Η αρχή του Ανδρέα Παπανδρέου “δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτα” είχε ως κρίσιμη προϋπόθεση μια αδιαπραγμάτευτη στάση έναντι οποιασδήποτε ξένης διεκδίκησης εις βάρος της χώρας. Ήταν μια πολιτική ισορροπίας, η οποία προϋπέθετε εθνική αυτοπεποίθηση, διπλωματική εγρήγορση και αποφασιστικότητα. Ωστόσο, αυτή η προϋπόθεση εγκαταλείφθηκε σταδιακά, αρχικά από την περίοδο διακυβέρνησης Σημίτη και στη συνέχεια από διαδοχικές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα η αρχική γραμμή να χάσει το περιεχόμενό της και να μετατραπεί σε σύνθημα χωρίς αντίκρισμα.
Η πολιτική αδράνεια και η ατολμία απέναντι σε συνεχώς αυξανόμενες διεκδικήσεις, ειδικά από την πλευρά της Τουρκίας, αποκάλυψε το στρατηγικό έλλειμμα της Ελλάδας. Ήδη από τη Χούντα, που αποτέλεσε ιστορικό υπόδειγμα εθνικής υποταγής με την τραγωδία της Κύπρου, η χώρα ακολουθούσε μία σταθερή πορεία προσφοράς και παραχώρησης προς τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις – πρώτα προς τη Βρετανία, κατόπιν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες – με αντάλλαγμα τη διατήρηση του κατεστημένου πολιτικού προσωπικού στην εξουσία.
Καθώς ο χρόνος κυλούσε, η Τουρκία κλιμάκωνε τις απαιτήσεις της, αύξανε την παρουσία και την επιρροή της σε διεθνές επίπεδο, και οικοδομούσε σταθερά την εικόνα της ως περιφερειακή δύναμη. Αντιθέτως, η Ελλάδα συνέχιζε σε μια πορεία απαξίωσης των γεωπολιτικών της δυνατοτήτων. Οι εσωτερικές ελίτ, εγκλωβισμένες σε μια πολιτική επιβίωσης με αποκλειστικό ζητούμενο την εξουσία, εγκατέλειψαν κάθε στρατηγική προσέγγιση στα εθνικά θέματα. Έτσι, η πολιτική εγκατάλειψης κάθε “ανταλλάγματος” υπέρ της διατήρησης της εξουσίας οδήγησε τελικά όχι μόνο στην εξωτερική αδυναμία, αλλά και στην εσωτερική απονομιμοποίηση των ελίτ που την επέβαλαν.
Η ελληνική πολιτική τάξη, ακόμα και αν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους, δείχνει να αδυνατεί να τους αντιμετωπίσει. Ο φόβος του πολιτικού κόστους και η προσήλωση σε μια κουλτούρα εθελοτυφλίας έχουν οδηγήσει στην αποφυγή των “εθνικών θεμάτων” ή στην αντιμετώπισή τους με αοριστολογίες και διπλωματικές υπεκφυγές. Το κυβερνητικό προσωπικό υιοθετεί τακτικές καθυστέρησης, προσδοκώντας ότι ο χρόνος ή ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης θα αποτρέψει τις συνέπειες των πολιτικών τους επιλογών. Την ίδια στιγμή, αντιπολιτευτικές δυνάμεις περιορίζονται σε γενικόλογες καταγγελίες, χωρίς σαφή στρατηγική πρόταση για την άμυνα της χώρας απέναντι σε απειλές.
Στον πολιτικό χάρτη απουσιάζει η συγκροτημένη εναλλακτική. Ο χώρος της ευρύτερης Αριστεράς, αποκομμένος από τις ιδεολογικές του ρίζες και τη σχέση με την πατριωτική του βάση, πλανάται χωρίς ουσιαστικό ρόλο ή πρόταση, με την ιστορική του αναφορά να θυμίζει περισσότερο πολιτικό επικήδειο παρά ζωντανό ιδεολογικό ρεύμα. Αντιστοίχως, η άκρα Δεξιά, που διαχρονικά αποτυγχάνει να συγκροτηθεί σε σοβαρό πολιτικό φορέα, επιβεβαιώνει τον περιθωριακό και παρακρατικό της χαρακτήρα, λειτουργώντας ως θύλακας βίας και κοινωνικού εκφυλισμού, χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, παρά μόνο ως όχημα περιθωριακής αντιδραστικότητας.
Σε αυτό το πολιτικό τοπίο κυριαρχεί μια θάλασσα μικροαστισμού, που διαπλέκεται με συμφέροντα ισχυρών κύκλων, ενισχυμένων από την ανοχή ή και στήριξη του Κράτους. Τα δίκτυα αυτά λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο νομιμοφανούς ή και ανοιχτής παρανομίας, επωφελούμενα από κρατικές πολιτικές, επιχειρηματικές διευκολύνσεις, ή ακόμα και ύποπτες πρακτικές – με ενδείξεις για συστηματικό παραγκωνισμό της νομιμότητας, οργανωμένες καταστροφές, υποθέσεις τύπου Τεμπών, σκιές παραοικονομίας και παρακρατικής δράσης. Σε αυτό το περιβάλλον ευδοκιμεί και ένα μέρος της κοινωνίας, που έχει μάθει να επιβιώνει στην παραβατικότητα.
Η επιβίωση αυτή, όμως, έχει ημερομηνία λήξης. Η εξουσία που εξαρτάται από την εκχώρηση εθνικών πόρων και πολιτικών επιλογών σε εξωγενή κέντρα, δεν μπορεί να διαρκέσει επ’ αόριστον. Οι άρχοντες του τόπου έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε πεδίο υποτέλειας, απογυμνώνοντάς την από το γεωπολιτικό της βάρος και τις στρατηγικές της δυνατότητες. Οι γείτονες – Τουρκία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Αίγυπτος, ακόμα και η Λιβύη – εκλαμβάνουν την αδυναμία αυτή ως ευκαιρία να διεκδικήσουν ή και να αρπάξουν, σχεδόν χωρίς αντίσταση, εδάφη, δικαιώματα και ρόλο.
Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της πολιτικής λογικής υπήρξε η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία υπέγραψε η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Η πράξη αυτή λειτούργησε ως έμπρακτο παράδειγμα εκχώρησης, με τον πολιτικό της πρωταγωνιστή να αποδυναμώνεται και να καθίσταται, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, πολιτικά μη βιώσιμος.
Παρά ταύτα, ένα ορατό και κρίσιμο ποσοστό του ελληνικού λαού εξακολουθεί να εμπνέεται από την αρχή της “άμυνας περί πάτρης”. Το κοινωνικό αυτό ρεύμα αποτελεί σταθερό φόβητρο για κάθε εξουσία που επιδιώκει την εθνική εκχώρηση χωρίς λογοδοσία. Η ελπίδα για μια διαφορετική πορεία παραμένει ζωντανή, αν και ενίοτε καθυστερεί. Στην Ελλάδα, οι ιστορικές ανατροπές δεν συμβαίνουν πάντα στην ώρα τους – αλλά, όταν συμβούν, μεταβάλλουν βαθιά και ριζικά το τοπίο.