19 Ιουλίου, 2025
Οικονομία

Η Ελλάδα στο μάτι του κυκλώνα: Παγκόσμιες αναταράξεις από πιθανό αποκλεισμό των στενών του Ορμούζ

Η πιθανότητα να προχωρήσει το Ιράν σε αποκλεισμό των Στενών του Hormuz ως αντίδραση σε πιθανή στρατιωτική επίθεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις συνιστά εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη για την παγκόσμια οικονομία. Μια τέτοια κίνηση θα είχε σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ενέργειας και θα προκαλούσε βαθύ πλήγμα στη ροή πετρελαίου, με άμεσες επιπτώσεις στις τιμές, τη νομισματική σταθερότητα και τις διεθνείς αγορές. Ο διεθνής τύπος, συμπεριλαμβανομένου του EurAsian Times, προειδοποιεί για ενεργειακό σοκ πρωτοφανούς κλίμακας και παγκόσμια γεωπολιτική αποσταθεροποίηση.

Αναλυτές προβλέπουν ότι, σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης ή αποκλεισμού του Hormuz, η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent θα μπορούσε να εκτοξευθεί μεταξύ 150 και 200 δολαρίων το βαρέλι, από τα 85 δολάρια που κυμαίνεται σήμερα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), μια αύξηση 1% στην τιμή του πετρελαίου μεταφράζεται σε αύξηση του παγκόσμιου πληθωρισμού κατά 0,3 έως 0,4 ποσοστιαίες μονάδες. Οι διεθνείς χρηματαγορές αναμένεται να αντιδράσουν με έντονη αστάθεια, ενώ οι χώρες εισαγωγής ενέργειας, όπως η Ινδία, η Ιαπωνία, η Ελλάδα και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, θα αντιμετωπίσουν αυξημένα ελλείμματα και νομισματικές πιέσεις. Οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να καταφύγουν σε περιοριστική νομισματική πολιτική, επιβαρύνοντας περαιτέρω τις αναπτυξιακές τους προοπτικές.

Οι ασιατικές οικονομίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, καθώς μεγάλο ποσοστό του πετρελαίου που καταναλώνεται στην Κίνα (άνω του 40%), στην Ινδία (περίπου 35%), αλλά και στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα προέρχεται από τα Στενά του Hormuz. Αντίστοιχες συνέπειες αναμένονται και για χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ροές πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων μέσω της Μέσης Ανατολής. Πλήγμα θα δεχτούν και αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, που εισάγουν ενέργεια και πρώτες ύλες από την περιοχή.

Ακόμη και οι χώρες–παραγωγοί του Περσικού Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ, αναμένεται να υποστούν τεράστιες απώλειες εσόδων σε περίπτωση αποκλεισμού, καθώς η αδυναμία μεταφοράς του πετρελαίου τους θα προκαλέσει παράλυση των εξαγωγών, ανεξάρτητα από τη στάση τους στην κρίση.

Η Ελλάδα, ως χώρα που βασίζεται στον τουρισμό και στις εισαγωγές ενέργειας, εκτιμάται ότι θα υποστεί πολλαπλό πλήγμα. Παρότι ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να καθησυχάσει την κοινή γνώμη δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει κανένα σενάριο επίθεσης στη Σούδα», η γεωοικονομική ανασφάλεια επιδρά ήδη αρνητικά σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά, ο τουριστικός τομέας καταγράφει μαζικές ακυρώσεις αφίξεων από το Ισραήλ, ενώ αντίστοιχες ανησυχίες εκφράζονται και για τουρίστες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της αστάθειας στην περιοχή και της υποτίμησης του δολαρίου.

Ο κίνδυνος πλήγματος στον τουρισμό, που αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του ελληνικού ΑΕΠ, υπογραμμίζεται και σε έκθεση της Morgan Stanley. Η υποτίμηση του αμερικανικού νομίσματος ενδέχεται να περιορίσει την ελκυστικότητα της Ελλάδας για επισκέπτες από εκτός Ευρωζώνης, ενώ η ευρύτερη γεωπολιτική αβεβαιότητα ενδέχεται να οδηγήσει σε καθίζηση των τουριστικών εσόδων. Σύμφωνα με έρευνα του ΔΝΤ, κάθε υποτίμηση 10% ενός νομίσματος συνδέεται με μείωση της τάξης του 1,1% στις τουριστικές ροές.

