19 Ιουλίου, 2025
Διεθνή

Η ΕΕ υποκύπτει στους εκβιασμούς Τραμπ – Αποδέχεται δασμούς 10% και θυσιάζει την ευρωπαϊκή βιομηχανία

Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να υποχωρεί σταδιακά στις πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, αποδεχόμενη το 10% ως κατώτατο όριο στους «ανταποδοτικούς» δασμούς στις εμπορικές τους σχέσεις, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις και τις συνεχιζόμενες προσπάθειες διαπραγμάτευσης χαμηλότερων συντελεστών. Η εξέλιξη αυτή φανερώνει όχι μόνο την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος της ΕΕ, αλλά και την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της εμπορικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος, μέσω μονομερών και επιθετικών μέτρων, έχει επιβάλει βαρείς δασμούς σε βασικά ευρωπαϊκά προϊόντα όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα, επιδιώκοντας να μετακυλήσει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή πλευρά. Η στάση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη αρχίσει να αντλούν σημαντικά κρατικά έσοδα από τους παγκόσμιους δασμούς, γεγονός που δυσχεραίνει περαιτέρω τις ελπίδες για επαναδιαπραγμάτευση.

Παρά την εσωτερική αντίσταση εντός της ΕΕ, αξιωματούχοι παραδέχονται πως οι πιέσεις των ΗΠΑ έχουν φέρει την Ένωση πιο κοντά στην αποδοχή του 10%, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Το γεγονός ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε η αμερικανική κυβέρνηση απάντησαν σε ερωτήματα του Reuters υποδηλώνει το επίπεδο αδιαφάνειας και την απροθυμία για ανοιχτή δημόσια λογοδοσία.

Η τακτική Τραμπ – που συνδυάζει απειλές με επιβολή δασμών και κατευθυνόμενες διαπραγματεύσεις – φαίνεται να αποδίδει. Ευρωπαίοι ηγέτες, υπό τον φόβο μιας περαιτέρω κλιμάκωσης (έως και 50% δασμοί από τον Ιούλιο), δείχνουν πρόθυμοι να συναινέσουν σε μια συμφωνία που ελάχιστα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ένωσης, η οποία ήδη καταγράφει σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, άρα και μεγαλύτερη έκθεση σε εμπορικά αντίποινα.

Η άκαμπτη στάση της Ουάσιγκτον συνοδεύεται από παράλογες απαιτήσεις, που περιλαμβάνουν μη δασμολογικά εμπόδια όπως φόρους σε ψηφιακές υπηρεσίες, αυστηρούς κανονισμούς βιωσιμότητας και πιέσεις για αγορά αμερικανικού LNG. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν ουσιαστικά να χρησιμοποιήσουν το εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ ως εργαλείο πίεσης για να επιβάλουν ευνοϊκούς όρους, την ίδια στιγμή που καταγράφουν αύξηση στα έσοδα από δασμούς και στο δημοσιονομικό τους πλεόνασμα.

Οι συνέπειες στην ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι ήδη αισθητές: μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Mercedes, η Stellantis και η Volvo αποσύρουν τις προβλέψεις τους για τα επόμενα χρόνια, δείγμα της αβεβαιότητας και της ζημιάς που προκαλούν οι πολιτικές Τραμπ. Το επιχείρημα ότι οι κατασκευαστές πολυτελών αυτοκινήτων μπορούν να απορροφήσουν τους δασμούς αγνοεί τον ευρύτερο κίνδυνο για τη βιομηχανία μαζικής παραγωγής, που στηρίζει την απασχόληση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Η πρόθεση των ΗΠΑ να επεκτείνουν τους δασμούς ακόμη και σε φαρμακευτικά προϊόντα, ημιαγωγούς και ξυλεία με πρόσχημα την «εθνική ασφάλεια» καταδεικνύει την καταχρηστική και μονομερή χρήση των εμπορικών εργαλείων. Οι Βρυξέλλες φαίνεται να αδυνατούν να συγκροτήσουν μια ενιαία, επιθετική γραμμή απέναντι σε αυτήν την τακτική, με αποτέλεσμα να εξετάζεται ακόμη και η αποδοχή του 10% ως «μόχλευση» – παραδοχή ήττας για μια Ένωση που διακηρύσσει την ελεύθερη αγορά και την πολυμερή προσέγγιση.

Τέλος, η αποτυχία να επιτευχθεί έγκαιρα μια ισορροπημένη συμφωνία δημιουργεί κινδύνους ευρύτερης αποσταθεροποίησης στο διεθνές εμπόριο, υπονομεύοντας περαιτέρω την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, επηρεάζοντας την εφοδιαστική αλυσίδα και δημιουργώντας περιβάλλον αβεβαιότητας για επιχειρήσεις και εργαζομένους.