Ενώ η χώρα μας μοιάζει εγκλωβισμένη στην αλαζονεία των «αρίστων», με τον πρωθυπουργό μας να φαίνεται αποκομμένος από την πραγματικότητα, στον υπόλοιπο κόσμο, και ειδικά στην Ευρώπη, συμβαίνουν σημαντικές εξελίξεις – όχι απλά αλλαγές, αλλά πραγματικές τεκτονικές ανατροπές.
Αιτία για αυτή την αναστάτωση ήταν η «αναπάντεχη» επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, κάτι που οι «άριστοι» ηγέτες της χώρας μας θεωρούσαν αδύνατο. Ως αποτέλεσμα, οι ευρωπαίοι ηγέτες, με λίγες εξαιρέσεις, δείχνουν αποπροσανατολισμένοι, προσπαθώντας να προσαρμοστούν σε έναν νέο πολιτικό ρυθμό, κάνοντας κινήσεις που φαίνονται σπασμωδικές και αμήχανες.
Ειδικότερα, ο δικός μας ηγέτης, ένθερμος αντίπαλος του Τραμπ, έσπευσε την επόμενη ημέρα των εκλογών να κάνει μια πρώιμη κυβίστηση, επιτιθέμενος στην «woke κουλτούρα», ενώ ταυτόχρονα επένδυσε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (τα οποία απορούμε αν είναι δικά του) σε λομπίστες και επικοινωνιολόγους, για να εξασφαλίσει πρόσβαση στο Καπιτώλιο. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν ηγέτες όπως ο Ούγγρος Βίκτορ Ορμπάν, οι οποίοι μοιάζουν να ζουν το όνειρο του τραμπισμού.
Ο Ορμπάν, και άλλοι «πατριώτες» ηγέτες, είχαν ήδη επισημάνει το φαινόμενο Τραμπ από καιρό, την εποχή που η πολυπολιτισμικότητα και η «φιλοπροσφυγική» στάση κυριαρχούσαν στην ΕΕ. Ο Ορμπάν, μάλιστα, δήλωσε πως η εκλογή Τραμπ αναδεικνύει έναν «πατριώτη, φίλο της ειρήνης, πολέμιο της μετανάστευσης και υπέρμαχο της οικογένειας» στο Καπιτώλιο, και πρόσθεσε ότι η εκλογή του Τραμπ ενθουσίασε εκείνους που αγαπούν τις πατρίδες τους. Ο ίδιος θεωρεί πως ο ήλιος θα ξαναλάμψει πάνω από τις Βρυξέλλες, την έδρα της Ε.Ε., η οποία κατά τη γνώμη του είναι ο «μεγάλος ασθενής» της εποχής μας.
Λίγο αργότερα, ο Ορμπάν επανήλθε με ακόμα πιο ενθουσιώδεις δηλώσεις, σημειώνοντας πως μέσα σε δέκα μέρες ο κόσμος άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι σε ολόκληρες δεκαετίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτό που κάνει ο Τραμπ, και το κάνουμε κι εμείς στην Ουγγαρία τα τελευταία 15 χρόνια, είναι το μέλλον». Όπως τόνισε, μέχρι πρόσφατα εκείνοι ήταν οι «αιρετικοί», τώρα όμως φαίνεται πως αποτελούν τη νέα πλειοψηφία.
Πολύ παρόμοιες ήταν οι δηλώσεις και άλλων δεξιών, «πατριωτικών» ηγετών. Ο Ισπανός ηγέτης του κόμματος Vox, Σαντιάγο Αμπασκάλ, χαρακτήρισε τον Τραμπ «σύντροφο εν όπλοις» στη μάχη για το καλό, την αλήθεια, την κοινή λογική και την ελευθερία, ενώ υπογράμμισε πως η Ισπανία ήταν η πρώτη χώρα που «έδιωξε τον ισλαμισμό και επανέφερε τη χριστιανική παράδοση». Από την πλευρά του, ο Ολλανδός πολιτικός Geert Wilders, που το κόμμα του ανέλαβε την κυβέρνηση τον Μάιο του 2024, αναγνώρισε στον Τραμπ την προσφορά ενός μηνύματος ελπίδας, μετά από χρόνια μιζέριας, διαφθοράς και εξαπάτησης από τις αριστερές και φιλελεύθερες ελίτ.
Αυτές οι αντιδράσεις από ηγέτες της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη δείχνουν τη δυναμική που έχει αναπτύξει η ιδεολογία του Τραμπ, με τις αλλαγές που προτείνει και τη νέα πολιτική ατζέντα που υιοθετούν πολλοί ηγέτες της Ευρώπης.
Όσο για τους Αμερικανούς Δημοκρατικούς και άλλους που έμειναν άναυδοι με την εκλογή του Τραμπ, του μοναδικού προέδρου που δεν ξεκίνησε κανέναν πόλεμο, και που τώρα προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον περιορίσουν, να τον ελέγξουν ή έστω να τον χειραγωγήσουν, φοβούμενοι μήπως η “μαρμίτα” εξαιτίας των πολέμων στερέψει, η ιστορία τους έχει ήδη δώσει τα διδάγματα της. Κι αυτά τα διδάγματα δείχνουν πως η προσπάθεια να ελέγξεις έναν ηγέτη με τέτοια προσωπικότητα και δύναμη είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη.