Παράλληλα, το οικονομικό περιβάλλον επιβαρύνεται από υφιστάμενες δομικές αδυναμίες. Η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) προειδοποιεί για σοβαρό εξωτερικό έλλειμμα που φθάνει το 6,4% του ΑΕΠ, γεγονός που υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Η πτώση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 3,4% συνοδεύεται από συσσώρευση μη ρυθμισμένων δανείων ύψους 74 δισ. ευρώ σε εταιρείες διαχείρισης, ενώ η πλειοψηφία των πλειστηριασμών αποτυγχάνει. Παρά τις θετικές επιδόσεις στην ανάκαμψη, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σταθερά χαμηλή παραγωγικότητα και εξάρτηση από μη διατηρήσιμες πηγές εσόδων.

Το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης στον Περσικό Κόλπο ανησυχεί έντονα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διατηρούν στρατιωτικές βάσεις στο Μπαχρέιν, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Ουάσιγκτον εκτιμά πως η ελευθερία ναυσιπλοΐας μέσω του Hormuz είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της περιφερειακής ισορροπίας. Πέρα από τον στρατηγικό παράγοντα, η ενδεχόμενη αύξηση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας θα προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού και πιθανές επιπτώσεις στις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη σχετική ενεργειακή αυτάρκεια των ΗΠΑ.

Προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τα Στενά του Hormuz, οι χώρες του Κόλπου έχουν προχωρήσει στην κατασκευή παρακαμπτήριων αγωγών. Ο East-West Pipeline της Σαουδικής Αραβίας μπορεί να μεταφέρει έως 5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως προς την Ερυθρά Θάλασσα, ενώ ο αγωγός Habshan–Fujairah των ΗΑΕ έχει χωρητικότητα 1,5 εκατομμυρίου βαρελιών. Ωστόσο, τα εναλλακτικά αυτά δίκτυα δεν καλύπτουν ούτε το ένα τρίτο της ημερήσιας κίνησης των 20 εκατομμυρίων βαρελιών μέσω του Hormuz.

Οι χώρες του ΟΟΣΑ διατηρούν στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν τη δυνατότητα απελευθέρωσης περίπου 4,4 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως για χρονικό διάστημα έως 90 ημερών. Παρόλα αυτά, πρόκειται για προσωρινά μέτρα και όχι για μακροπρόθεσμες λύσεις σε περίπτωση παρατεταμένης κρίσης.

Η πιθανή διαταραχή στις ροές ενέργειας μέσω του Hormuz θα επιταχύνει τη στροφή προς εναλλακτικές πηγές ενέργειας, την ενίσχυση της ενεργειακής αυτάρκειας και τη διαφοροποίηση προμηθευτών. Αναμένονται αυξημένα ασφάλιστρα στις θαλάσσιες μεταφορές, ενώ ο τομέας της άμυνας θα υποστεί αναδιάταξη προτεραιοτήτων, με αύξηση δαπανών και εμβάθυνση των περιφερειακών συνεργασιών.

Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ακόμη και σε προηγούμενες περιόδους εντάσεων, όπως κατά τη δεκαετία του 1980 με τον «Πόλεμο των Τάνκερ» ή τις επιθέσεις του 2019 σε τάνκερ και drones, το Hormuz παρέμεινε ανοικτό. Ωστόσο, ακόμη και χωρίς φυσικό αποκλεισμό, οι απειλές είναι αρκετές για να προκαλέσουν σημαντικές αναταράξεις στις αγορές.

Σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, το Στενό του Hormuz αποτελεί αναντικατάστατο κόμβο για το παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας. Από εκεί διέρχεται το 30% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου αργού πετρελαίου, με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, τα ΗΑΕ, το Κουβέιτ και το Ιράν να εξάγουν δεκάδες εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Επιπλέον, σημαντικές ποσότητες LNG και άλλων ενεργειακών προϊόντων διακινούνται μέσω του Στενού, με το Κατάρ να μεταφέρει μέσω αυτής της οδού το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών του.

Οποιαδήποτε απόπειρα περιορισμού ή αποκλεισμού της διόδου αυτής αναμένεται να έχει άμεσο και εκτεταμένο αντίκτυπο στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις στην ενεργειακή ασφάλεια, τη νομισματική σταθερότητα και τη γεωπολιτική ισορροπία.