Τον Ιούλιο του 1943 ο Γεώργιος Παπανδρέου απέστειλε στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και στον Ουίνστον Τσώρτσιλ ένα κείμενο που υπερέβαινε την εποχή του — ανάλυση και μανιφέστο μαζί, όπου μεταξύ άλλων διατύπωνε τις γνωστές του επιφυλάξεις για τον «κομμουνιστικό πανσλαβισμό», τον «φιλελεύθερο αγγλοσαξονισμό» και την ανάγκη αναγνώρισης αλληλοσυμπληρούμενων συμφερόντων. Το ίδιο έγγραφο, όπως είναι γνωστό, οδήγησε τελικά στην τοποθέτησή του ως πρωθυπουργού της εξόριστης κυβέρνησης τον Απρίλιο του 1944, κατόπιν απαίτησης του Τσώρτσιλ· ταυτόχρονα όμως ο Παπανδρέου διατηρούσε επικοινωνία και με τον Σιάντο για πιθανή συνεργασία με το ΕΑΜ — μια πρακτική «εξασφάλισης επιλογών» που σήμερα θα ονομάζαμε hedging.
Αυτή η ιστορική αναφορά δεν γίνεται από νοσταλγία αλλά ως υπενθύμιση: η ρευστότητα, η πολυπραγμοσύνη και η ικανότητα προσαρμογής της ελληνικής (και κυπριακής) πολιτικής ελίτ υπήρξαν συχνά πολύτιμες ιδιότητες — και μπορούν να αποβούν χρήσιμες και σήμερα, εφόσον ευθυγραμμιστούν με τις νέες γεωστρατηγικές ισορροπίες. Η πιο επιτακτική πρόκληση για τα ελληνικά συμφέροντα είναι σήμερα η έγκαιρη και ρεαλιστική συνεννόηση με τη Ρωσία, ώστε να κατοχυρωθούν πολιτικές επιλογές που θα υπηρετούν την τρισυπόστατη στρατηγική μας σε Μεσόγειο, Ευρώπη και Βαλκάνια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν απλώς δυσχεραίνει τη θέση της συλλογικής Δύσης· επιτάχυνε εξελίξεις που καταδεικνύουν την αποτυχία της απρόβλεπτα επεκτατικής στρατηγικής ΕΕ και ΝΑΤΟ — μιας πολιτικής που έχει τις ρίζες της στην πεποίθηση μονοπολικής σταθερότητας. Η ευρωατλαντική εξάπλωση στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ στηρίχθηκε εξαρχής σε ασταθή θεμέλια, και η γενικευμένη ρωσοφοβία, αν και με ιστορικά παρανοημένα ερείσματα σε ορισμένες χώρες, αδυνατεί πια να εξηγήσει ή να συγκρατήσει τα ρεύματα ανασύνθεσης.
Η περιφερειακή συμπάθεια προς τη Ρωσία διαφέρει βαθιά, ενώ Βούλγαροι, Τσέχοι και Σλοβάκοι εμφανίζουν παραδοσιακές φιλορωσικές κλίσεις, Ρουμάνοι, Πολωνοί και Ούγγροι κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση — και παρ’ όλα αυτά παντού βλέπουμε ριζικές κοινωνικές αναδιαρθρώσεις που αποδομούν το κυρίαρχο, επιβάλλοντας νέα status quo. Στην περίπτωση της Ρουμανίας μάλιστα, οι παλαιότερες μεσοπολεμικές τεχνικές χειραγώγησης εμφανίστηκαν ξανά κατά τις προεδρικές αναμετρήσεις.
Στην Ανατολική Ευρώπη εξελίσσεται αυτό που ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι είχε περιγράψει ως οργανική απόρριψη των σοβιετικού τύπου καθεστώτων — τώρα όμως η απόρριψη στρέφεται κατά των στερεοτύπων ευρωατλαντικών συμμαχιών που επιβλήθηκαν από μια αποφασισμένη, αλλότρια ηγεμονική σφαίρα. Κάθε εξουσία, για να επιβιώσει, χρειάζεται κοινωνικούς συμμάχους και να μοιράζει προνόμια· αλλά το οικοδόμημα που αναδείχθηκε μετά το 1989 και κυρίως μετά το 2004, πλέον φαίνεται να λειτουργεί αποκλειστικά υπέρ μιας εξαιρετικά στενής ελίτ — ευρωγραφειοκρατών, παρασιτικών «fact‑checkers» και τοπικών εντολοδοτών επιχειρηματικών και χρηματοοικονομικών συμφερόντων.
