Επιτακτική χαρακτηρίζεται η ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης να αποσαφηνίσει τη στάση της απέναντι στον Κανονισμό Δράσης για την Ασφάλεια της Ευρώπης (SAFE – Security Action for Europe), μετά την επίσημη ανακοίνωση περί αυτοεξαίρεσης της χώρας από τη σχετική διαδικασία. Αν η απόφαση αυτή έχει ήδη ληφθεί σε οριστικό επίπεδο, η επανεξέτασή της κρίνεται κρίσιμη, ενόψει της νέας αρχιτεκτονικής που διαμορφώνεται στο πεδίο της ευρωπαϊκής άμυνας.
Η συμμετοχή της Ελλάδας σε συνεργατικά ευρωπαϊκά σχήματα στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας θεωρείται αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η παρουσία της εγχώριας τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης σε κρίσιμα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα. Διαφορετικά, ο κίνδυνος αποκλεισμού από μελλοντικές ευκαιρίες χρηματοδότησης και ανάπτυξης εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου καθίσταται άμεσος.
Η επίσημη ανακοίνωση της ελληνικής αυτοεξαίρεσης από το πρόγραμμα SAFE έγινε από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Νίκο Δένδια, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της ειδικής διαρκούς επιτροπής εξοπλιστικών προγραμμάτων και συμβάσεων της Βουλής, την Τρίτη 3 Ιουνίου. Η ανακοίνωση προκάλεσε την άμεση αντίδραση του τομεάρχη Εθνικής Άμυνας του ΠΑΣΟΚ, Μιχάλη Κατρίνη, ο οποίος εξέφρασε ενστάσεις για τη λήψη στρατηγικής σημασίας απόφασης χωρίς προηγούμενη κοινοβουλευτική διαβούλευση. Στη συνέχεια, κατέθεσε αίτημα για τη σύγκληση τριών ειδικών συνεδριάσεων της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών, με αντικείμενο – μεταξύ άλλων – τη στάση της Ελλάδας έναντι των ευρωπαϊκών αμυντικών πρωτοβουλιών ReArm Europe και SAFE.
Αιφνιδιασμός της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και αντιφάσεις στρατηγικής
Η εν λόγω απόφαση αιφνιδίασε κύκλους της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ιδίως λόγω της χρονικής συγκυρίας κατά την οποία έγινε γνωστή. Είχε προηγηθεί πρόσφατη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου υπό τον Πρωθυπουργό, παρουσία εκπροσώπων της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, καθώς και δημόσιες δηλώσεις τόσο του κ. Μητσοτάκη όσο και του κ. Δένδια για στόχο αύξησης της εγχώριας συμμετοχής στα εξοπλιστικά προγράμματα στο 25%.
Επιπλέον, η ελληνική αποχή προκαλεί εύλογα ερωτήματα σε σχέση με την παράλληλη συμμετοχή της Τουρκίας στον μηχανισμό SAFE και την ένταξη της δικής της βιομηχανίας σε ευρωπαϊκά αμυντικά σχήματα. Το γεγονός αυτό έχει ήδη εγείρει έντονη κριτική προς την ελληνική διπλωματία, καθώς η απουσία της Αθήνας ενδέχεται να δημιουργήσει συνθήκες εκτεταμένης τουρκικής διείσδυσης σε τομείς όπως η αναβάθμιση αρμάτων μάχης Leopard 2A4, τα αντιdrone συστήματα και τα C4ISTAR (διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες, πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση).
Η ελληνική επιλογή αποκτά ακόμη πιο προβληματικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα των χρηματοδοτικών εργαλείων που συνοδεύουν το SAFE. Το πρόγραμμα παρέχει τη δυνατότητα χορήγησης χαμηλότοκων δανείων συνολικού ύψους έως 150 δισ. ευρώ, με περίοδο χάριτος 10 ετών και συνολική διάρκεια αποπληρωμής έως και 45 έτη. Η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – που διαθέτει πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ – διασφαλίζει ιδιαίτερα ευνοϊκά επιτόκια, γεγονός που μπορεί να αποφέρει σημαντικό όφελος σε κράτη-μέλη με χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση, όπως η Ελλάδα. Εκτιμάται ότι ο δανεισμός μέσω του SAFE θα ήταν για τη χώρα μας κατά περίπου 1% φθηνότερος σε σχέση με απευθείας άντληση κεφαλαίων από τις αγορές.