Όταν πέθανε ο Λένιν, οι φανατικοί Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι ο Στάλιν, που τον απεχθάνονταν για το γεγονός ότι δεν ήταν διανοούμενος όπως οι ίδιοι, θα μπορούσε να χειραγωγηθεί εύκολα. Όμως, τα επόμενα χρόνια, ο Στάλιν τους εξόντωσε όλους. Στην Ιταλία, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες του Μιλάνου, που ανησυχούσαν για την «ερυθρά απειλή», πίστευαν ότι με τη Μεγάλη Πορεία στη Ρώμη το 1922 θα μπορούσαν να περιορίσουν τους φασίστες. Αντίθετα, ο Μουσολίνι, ο οποίος ξεκίνησε ως ένας «μικρός» ηγέτης, ανέβηκε στην εξουσία και έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος της Ιταλίας.
Στη Γερμανία, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ υποτίμησαν τον «άσημο δεκανέα» που ήταν ο Χίτλερ, και τον θεωρούσαν απλώς έναν παθιασμένο ρητορολόγο. Λίγα χρόνια αργότερα, εκείνος εξόντωσε τις ελίτ και κατέκτησε την απόλυτη εξουσία, δημιουργώντας το Γ’ Ράιχ. Στην Τουρκία, οι κεμαλιστές, που βοήθησαν τον Ερντογάν να ανέβει στην εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 2000, πίστευαν ότι με τη βοήθεια του θα μπορούσαν να περιορίσουν την ισλαμιστική απειλή. Ο Ερντογάν, όμως, σε λίγα χρόνια τους απομάκρυνε και κατάφερε να αναμορφώσει την Τουρκία, διαλύοντας το κοσμικό κεμαλικό κράτος και δίνοντας ώθηση στον νεο-οθωμανισμό.
Και στην Ελλάδα, έχουμε το παράδειγμα των «σαμαρικών», που, καθώς πίστευαν ότι η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ θα τους έδινε πολιτική δύναμη, κατέληξαν να χάσουν τη θέση τους μέσα σε λίγα χρόνια, με τον ίδιο τον Κυριάκο να διαγράφει τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος τους είχε στηρίξει.
Όλα αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν πως συχνά οι ελίτ, οι οποίες πιστεύουν ότι μπορούν να ελέγξουν έναν νέο ηγέτη, καταλήγουν τελικά να υποστούν τις συνέπειες της υποτίμησης του ηγετικού του χαρακτήρα. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει και με τον Τραμπ. Οι προσπάθειες ελέγχου του, ή ακόμα και χειραγώγησής του, μοιάζουν να είναι αδιέξοδες, και μπορεί τελικά να τον καταστήσουν ακόμη πιο ισχυρό, με συνέπειες που θα ξεπερνούν τις προσδοκίες των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.
Ο Τραμπ, αν και για πολλούς Αμερικανούς δεν είναι ο «διανοούμενος» ή ο «χαρισματικός» ηγέτης, ούτε ο «φρεσκαδούρας» Τζον Κένεντι, ούτε ο επικοινωνιακός Ρόναλντ Ρέιγκαν, ούτε καν ο «ειρηνιστής» (χαιρετισμούς στον Ομπάμα) είναι, ωστόσο, προτιμότερος από τα «ραμολιμέντα» της πολιτικής σκηνής, όπως ο Μπάιντεν, και από τα όργανα του αριστερόστροφου, νεοφιλελεύθερου, αυταρχισμού που χρόνια τώρα κυβερνά την Αμερική, πλουτίζοντας εις βάρος της και των αθώων λαών του κόσμου.
Αυτή η κατάσταση προκαλεί σύγχυση και αναστάτωση στους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες και στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, οι οποίοι, ως φανατικοί υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης και της ανταλλαγής πληθυσμών, δεν ξέρουν πλέον ποιον να στηρίξουν και ποιον να απορρίψουν, με το κακό που τους βρήκε να τους οδηγεί σε αμηχανία και, πιθανώς, σε λήθη από τη σύγχρονη ιστορία.
Όσον αφορά την Ελλάδα, εδώ το πολιτικό τοπίο φαίνεται να είναι εξίσου αδιέξοδο. Παρά το μεγάλο «πατατράκ» του Κυριάκου Μητσοτάκη με την εκλογή Τραμπ, το μόνο που συμβαίνει είναι ότι η Ελλάδα παραμένει στο περιθώριο. Η μεγάλη ένταση και οι συγκεντρώσεις εκατομμυρίων πολιτών που διαμαρτύρονται για «μια νέα Ελλάδα» καταλήγουν σε αστεία αποτελέσματα, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να υπόσχεται αλλαγές, όπως την άρση της μονιμότητας στον δημόσιο τομέα και την «ασφάλεια των τρένων το 2027».
Αυτό είναι το μέτρο που καταλαβαίνει ο ίδιος ο «τσάκαλος», ο οποίος, την ίδια ώρα που ανακοινώνει τις αλλαγές, καταγράφει ρεκόρ δεκαετιών στους διορισμούς μετακλητών και κομματικών «τσαρλατάνων». Παρά τις μεγάλες υποσχέσεις, η πραγματικότητα παραμένει γεμάτη αντιφάσεις και απογοήτευση.