στη γνώση. Οι νέοι Έλληνες επιστήμονες, μηχανικοί, προγραμματιστές και ερευνητές μπορούν να δημιουργήσουν επιχειρήσεις αιχμής στους τομείς της ναυτιλιακής τεχνολογίας, της αγροτεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Η ουσιαστική σύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις μπορεί να μετατρέψει τη θεωρητική γνώση σε πρακτική εφαρμογή, δημιουργώντας αξία και θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.
Ο τουρισμός, ο πιο παραδοσιακός πυλώνας της οικονομίας, χρειάζεται ριζική αναβάθμιση. Η χώρα δεν χρειάζεται απλώς περισσότερους επισκέπτες αλλά καλύτερα σχεδιασμένο, ποιοτικό και βιώσιμο τουρισμό. Πολιτιστικός, ιατρικός, οικολογικός τουρισμός ή φιλοξενία για ψηφιακούς νομάδες μπορούν να αυξήσουν τα έσοδα χωρίς να εξαντλούν τους φυσικούς πόρους και τις υποδομές. Ο τουρισμός του μέλλοντος πρέπει να παράγει ποιότητα, όχι απλώς όγκους.
Η επιχειρηματική ελευθερία και η απλοποίηση των διαδικασιών είναι βασικά θεμέλια για μια υγιή ανάπτυξη. Ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, γρήγορες αδειοδοτήσεις, σαφείς κανόνες και αποτελεσματική δικαιοσύνη μπορούν να στείλουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι ανοιχτή σε ιδέες, επενδύσεις και καινοτομία. Μόνο έτσι θα σταματήσει ο φαύλος κύκλος της γραφειοκρατίας που σκοτώνει κάθε προσπάθεια δημιουργίας.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άδεια από κανέναν για να πετύχει. Χρειάζεται όραμα, συνέπεια και αποφασιστικότητα να επενδύσει εκεί όπου έχει πραγματική δύναμη. Μικρές χώρες όπως η Εσθονία ή το Ισραήλ απέδειξαν ότι με στρατηγική και ευελιξία μπορούν να σταθούν ισάξιες δίπλα σε μεγάλες δυνάμεις.
Η Ελλάδα διαθέτει στρατηγική θέση, φυσικό πλούτο και ανθρώπινο ταλέντο. Αυτό που της λείπει είναι η θεσμική σοβαρότητα, τίμια πολιτική ηγεσία και η πίστη στις ίδιες της τις δυνατότητες. Η επόμενη δεκαετία δεν θα κριθεί από τα κονδύλια που θα λάβει από την Ευρώπη, αλλά από το πώς θα χρησιμοποιήσει τα δικά της μέσα: τη γη, τον ήλιο, τη θάλασσα και, κυρίως, τον Έλληνα που εξακολουθεί να εργάζεται, να επιμένει και να ελπίζει.