Επιπλέον, το SAFE εμπίπτει στο καθεστώς της εθνικής ρήτρας διαφυγής από τους κανόνες περί υπερβολικού ελλείμματος, η οποία χρησιμοποιήθηκε ήδη από την Ελλάδα για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου ύψους 734 εκατ. ευρώ ετησίως για την τετραετία 2025–2028. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι κοινές προμήθειες στο πλαίσιο του SAFE εξαιρούνται του ΦΠΑ.
Σε πλήρη αντίστιξη με τη θέση της Αθήνας, η Λευκωσία – μέσω δηλώσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη – τάσσεται υπέρ της πλήρους αξιοποίησης του SAFE. Ο Κύπριος Πρόεδρος υπογράμμισε την ανάγκη σύστασης μηχανισμού εθνικού συντονισμού με τη συμμετοχή των υπουργείων Εξωτερικών, Άμυνας και Δικαιοσύνης. Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκαν οι ανάγκες της κυπριακής άμυνας και η προοπτική συμμετοχής κυπριακών εταιριών σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα.
Απώλεια πρόσβασης σε συνεργατικά προγράμματα και οικονομία κλίμακας
Η ελληνική απόφαση στερεί από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία τα πλεονεκτήματα των κοινών ευρωπαϊκών προμηθειών, όπως η οικονομία κλίμακας και η ταχεία προμήθεια κρίσιμων υποσυστημάτων σε περιόδους κρίσης. Το υπό επεξεργασία πρόγραμμα EDIP (European Defence Industry Programme) προβλέπει ρητά τη δυνατότητα από κοινού παραγωγής και υποστήριξης συστημάτων από τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη.
Επιπλέον, η αποχή από το SAFE περιορίζει τη δυνατότητα της ελληνικής βιομηχανίας να συμμετάσχει ως εταίρος στην ανάπτυξη και παραγωγή στρατιωτικών τεχνολογιών, περιορίζοντας έτσι τη μεταφορά τεχνογνωσίας και τις επενδύσεις στον κλάδο.
Σύμφωνα με πηγές του αμυντικού χώρου, καθοριστικό ρόλο στην απόφαση αυτοεξαίρεσης ενδέχεται να διαδραμάτισε η αδυναμία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας να ανταποκριθεί στις προδιαγραφές του SAFE, που προβλέπουν την υποβολή των αρχικών μελετών μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2025. Η ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ), το οποίο απορρόφησε μεγάλο μέρος του εξειδικευμένου προσωπικού της ΓΔΑΕΕ/ΔΑΕΤΕ, αποδυνάμωσε σημαντικά τις σχετικές δυνατότητες σχεδιασμού.
Ως πιθανή λύση προτείνεται η σύσταση ειδικής ομάδας εργασίας υπό τον υπουργό, αποτελούμενης από πρώην έμπειρα στελέχη της ΓΔΑΕΕ σε συνεργασία με εκπροσώπους της αγοράς και των βιομηχανικών φορέων.
Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, η απόφαση μπορεί να σχετίζεται με την πρόθεση της Ελλάδας να προμηθευτεί συστήματα αεράμυνας και πυραυλικής άμυνας από το Ισραήλ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ασπίδα του Αχιλλέα». Η εν λόγω στρατηγική συνεργασία επιδιώκεται να υλοποιηθεί μέσω κοινοπρακτικών σχημάτων με ευρωπαϊκή βάση, κατά το πρότυπο εταιριών τύπου «Euro-», οι οποίες παράγουν και υποστηρίζουν οπλικά συστήματα ισραηλινής προέλευσης στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η ελληνική πλευρά ενδέχεται να αξιοποιήσει αντίστοιχη μέθοδο, καθώς μία από τις βασικές ισραηλινές εταιρίες του προγράμματος απέκτησε πρόσφατα μερίδιο σε εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Κατά τον Κανονισμό SAFE, βασική προϋπόθεση συμμετοχής αποτελεί το 65% της προστιθέμενης αξίας του τελικού προϊόντος να προέρχεται από παραγωγή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – όρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό εργαλείο από την ελληνική πλευρά για την εξασφάλιση προστιθέμενης αξίας στην εθνική οικονομία.