Η Ελλάδα, αν και εμφανίζεται με εντυπωσιακές επιδόσεις στους τομείς του τουρισμού και της ακίνητης περιουσίας, παραμένει εγκλωβισμένη σε δομές εξουσίας που κυριαρχούνται από μια μικρή ομάδα ισχυρών οικογενειών. Αυτές οι οικογένειες ελέγχουν την πλειοψηφία των πόρων της χώρας και τις αποφάσεις που καθορίζουν την κατεύθυνση της οικονομίας και της πολιτικής. Αυτή η κατάσταση, σύμφωνα με άρθρο του Guardian, αποτυπώνει την ένταση ανάμεσα στην ανάπτυξη της χώρας και την αίσθηση ότι η Ελλάδα παραμένει «προβληματική», εγκλωβισμένη σε παλιές, δυσλειτουργικές δομές εξουσίας.
Η ανάπτυξη του Ελληνικού, ενός μεγάλου έργου που περιλαμβάνει πολυτελή ακίνητα, τουριστικά συγκροτήματα, εμπορικά κέντρα, μαρίνα και αθλητικές εγκαταστάσεις, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγκρουσης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προβάλλει το έργο ως σύμβολο της αναγέννησης και της δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζοντας την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Ωστόσο, οι επικριτές θεωρούν ότι το Ελληνικό αποτελεί απλώς έναν ακόμα χώρο ανάπτυξης για τους υπερπλούσιους και τους ξένους, με την περιουσία αυτή να προέρχεται από δημόσια γη που πουλήθηκε σε εξευτελιστική τιμή. Παράλληλα, οι καθημερινοί Έλληνες συνεχίζουν να βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να παραμένει στάσιμο, ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν.
Το Ελληνικό, που καταλαμβάνει μια έκταση 6,2 τετραγωνικών χιλιομέτρων και φιλοξενούσε το παλιό αεροδρόμιο της Αθήνας, αποτέλεσε για δεκαετίες σύμβολο της ανάπτυξης και των φιλοδοξιών της χώρας. Στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, η περιοχή αυτή αποτέλεσε το επίκεντρο σημαντικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, που συνδέονται με την άνοδο, την πτώση και την προσπάθεια ανασυγκρότησης της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης πριν από την κρίση του 2008, η Ελλάδα είχε καταφέρει να ενταχθεί στο ενιαίο νόμισμα του ευρώ, ενώ αναδείχθηκε ως πόλος έλξης για τουρίστες και επενδύσεις. Ο εκσυγχρονιστής σοσιαλιστής πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και η οικονομική ευημερία έδωσαν την εικόνα μιας χώρας που κινείται προς το μέλλον με δυναμισμό. Ωστόσο, η κρίση του χρέους το 2009 ανέδειξε τις εγγενείς αδυναμίες της χώρας. Η αθέτηση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων και η αποκάλυψη της χειραγώγησης των στοιχείων οδήγησαν στην κατάρρευση, ενώ η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ζητήσει βοήθεια από την ΕΕ και το ΔΝΤ μέσω τριών πακέτων διάσωσης.
Η κρίση του χρέους είχε σοβαρές συνέπειες στην οικονομία της χώρας, με αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ κατά 26%, τη μαζική ανεργία και την αύξηση της φτωχοποίησης. Επίσης, το φαινόμενο του «brain drain», με χιλιάδες νέους Έλληνες να φεύγουν στο εξωτερικό, κατέδειξε τις σοβαρές αδυναμίες του συστήματος. Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στη συνέχεια και η επικράτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρχικά υποσχέθηκε να καταργήσει τα μνημόνια, κατέληξε σε μια σειρά από υποχωρήσεις στις απαιτήσεις των πιστωτών, γεγονός που αποδυνάμωσε περαιτέρω το πολιτικό σύστημα.
Η υπογραφή των συμφωνιών για τις ιδιωτικοποιήσεις και η πώληση του ΟΛΠ στην κινεζική Cosco, καθώς και η πώληση του Ελληνικού, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο η Ελλάδα οδηγήθηκε σε ένα καθεστώς οικονομικής εξάρτησης και πολιτικής αδυναμίας. Το Ελληνικό πέρασε στον Σπύρο Λάτση, έναν από τους ισχυρότερους Έλληνες επιχειρηματίες, ο οποίος μέσω του κονσόρτσιουμ Lamda Development, ανέλαβε την ανάπτυξή του.
Ωστόσο, παρά τις επίμονες διαμαρτυρίες και τις δικαστικές εμπλοκές, το έργο του Ελληνικού ξεκίνησε το 2023. Η ανέγερση του Πύργου Ριβιέρα και άλλων πολυτελών εγκαταστάσεων δείχνει τη στροφή προς το τουριστικό και καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη για συνολική κοινωνική ανασυγκρότηση. Η πρόβλεψη για τη δημιουργία ενός δημόσιου πάρκου στον χώρο, αν και θετική, δεν αρκεί για να εξισορροπήσει την εντύπωση ότι το έργο εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντα των υπερπλουσίων και όχι των απλών πολιτών.
