15 Νοεμβρίου, 2025
Dislike

Η Ελλάδα εγκαταλείπει τα παιδιά της στη Γερμανία

Είναι πραγματικά θλιβερό να διαπιστώνει κανείς πως το ελληνικό κράτος δείχνει να ξεχνά τα ίδια του τα παιδιά. Την ώρα που οι Έλληνες της διασποράς στη Γερμανία αυξάνονται ξανά, ως αποτέλεσμα των νέων μεταναστευτικών ρευμάτων της τελευταίας δεκαετίας, το εκπαιδευτικό πλαίσιο που θα έπρεπε να στηρίζει τη γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα καταρρέει σιωπηλά. Εκεί όπου κάποτε λειτουργούσαν περισσότερα από 150 τμήματα και σχολικές μονάδες ελληνικής γλώσσας, σήμερα παραμένουν ενεργά λιγότερα από τριάντα, ενώ οι διαθέσιμοι εκπαιδευτικοί έχουν μειωθεί από πεντακόσιους σε μόλις δεκαπέντε.

Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι απλώς στατιστικά δεδομένα. Αντικατοπτρίζουν τη σταδιακή αποδόμηση μιας πολιτικής που, αντί να επεκτείνει την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, την αφήνει να συρρικνώνεται. Και αυτή η συρρίκνωση δεν αφορά μόνο τη γνώση της γλώσσας, αλλά κάτι βαθύτερο: τη διατήρηση της ταυτότητας και του δεσμού των νέων γενιών με τη χώρα καταγωγής τους.

Το πρόβλημα έχει αναδειχθεί με κάθε τρόπο από τους ομογενειακούς φορείς. Η Συνομοσπονδία Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων των Τμημάτων Ελληνικής Γλώσσας στη Βάδη–Βυρτεμβέργη έχει αποστείλει επανειλημμένα επιστολές προς το Υπουργείο Παιδείας, προειδοποιώντας για το αδιέξοδο. Πρόσφατα, γονείς και παιδιά συγκεντρώθηκαν στη Στουτγάρδη για να εκφράσουν δημόσια την αγωνία τους, δημιουργώντας ένα βίντεο με σκοπό να ευαισθητοποιήσουν τους αρμοδίους. Η πρωτοβουλία αυτή δεν ήταν μια απλή διαμαρτυρία, αλλά μια πράξη αγάπης προς τη γλώσσα και την πατρίδα, μια προσπάθεια να ακουστεί η φωνή μιας κοινότητας που ζητά απλώς το αυτονόητο: να έχει πρόσβαση στη μητρική της γλώσσα.

Η απάντηση της πολιτείας, ωστόσο, υπήρξε απογοητευτική. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις, δεν υπήρξε ουσιαστική παρέμβαση, ούτε δέσμευση για την αποστολή νέων εκπαιδευτικών ή την ενίσχυση των σχολείων. Η έλλειψη πόρων προβάλλεται ως δικαιολογία, την ώρα που η ελληνική πολιτεία εξακολουθεί να οργανώνει συνέδρια, να χρηματοδοτεί προβολές της ομογένειας και να στέλνει ψηφοδέλτια στους Έλληνες του εξωτερικού για να συμμετέχουν στις εκλογές. Υπάρχουν, λοιπόν, πόροι για την πολιτική προβολή, αλλά όχι για τη διατήρηση της γλώσσας, που είναι ο βασικός πυρήνας της εθνικής ταυτότητας.

Κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές, η ομογένεια γίνεται αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος. Οι πολιτικοί θυμούνται τους «πρεσβευτές του Ελληνισμού» και φωτογραφίζονται σε παρελάσεις και εθνικές επετείους, υποσχόμενοι στήριξη και ενίσχυση. Μόλις, όμως, σβήσουν τα φώτα, η πραγματικότητα επανέρχεται στην ίδια ακινησία: σχολεία χωρίς δασκάλους, τμήματα που καταργούνται, μαθητές που προσπαθούν να μάθουν ελληνικά μέσω διαδικτυακών μαθημάτων ή εθελοντικών πρωτοβουλιών, χωρίς θεσμική υποστήριξη.

Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μάθημα· είναι η μνήμη και η συνέχεια ενός λαού. Είναι ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά των μεταναστών διατηρούν τον σύνδεσμό τους με την ιστορία, την οικογένεια και τον πολιτισμό τους. Όταν το κράτος επιτρέπει να σβήσει αυτή η γλωσσική φλόγα, διαρρηγνύει έναν δεσμό που καμία πολιτική καμπάνια δεν μπορεί να αποκαταστήσει.

Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και όλες τις προηγούμενες. Η αδράνεια έχει γίνει διαχρονική, και η σιωπή έχει μετατραπεί σε συνενοχή. Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα, ως διοικητική λεπτομέρεια, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί ζήτημα εθνικής συνέχειας.

Αν ένα παιδί Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία πάψει να μιλά ελληνικά, δεν θα φταίει το ίδιο. Θα φταίει η πατρίδα που δεν του έδωσε τη δυνατότητα να το μάθει. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, που επιβιώνει μόνο μέσα από τη διδασκαλία και τη χρήση της. Όταν στερούμε από τα παιδιά μας αυτό το δικαίωμα, ουσιαστικά αποκόπτουμε τη ρίζα τους από το δέντρο της κοινής μας μνήμης.

Τα έθνη δεν χάνονται επειδή φτωχαίνουν οικονομικά. Χάνονται όταν πάψουν να πιστεύουν στη σημασία της παιδείας και της γλώσσας τους. Αν η Ελλάδα επιθυμεί να διατηρήσει ζωντανό τον δεσμό με τη διασπορά της, πρέπει να ξεκινήσει από τα θεμέλια: από τα σχολεία, από τους εκπαιδευτικούς, από τη φροντίδα προς τα παιδιά που προσπαθούν να κρατήσουν τη φλόγα της γλώσσας αναμμένη σε μια ξένη χώρα.

Η στήριξη της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό δεν είναι φιλανθρωπία, ούτε πολιτική πολυτέλεια αλλά υποχρέωση ενός κράτους που θέλει να λέγεται σύγχρονο και υπεύθυνο. Και είναι ίσως ο πιο ουσιαστικός τρόπος για να αποδείξει ότι δεν έχει ξεχάσει τα παιδιά του.