Στην καρδιά αυτής της δομής βρίσκονται ιδρύματα και ΜΚΟ που, εν πολλοίς, χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από δημόσιους πόρους τρίτων χωρών· μια διασύνδεση που υποτίθεται πως θα περιόριζε τη ρωσική επιρροή, αλλά απέτυχε να παράξει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Πίσω από αυτά τα δίκτυα, αναφέρει κανείς την παρέμβαση ενός αμερικανού πολυδισεκατομμυριούχου και των ιδρυμάτων του — φορέων που αναμένεται να βρεθούν σύντομα αντιμέτωποι με νομικές δυσκολίες — και μάλιστα με ιδεολογικές αφετηρίες που δεν επέτρεψαν την πλήρη κατανόηση στρατηγικών παραμέτρων, όπως θα το υπέδειξε ο Θουκυδίδης.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, εμφανίζεται ως μια συντηρητική, πολυεθνική δύναμη με μακρά ιστορία, ικανή να προσφέρει σε παραδοσιακούς παράγοντες της Ανατολικής Ευρώπης ένα σύγχρονο πρόταγμα συντηρητισμού και τεχνολογικής ισχύος — χωρίς την κοινωνική αποσύνθεση και τις οργανωμένες διαιρέσεις που συχνά χαρακτηρίζουν την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για την Ελλάδα, η αντίθεση προς τη ρωσική επιρροή μπορεί να είχε σημασία σε άλλες εποχές (1878, 1912, 1936), όμως το διεθνές περιβάλλον του 2025 καθιστά τέτοιες αντιθέσεις αναχρονιστικές. Υπενθυμίζεται μάλιστα πως η τελευταία σημαντική εδαφική διεύρυνση της Ελλάδας (1947) συνέβη μέσα σε ένα πλαίσιο προσέγγισης προς τη Μόσχα.
Στο Κυπριακό, ο αρνητικός ρόλος των Βρετανών αποδίδεται ως κεντρικός παράγοντας των δεινών· οι Ρώσοι κατηγορήθηκαν για επιρροές που τροφοδότησαν την αντίθεση του ΑΚΕΛ, αλλά παραδέχεται το κείμενο και την ελληνική ευθύνη, όταν η Αθήνα σκεφτόταν ότι ορισμένα συμβιβαστικά βήματα (π.χ. διεθνής διάσκεψη) θα προκαλούσαν αδικαιολόγητο φόβο — και πάντα με την αιχμή της κριτικής σε διπλωματικές επιλογές και ανθρώπους του ΥΠΕΞ που θεωρούνται προδοτικές.
Στα Βαλκάνια, τα ελληνικά και ρωσικά συμφέροντα συγκλίνουν: επιθυμία για αποσταθεροποίηση της Αλβανίας, αλλαγή του καθεστώτος στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη προς όφελος της σερβικής επιρροής, και μίξη δυνάμεων που θα οδηγήσει σε μια ανασύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβίας υπό σερβικό κορμό — με αναφορά και στις συνθήκες που επέβαλλαν την ονομαστική συμφωνία για το γειτονικό κράτος. Στη Μεσόγειο, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις θα έχουν αναπόφευκτες συγκρούσεις, παρά τις περιστασιακές συμπλεύσεις — και η Ελλάδα βλέπει τα συμφέροντά της στη νίκη των δυνάμεων που αντιμάχονται την τουρκική επιρροή στη Λιβύη, στην αντιμετώπιση του νεο‑οθωμανισμού και στην απομάκρυνση των βρετανικών βάσεων από την Κύπρο — στόχος που θεωρείται εφικτός και ευθυγραμμισμένος με τη ρωσική πολιτική.
Ωστόσο, επισημαίνεται ρητά ότι κανείς δεν πρόκειται να διεξαγάγει τους πολέμους των άλλων· το ιστορικό παράδειγμα της Κύπρου το 1974 υπενθυμίζει πόσο εσφαλμένο είναι να περιμένει κανείς από μία ξένη δύναμη να αναλάβει τη μάχη για λογαριασμό του.
Βάλαμε γερή πλάτη στην υπόθεση της Ουκρανίας, και τι κερδίσαμε ως Ελληνισμός (εκτός από τα γνωστά βαποράκια που έκαναν τις δουλειές μέσω παρένθετων προσώπων); Τα παλαιά συστήματα βρίσκονται στη λοίσθια ζωή τους. Ανόητοι είναι όσοι μένουν προσκολλημένοι σε εποχές που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και δυστυχώς μαζί τους παρασύρουν και ολόκληρους λαούς. Για να θυμηθούμε πάλι τον Θουκυδίδη: «οἱ δὲ οὐ πολλῷ ὕστερον ἠφάνισάν τε αὐτοὺς καὶ οὐδεὶς ᾔσθετο ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστος διεφθάρη…»