Όπως υπογραμμίζει ο Guardian, το Ελληνικό αποτελεί το επίκεντρο μιας έντονης διαφωνίας για το αν αυτή η νέα αναπτυξιακή φάση μπορεί να είναι βιώσιμη και ανησυχητικά υπενθυμίζει την «κλειστή» και ελιτίστικη φύση της οικονομίας, η οποία, παρά τις εντυπωσιακές επιδόσεις της στον τουρισμό και τις επενδύσεις, παραμένει ευάλωτη στις παλιές δομές εξουσίας και αδικίας.
Αν και η Ελλάδα δείχνει να καταγράφει οικονομική ανάπτυξη, για πολλούς πολίτες η κατάσταση παραμένει δυσχερής. Η ανεργία έχει μειωθεί, αλλά οι μισθοί και οι συντάξεις αυξάνονται ελάχιστα, ενώ ο πληθωρισμός, ιδιαίτερα στα ενοίκια, έχει επιδεινώσει το βιοτικό επίπεδο. Ο τομέας της υγείας, της παιδείας και οι δημόσιες συγκοινωνίες παραμένουν σε κακή κατάσταση, χωρίς ουσιαστική ανασυγκρότηση από την περίοδο της κρίσης.
Η κοινωνική αναταραχή παραμένει έντονη. Η έλλειψη λογοδοσίας για την τραγωδία της μετωπικής σύγκρουσης τρένων το 2023, που κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, εντείνει την απογοήτευση των πολιτών. Το γεγονός αυτό ανέδειξε σοβαρές αποτυχίες στη δημόσια ασφάλεια και εγείρει κατηγορίες για πολιτική συγκάλυψη.
Στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που θεωρείται το «Νταβός» της Ελλάδας, η ατμόσφαιρα διαταράχθηκε από γενική πανελλαδική απεργία για τα θέματα των μισθών και των δημόσιων υπηρεσιών. Η απεργία απέτρεψε τη συμμετοχή πολλών ξένων αντιπροσώπων, γεγονός που έφερε τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη σε δύσκολη θέση. Ωστόσο, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να προβάλει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, επισημαίνοντας την υπεροχή της έναντι άλλων ευρωπαϊκών κρατών και επικρίνοντας τη Γερμανία για τη σφιχτή στάση της στην κρίση χρέους. «Δεν είμαστε πια το άρρωστο παιδί της Ευρώπης», δήλωσε, τονίζοντας τις οικονομικές επιτυχίες της χώρας.
Η Ελλάδα κατέγραψε υγιές πρωτογενές πλεόνασμα και ο οίκος αξιολόγησης S&P αναβάθμισε τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα BBB, ενισχύοντας την εικόνα της ως αξιόπιστου επενδυτικού προορισμού. Παρά ταύτα, τα οικονομικά αποτελέσματα της χώρας εξακολουθούν να στηρίζονται κυρίως στους τομείς του τουρισμού, των ακινήτων και της ναυτιλίας, και όχι σε ουσιαστική ανάπτυξη της βιομηχανίας ή της καινοτομίας. Ο Νίκος Μαλκουτζής, αρχισυντάκτης της οικονομικής ιστοσελίδας MacroPolis, αναφέρει ότι «όταν ξύσεις κάτω από την επιφάνεια των μακροοικονομικών στοιχείων, υπάρχει σκοτάδι». Η χώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις, όπως η υποεπένδυση σε βασικούς τομείς, όπως η προστασία από φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Μια άλλη σημαντική πρόκληση είναι η κυριαρχία ενός περιορισμένου αριθμού πολιτικά διασυνδεδεμένων ολιγαρχικών οικογενειών, οι οποίες συνεχίζουν να ελέγχουν την ελληνική οικονομία, ενώ η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ και η διαφθορά παραμένουν αμετάβλητες. Η Ελλάδα παραμένει χαμηλά στην κατάταξη της ΕΕ όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου.
Έτσι, παρά τις εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις, η «νέα Ελλάδα» μοιάζει ανησυχητικά με την «παλιά Ελλάδα» — μια χώρα με ισχυρά δημόσια οικονομικά, αλλά γεμάτη κοινωνικές και οικονομικές ανισορροπίες. Αυτές οι ανισορροπίες μπορεί να ξαναπροκύψουν και να αποτελέσουν μια απειλή για τη σταθερότητα της χώρας στο μέλλον, με τις ιστορικές της πληγές να μην έχουν ακόμα επουλωθεί πλήρως.