Πολλές φορές (πάμπολλες, θα έλεγα) γκρινιάζουμε για την ελληνική Δικαιοσύνη. Πότε επειδή αργεί να ξελασπώσει υποθέσεις (προ ημερών γράφαμε ότι χρειάστηκαν εννέα χρόνια για να διευκρινισθούν τα αίτια ενός ναυαγίου), πότε επειδή μεθοδεύονται περίεργα πράγματα (θυμόμαστε την αναδρομική ισχύ νόμων κ.λπ.).
του Χρήστου Μπολώση
Όμως, τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Είχαμε και φωτεινές εξαιρέσεις. Μία από αυτές, μέρες που είναι, ήταν και η Δίκη των Εξι.
Υπήρξαν τότε δικαστές «σούπερμαν», που μέσα σε 15 ημέρες μπόρεσαν να μελετήσουν όγκο αρχειακού υλικού, που αναφερόταν σε μια τετραετία από το 1899 μέχρι το 1922 (στρατιωτικές διαταγές, σχέδια επιχειρήσεων, διάφορα απόρρητα έγγραφα κ.λπ.), να τον κατανοήσουν πλήρως και να εξετάσουν -περιορισμένο, είναι η αλήθεια- αριθμό μαρτύρων (τι χρεία, άλλωστε, μαρτύρων υπήρχε, αφού η απόφαση είχε ήδη εκδοθεί; Κάτι σαν ανθρώπινο λάθος, δηλαδή…).
Η δίκη διήρκεσε από την 31η Οκτωβρίου μέχρι τη 15η Νοεμβρίου του 1922. Η σύνθεση του δικαστηρίου εξόχως μεροληπτική. Θα μπορούσε ακόμα να συντομευτεί η διαδικασία με έναν νόμο, ένα άρθρο, π.χ.: «Οσων τα ονόματα αρχίζουν από Γουναρ., Πρωτοπαπ., Στρατ., Μπαλτατζ., Χατζανέστ. και Θεοτοκ., και ανεμείχθησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι ένοχοι και να εκτελεσθούν πάραυτα». Δεν το σκέφτηκαν.
Πάντως, ύστερα από 88 χρόνια, το 2010, αυτό το έκτρωμα ακυρώθηκε. Ε, και;
Οι καταδικασθέντες ήταν οι: Δημήτριος Γούναρης (αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921-22), Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (πρώην υπουργός και πρωθυπουργός το 1922), Νικόλαος Στράτος (πρώην υπουργός και πρωθυπουργός το 1922), Γεώργιος Μπαλτατζής (υπουργός Εξωτερικών), Νικόλαος Θεοτόκης (υπουργός Στρατιωτικών), Γεώργιος Χατζανέστης (διοικητής της στρατιάς Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης), Μιχαήλ Γούδας (υποναύαρχος ε. α., πρώην υπουργός) και Ξενοφών Στρατηγός (υποστράτηγος ε. α. και πρώην υπουργός). Στους πρώτους έξι επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, εξ ου και το γεγονός έμεινε στην Ιστορία ως «η δίκη των Εξι».
Την αμφιλεγόμενη απόφαση έλαβε «Εκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο», το οποίο είχε συσταθεί από τη δικτατορία των βενιζελικών αξιωματικών που είχαν αναλάβει τα ηνία της χώρας μετά την τραγωδία. Μερικές ημέρες πριν συμπληρωθούν 88 χρόνια από το δραματικό εκείνο αποκορύφωμα του εθνικού διχασμού, ο Αρειος Πάγος ακύρωσε τη δίκη, παύοντας παράλληλα την ποινική δίωξη εναντίον των καταδικασθέντων, λόγω παραγραφής των κατηγοριών. Στο σκεπτικό της απόφασης, που ελήφθη με οριακή πλειοψηφία, γίνεται δεκτό ότι τα στοιχεία που κατέθεσε στην προσφυγή του ο Μιχάλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του πρώην πρωθυπουργού που εκτελέστηκε, συνηγορούν υπέρ της αθωότητας των καταδικασθέντων. Πρόκειται για την περίφημη επιστολή που αργοπορημένα έστειλε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στους δικτάτορες, ζητώντας να μην εκτελεστεί η ποινή, αλλά και μία ομιλία και μία επιστολή του ιδίου, όπου υποστηρίζει ότι οι ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης δεν ήταν προδότες.

