Σε μια εποχή που η Ευρώπη διακηρύσσει διαφάνεια, θεσμική λογοδοσία και κράτος δικαίου, η Ελλάδα φαίνεται να πρωταγωνιστεί σε μια σκοτεινή πλευρά της ευρωπαϊκής πραγματικότητας: εκείνη της διαφθοράς, των πελατειακών σχέσεων και της ατιμωρησίας. Οι στατιστικές είναι αποκαρδιωτικές, οι διεθνείς δείκτες αμείλικτοι και οι υποθέσεις που βγαίνουν στη δημοσιότητα επιβεβαιώνουν πως το πρόβλημα δεν είναι συγκυριακό, αλλά δομικό.
Η χώρα καταγράφεται σταθερά στις πρώτες θέσεις των πιο διεφθαρμένων κρατών της Ε.Ε., με δείκτες όπως εκείνος της Transparency International να κατατάσσουν την Ελλάδα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η εικόνα αυτή δεν προκύπτει μόνο από τους αριθμούς: τα σκάνδαλα με μίζες σε δημόσιες συμβάσεις, τα «δώρα» σε γιατρούς από φαρμακευτικούς κολοσσούς, η χειραγώγηση των ΜΜΕ μέσω κρατικής διαφήμισης και τα δίκτυα «ημετέρων» σε υπουργεία και οργανισμούς αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Από την υπόθεση Novartis μέχρι τα σκάνδαλα στο Υπουργείο Πολιτισμού, την υπόθεση με τα εξοπλιστικά και τα «μαύρα ταμεία» των κομμάτων, η ετυμηγορία της κοινής γνώμης είναι ξεκάθαρη: η διαφθορά στην Ελλάδα είναι πολιτικά ανεκτή και θεσμικά συγκαλυμμένη. Σπανίως τιμωρείται, σχεδόν ποτέ δεν ερευνάται εις βάθος, ενώ όποτε φτάνει σε δικαστικό επίπεδο, συνήθως καταλήγει σε… παραγραφές ή αθωώσεις.
Πώς να εμπιστευθεί ο πολίτης τη Δικαιοσύνη όταν υποθέσεις με πολιτικά πρόσωπα θάβονται στα συρτάρια; Πώς να πιστέψει στη διαφάνεια, όταν ακόμη και τα «πόθεν έσχες» των βουλευτών εμφανίζονται «πειραγμένα»; Πώς να εμπιστευθεί το κράτος, όταν κρατικοί λειτουργοί διορίζονται όχι βάσει αξιοκρατίας αλλά με κομματικά κριτήρια;
Η διαφθορά ως πολιτική κανονικότητα
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι μόνο τα μεμονωμένα σκάνδαλα, αλλά η θεσμική νομιμοποίηση μιας κουλτούρας διαφθοράς, η οποία συντηρείται και αναπαράγεται από ένα διαχρονικό κομματικό σύστημα εξουσίας. Πολιτικοί που μεταπηδούν από δημόσιες θέσεις σε εταιρείες που επόπτευαν, κρατικές συμβάσεις που δίνονται με απευθείας αναθέσεις, ΜΚΟ που λειτουργούν ως πλυντήρια κρατικών κονδυλίων, και ΜΜΕ που σιτίζονται από τη διαφήμιση της κυβέρνησης με αντάλλαγμα τη σιωπή.
Η περίφημη «Λίστα Πέτσα» δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα: εκατομμύρια ευρώ διοχετεύθηκαν σε φιλικά μέσα ενημέρωσης για να προβάλλουν την κυβερνητική γραμμή κατά την πανδημία, αποκλείοντας ανεξάρτητες ή ενοχλητικές φωνές. Και το χειρότερο: χωρίς θεσμική λογοδοσία, χωρίς αξιολόγηση του κόστους/οφέλους, χωρίς καν μια συγγνώμη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. έχουν εδώ και καιρό εντοπίσει τις παθογένειες της ελληνικής διακυβέρνησης. Στις ετήσιες εκθέσεις για το κράτος δικαίου καταγράφονται ανησυχίες για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, για τον έλεγχο των ΜΜΕ, για την αδιαφάνεια στις δημόσιες συμβάσεις και την αναξιοπιστία των ελεγκτικών μηχανισμών.
Κι όμως, ουσιαστικές κυρώσεις δεν υπάρχουν. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια συνεχίζουν να ρέουν, ακόμη κι όταν καταλήγουν σε «ημέτερους». Η διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: εταιρείες με διασυνδέσεις στα κόμματα παίρνουν προγράμματα εκατομμυρίων, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, ενώ μικρές επιχειρήσεις ή μη ευνοούμενοι μένουν εκτός.
Το τίμημα της διαφθοράς δεν είναι μόνο ηθικό ή πολιτικό. Είναι οικονομικό, θεσμικό και κοινωνικό. Αποτρέπει επενδύσεις, υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, τροφοδοτεί τη φυγή του πιο μορφωμένου δυναμικού στο εξωτερικό. Δημιουργεί μια κοινωνία καχυποψίας, κυνισμού και παραίτησης, στην οποία κυριαρχεί η αντίληψη πως «όλοι είναι ίδιοι» και «τίποτα δεν αλλάζει».
Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο η διαφθορά υπονομεύει τους θεσμούς, οι αδύναμοι θεσμοί επιτρέπουν τη διαιώνιση της διαφθοράς, και το πολιτικό σύστημα συντηρεί το σάπιο οικοδόμημα γιατί το εξυπηρετεί.
Η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα υπό την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παρουσιάζει ένα ζοφερό σκηνικό, όπου η χώρα διεκδικεί με άνεση και χωρίς ουσιαστικό ανταγωνισμό την πρωτοκαθεδρία στην πανευρωπαϊκή διακίνηση λοβιτούρας, μιζών και αδιαφανών διαδικασιών που μοιάζουν να παράγουν «αμνοερίφια» και βοσκοτόπια από το πουθενά. Κάθε πτυχή της δημόσιας διοίκησης που σχετίζεται με τη διαχείριση ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων – είτε πρόκειται για τη Σύμβαση 717 που συνδέεται με την τραγωδία των Τεμπών, είτε για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, το Τελωνείο Πειραιώς, ή τη Σύμβαση 635 για τη σιδηροδρομική γραμμή Τιθορέα – Δομοκός της ΕΡΓΟΣΕ – ελέγχεται από μία διαρκή απάτη και κακοδιαχείριση, την οποία παρακολουθούν με ενδιαφέρον και συχνά απορία οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Αυτή η κατάσταση δεν είναι απλώς ένα μεμονωμένο πρόβλημα, αλλά μια οριζόντια και κάθετη εκτεταμένη πραγματικότητα που καθιστά δύσκολη την πίστη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δρα με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Η εικόνα του πρωθυπουργού που παραπαίει στο διεθνές σκηνικό, αναζητώντας ακόμη και μία κουβέντα από τον Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος τον αγνοεί επιδεικτικά – δημιουργεί την ανάγκη για ένα άλλο μήνυμα: αυτό της διακριτής πρωτοκαθεδρίας. Και πράγματι, αυτό το μήνυμα περνά, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο: η Ελλάδα ξεχωρίζει στο πανευρωπαϊκό γίγνεσθαι ως το επίκεντρο ποινικών ερευνών οικονομικού χαρακτήρα, με τη συμμετοχή ευρωπαϊκών αρχών που στέλνουν εισαγγελείς και γραφειοκράτες για να διερευνήσουν τη συστηματική κακοδιαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων.
Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα μας «λάμπει» ξανά, αλλά όχι για λόγους τιμής ή προόδου, παρά για τη θλιβερή φήμη της που προσελκύει τους Ευρωπαίους εισαγγελείς, όπως οι Κάννες προσελκύουν τους λάτρεις του κινηματογράφου.
Τέλος, αξίζει να σταθεί κανείς στην ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία με μια διακριτικότητα σχεδόν «μαγική», παραμένει ανενόχλητη και ουσιαστικά απούσα από την καταπολέμηση αυτών των αδικημάτων. Η πολιτική ελίτ απολαμβάνει τη «ζεστή» προστασία της, γνωρίζοντας ότι τα όποια ατοπήματά της θεωρούνται είτε νόμιμα είτε παραγεγραμμένα. Η Δικαιοσύνη, όπως φαίνεται, έχει ως βασική αποστολή όχι την τήρηση του νόμου και τη δικαιοσύνη, αλλά την αναπαραγωγή της εξουσίας που την τροφοδοτεί, επιβεβαιώνοντας έτσι ένα διαρκές κύκλο ατιμωρησίας και διαφθοράς.
Η αντιμετώπιση αυτής της παθογένειας δεν μπορεί να γίνει με ημίμετρα, επικοινωνιακά τρικ ή “μεταρρυθμίσεις” από τους ίδιους τους ωφελούμενους του συστήματος. Απαιτείται βαθιά θεσμική ρήξη, με ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, απόλυτη διαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, ηλεκτρονική παρακολούθηση όλων των κρατικών συμβάσεων και αυστηρές ποινές χωρίς παραγραφές για πολιτικά πρόσωπα.
Αλλά κυρίως απαιτείται πολιτική βούληση και κοινωνική απαίτηση. Όσο οι πολίτες συνεχίζουν να ανεχόμαστε, να δικαιολογούμε ή να αδιαφορούμε, τόσο το σύστημα θα αναπαράγει τα ίδια πρότυπα.
Η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει, αλλά μόνο αν αποφασίσει να γκρεμίσει το οικοδόμημα της διαφθοράς και να οικοδομήσει μια νέα πολιτική και θεσμική κουλτούρα. Μέχρι τότε, ο τίτλος του “πανευρωπαϊκού πρωταθλητή στη διαφθορά” θα μας συνοδεύει. Και δεν θα είναι ούτε τιμητικός, ούτε άδικος.