Ανοικτό κεφάλαιο
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι με την απόφαση του 2010 έκλεισε οριστικά ένα σκοτεινό κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Είναι όμως μάλλον αμφίβολο ότι το τέλος θα είναι τόσο απλό. Ο Αρειος Πάγος επιβεβαίωσε επί της ουσίας αυτό που ήταν γενικώς αποδεκτό: ότι οι Εξι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης και ότι η καταδίκη τους ήταν πολιτικά υποκινούμενη, καθώς αποφασίστηκε από ένα έκτακτο στρατοδικείο, σε καθεστώς δικτατορίας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η εσχάτη των ποινών ήταν εντέλει η αρμόζουσα, ανεξάρτητα από ενδεχόμενες δικονομικές αυθαιρεσίες. Η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος πραγματοποίησε μάλιστα παράσταση πολιτικής αγωγής στον Αρειο Πάγο, υποστηρίζοντας ότι η αθώωση της πολιτικής ηγεσίας της φιλοβασιλικής παράταξης συνιστά προσβολή στη μνήμη των θυμάτων της καταστροφής.
Συνιστούσαν όμως οι πράξεις και οι παραλείψεις των Εξι εσχάτη προδοσία; Αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι διαχειρίστηκαν εξοργιστικά πλημμελώς μία ούτως ή άλλως πολύ δύσκολή αποστολή και αγνόησαν τις σχετικές προειδοποιήσεις για το κακό που ερχόταν, το ίδιο ακριβώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί και για την προηγούμενη κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος, επηρμένος ίσως έπειτα από τρεις νικηφόρους πολέμους, ανέλαβε να φέρει εις πέρας μία πρωτοφανή σε φιλοδοξία πολεμική επιχείρηση, υποτιμώντας το μέγεθος της προσπάθειας και των διπλωματικών ελιγμών που θα απαιτούντο.
Ευθύνες βέβαια είχε και η ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων για τα τραγικά επιχειρησιακά της λάθη, η οποία όμως φρόντισε με την καταδίκη των Εξι να τις αποποιηθεί, εφευρίσκοντας τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο. Και, τέλος, τι να πει κανείς για μία κοινωνία που ήδη από τη δεκαετία του 1840 είχε ως raison d’tre τη Μεγάλη Ιδέα, αγνοώντας πεισματικά πολλές φορές τις αντικειμενικές συνθήκες;
Η λαϊκή οργή
Εν ολίγοις, σε τόσο μεγάλα εγκλήματα, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, οι ένοχοι είναι συνήθως πάρα πολλοί. Και όπως γνωρίζουμε, δεν είναι η πρώτη φορά που μια κοινωνία προσπάθησε να εξιλεωθεί συλλογικά για τις αμαρτίες της, μέσω επιλεκτικών ανθρωποθυσιών.
Με την εκτέλεση των Εξι εκτονώθηκε η λαϊκή οργή και ξεπλύθηκε με αίμα το όνειδος της ήττας που έθεσε οριστικό τέλος στο όραμα της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Υπό μία έννοια, ήταν το σημείο καμπής που διαμορφώνει ακόμη και σήμερα τη συλλογική συνείδηση για τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Ο Βενιζέλος σχεδόν θεοποιήθηκε το όνομά του δόθηκε σε δρόμους, πλατείες, κτίρια, δημόσιους χώρους και πανεπιστημιακές έδρες. Τα σχολικά βιβλία Ιστορίας ελάχιστες αιχμές αφήνουν πια εναντίον του, παρότι και εκείνος, όπως κάθε πολιτικός, έκανε λάθη.
Από την άλλη, οι Εξι, πέρα από τις βαρύτατες δικές τους ευθύνες, επωμίστηκαν και τις ευθύνες όλων των άλλων πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών του νεοελληνικού δράματος. Τουλάχιστον αναγνωρίζουμε πλέον ότι αυτό δεν ήταν έντιμο.